Logo
Άκου τις ιστορίες
  • Αρχική
  • Ιστορίες
  • Η Ομάδα
  • Όραμα
  • Εκπαιδευτικό Υλικό
  • Επικοινωνία

Εγώ έζησα!

Πόσο με κάνεις;

20'

H Eλένη Κίτσου - Παπαδοπούλου κάνει μια αναδρομή της ζωής της: από τα παιδικά της χρόνια στην Κρήτη, την αγριότητα της Κατοχής και του Εμφυλίου μέχρι τα νεανικά της χρόνια στο Κάιρο και τις όχθες του Νείλου. Μια ιστορία σοφίας, ανθρωπιάς και ανθεκτικότητας, ένα πολύτιμο κομμάτι συλλογικής μνήμης.

Αθήνα, 2025
Αίγυπτος Αλεξάνδρεια Απόδημος ελληνισμός Εμφύλιος Κάιρο Κατοχή Κρήτη

Άκου την ιστορία στο Spotify

Μοιράσου την ιστορία

Άκου την ιστορία

Διάβασε την ιστορία

Στο επεισόδιο ακούστηκαν τα μουσικά κομμάτια: Nona των Pagan και Forgotten Deserts.

Τι ήθελα σαν παιδί; Να σπουδάσω. Αυτό μου έχει λείψει. Γιατί είχα όρεξη και είχα δυνατότητες, τις οποίες δεν μπόρεσα να τις… Δηλαδή, η γενιά η δική μου τελείως χαντακώθηκε. Όχι μόνο η γενιά μου, και η γενιά του ’50.

Εγώ γεννήθηκα σε ένα χωριό της Κρήτης το ’40. Έζησα εκεί όλη την Κατοχή και τον Εμφύλιο και μετά, το ’55, έφυγα στην Αίγυπτο. Ήμουν πια 15 χρονών. Με πήρε μία θεία μου για να με σπουδάσει, αλλά έζησα πολύ άσχημα χρόνια της Κατοχής. Δεν είχαμε να φάμε, δεν είχαμε ρούχα, δεν είχαμε σαπούνι να πλυθούμε. Δεν είχαμε τίποτα από αυτά. Δεν είχαμε, δεν είχαμε… Ή τα ρούχα. Μου είχε κάνει η μάνα μου, από ένα αλεξίπτωτο, φουστάνι. Περπατούσα και έκανα «τράκα, τρούκα, τράκα, τρούκα, τράκα, τρούκα». Και να κρυώνεις… Πολλοί άνθρωποι δεν είχανε και να σκεπαστούνε. Και είχαμε τους αχυρώνες, γιατί είχανε… Άλλος είχε γαϊδουράκι, άλλος είχε τα πρόβατα· είχανε για να παίρνουνε λίγο γάλα για τα παιδιά τους. Το γαϊδουράκι πηγαίναν μακριά και κοιμόντουσαν στα άχυρα που δίνανε στο γαϊδουράκι να φάει, για να ζεσταθούνε. Πράγματα που, αν δεν τα ζήσεις, πώς να σου πω… Και τώρα να τα πεις, δεν γίνεσαι πιστευτή. Γιατί σου λέει: «Είναι δυνατόν;» Κι όμως, είναι δυνατόν. Άμα δεν έχεις ρούχα… Είναι δυνατόν. Αχ, Θεέ μου!

Η μάνα μου ξαναπαντρεύτηκε μετά που σκότωσαν οι Γερμανοί τον πατέρα μου. Ήταν πολύ ωραία γυναίκα και η γιαγιά, ξέρεις, στα χωριά, να μη σου πούνε, να μη σου βγάλουν το όνομα ότι είσαι χήρα. Αναγκάστηκε να την παντρέψει, αλλά δεν ήταν και τόσο καλός ο πατριός μου. Αλλά, τέλος πάντων, πορευτήκαμε. Αλλά με πήρε ο παππούς, ο πατέρας του πατέρα μου, και η γιαγιά και με μεγάλωσαν. Μετά βγήκε η σύνταξη του πατέρα μου, γιατί τον πατέρα μου τον σκοτώσανε. Πήγε, πήγανε με μια ομάδα από το χωριό που μέναμε, νέοι άνθρωποι, και ήταν ο πατέρας μου 27 ετών, για να ανατινάξουν στον Καρτερό, σε μια περιοχή έξω απ’ το Ηράκλειο. Εκεί είχανε τις αποθήκες, τα πυρομαχικά, και τα ξέρεις όλα αυτά που ήτανε… Πολεμούσαν και να τα ανατινάξουν. Και όντως τα ανατινάξανε. Τους πήραν όμως είδηση και τους χτυπήσανε. Ο μόνος που σκοτώθηκε… Οι άλλοι, ορισμένοι, οι τέσσερις-πέντε, τραυματίστηκαν, αλλά είχαν τη βάρκα και μπήκαν. Ο πατέρας μου έμεινε εκεί σκοτωμένος. Διαπίστωσαν οι σύντροφοι, αυτοί που ήταν μαζί του, ότι ήταν πεθαμένος. Ο παππούς, μετά από πέντε-έξι μέρες, με το γαϊδουράκι τότε, γιατί ήταν η απόσταση μεγάλη, πήγε και τον έθαψε μόνος του. Ο παππούς μου, ο οποίος μέρα-νύχτα έκλαιγε ο καημένος, μέχρι που πέθανε το ’48.

Η ζωή μας ήτανε πάρα πολύ δύσκολη. Το ’46 με ’47 άρχισε ο Εμφύλιος. Εκεί ήτανε το δράμα. Εντωμεταξύ, εγώ πήγα στη μητέρα μου, με πήρε η μητέρα μου… Η μητέρα μου ήταν αριστερή. Αλλά όχι απ’ αυτούς τους αριστερούς που δεν προσφέρουν τίποτα, μόνο λένε: «Εγώ είμαι αριστερός και έτσι κι αλλιώς…». Η μάνα μου έκανε μεγάλη προσφορά, γιατί απέναντι από το χωριό μας ήταν ένα βουνό γεμάτο σπηλιές, το οποίο υπάρχει μέχρι τώρα. Εκεί μέσα κρυβόντουσαν οι άνθρωποι που τους είχανε στιγματίσει ότι είναι αριστεροί. Η μητέρα μου, μ’ ένα γαϊδουράκι, έβαζε τροφή και μετά έβαζε τα άχυρα από πάνω, τα έκρυβε και πήγαινε στο βουνό εκεί και τους άφηνε τις τροφές και έφευγε. Αλλά μία, δύο, τρεις φορές, κάποιος στο χωριό που ήτανε δωσίλογος την πρόδωσε τη μητέρα μου. Εκεί, από τότε, την είχαν σακατέψει στο ξύλο, επτά φορές. Της σπάζανε τα πλευρά, την τυραννούσαν τη μάνα μου. Σαν ανάπηρη ήταν η κακομοίρα η μάνα μου και είχε και πέντε παιδιά, αλλά ήταν η μητέρα της άξια. Ήταν γυναίκα με κότσια, που λένε. Αυτή μας έσωσε και στην Κατοχή, γιατί πήγαινε και ζητιάνευε στο Λασίθι. Άλλοτε πήγαινε με γαϊδουράκι, άλλοτε πήγαινε με τα πόδια. Έκανε ώρες για να φτάσει εκεί και ζητιάνευε. Άλλοτε πουλούσε σταφύλια. Γιατί σταφύλια βγάζαμε, και λίγο λάδι το βγάζαμε. Και τούς πήγαινε σταφύλια εκεί κι έπαιρνε όσπρια ή πατάτες, κουκιά, ρεβίθια, φασόλια, τέτοια. Και έτσι μπορέσαμε και μεγαλώσαμε. Αλλά στον Εμφύλιο ήταν πολύ δύσκολα πάλι τα πράγματα. Όσοι ήταν στιγματισμένοι τρώγαν το ξύλο της αρκούδας. Πάρα πολύ ξύλο. Η μάνα μου έπαθε καρδιά, έπαθε πολλά, έπαθε με τα σπασίματα αυτά που είχε. Είχε σακατευτεί, ένα κουβάρι ήταν η καημένη. Αυτά θυμάμαι και μου ’χουνε μείνει. Πολλές φορές και στον ύπνο μου βλέπω αυτή την αγριότητα που είχαμε. Μεγάλη αγριότητα!

Θέλω να βγάλω από το μυαλό μου όταν ερχόντουσαν στο χωριό μας οι αστυνομικοί. Γιατί είχα έναν θείο — τον έλεγα θείο γιατί ήταν ξάδερφος με τη μάνα μου — παντρεμένος με τέσσερα κορίτσια. Και αυτός ο καημένος, άμα έπινε ένα κρασάκι, έλεγε: «Ζήτω ο Βενιζέλος!». Τέλος πάντων, τον είχαν για αριστερό. Και ερχόντουσαν, αλλά ήταν και πεντέξι άλλοι, και τους βάζανε στο σπίτι και τα παιδιά τους γύρω-γύρω, και τους χτυπούσαν αλύπητα, αλύπητα. Δεν φτάνει που είχαμε τον πόλεμο και είπαμε: «Δόξα τω Θεώ, φύγανε οι Γερμανοί», μετά αμέσως ο Εμφύλιος. Οι Άγγλοι μας βάλανε και φαγωθήκαμε. Οι Άγγλοι… Ξύλο, ξύλο… Κι ο φόβος. Ο φόβος… Είναι τρομερό πράμα να ζεις με τον φόβο.

Το ’51 ήρθε η θεία μου, ήταν η αδερφή της μάνας μου, γιατί είχαμε έναν θείο που ήτανε δεσπότης στην Αίγυπτο, στο Κάιρο. Αλλά κατεβαίναμε και στην Αλεξάνδρεια, επειδή ήταν ο θείος Μητροπολίτης, και το Πατριαρχείο, η έδρα του Πατριαρχείου, είναι στην Αλεξάνδρεια. Στο Κάιρο πάλι, στον Άγιο Νικόλα, το Πατριαρχείο έχει κάνει κελιά — δωμάτια-δωμάτια — για τους ιερωμένους, αλλά ο θείος αυτός ήταν και ιεροράφτης, που δεν υπήρχε στην Αίγυπτο. Στην Αγία Αικατερίνη, στο όρος Σινά, ερχόντουσαν οι καλόγεροι και παίρνανε τα άμφιά τους. Άκουγα πολλά πράγματα από αυτούς τους ανθρώπους, γιατί τους φιλοξενούσαμε. Είχαμε ένα σπίτι πελώριο, επτά με οκτώ δωμάτια, εκτός από τις αποθήκες. Τους φιλοξενούσανε. Ήταν ωραία η εποχή, αλλά μετά το ’65 μας διώξανε. Και ό,τι περιουσία είχε — και ο άντρας που πήρα είχε πολλή περιουσία — εγώ δεν είχα τίποτα. Βέβαια, η θεία μου είχε, αλλά δεν μπορέσαμε να πάρουμε τίποτα. Μας βγάλανε με έντεκα μάρκα το άτομο, και έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα. Γιατί, αφού μας βγάζανε από εκεί, πού να πηγαίναμε;

Σαν να έχεις ξεκολλήσει την καρδιά μου και την έχω αφήσει στην Αίγυπτο. «Σαμπάχ ασίρ» είναι το «καλημέρα σου». «Καλή σου μέρα». Και τραγούδια ήξερα. Εκεί είχε ωραία τραγούδια, γιατί οι κοπέλες αυτές που είχαμε… Καταρχήν, το «αηδόνι της Μέσης Ανατολής» ήταν η Ουμ Κασούν. Αυτή τραγουδούσε 4-5 ώρες. Το κάθε τραγούδι κρατούσε μια ώρα και κάθε πρώτη του μηνός γινόταν χάφλα. Χάφλα, η συγκέντρωση, όπως κάνουν εδώ και πάνε οι τραγουδίστριες· το ίδιο πράγμα, αλλά ήταν σε θέατρο μέσα. Δέκα λίρες ήταν το εισιτήριο. Δεν ήταν φτηνές οι δέκα λίρες, είχαν αξία. Και πήγαινε κόσμος. Είχα πάει κι εγώ αρκετές φορές, γιατί με έπαιρναν οι γειτόνισσες — αυτές οι κοπέλες — και αυτές είχαν τη χαρά τους να πάμε στην Ουμ Κασούν. Έπρεπε να ήσουν καλοντυμένος. Όπου να πας, έπρεπε να ήσουν καλοντυμένος, με κομμωτήριο. Τώρα εγώ, τα μαλλιά μου… Θέλω να πάω να τα κόψω και βαριέμαι. Αλλάξανε τα πράγματα. Δόξα τω Θεώ.

Αναπολώ. Αναπολώ τις ημέρες που κατέβαινα στην Αλεξάνδρεια. Γιατί είχε ωραία μέρη η Αλεξάνδρεια. Πολύ ωραία μέρη. Και όχι μόνο η Αλεξάνδρεια, και στο Κάιρο είχε ωραία μέρη. Πηγαίναμε στις όχθες του ποταμού Νείλου και είχε καζίνα εκεί που έτρωγες. Το καλύτερο φαγητό είχαμε. Ωραία… Έβλεπες τα καράβια του Νείλου που φεύγανε και πηγαίνανε στην Άνω Αίγυπτο, φωτισμένα, με τραγούδια. Τουρίστες βέβαια, πάρα πολλοί ξένοι· Γάλλοι, Άγγλοι. Παντού είχε Γάλλους και Άγγλους, και Εβραίους πολλούς. Πρώτα έδιωξαν τους Εβραίους, μετά έδιωξαν εμάς. Ο Νάσερ. Να σου πω κάτι; Καλά έκανε ο Νάσερ, γιατί ήταν ο τόπος τους.


Τώρα περνάμε λίγο ζόρικα, αλλά ο Θεός, από το ’55 και μετά, δεν μου στέρησε τίποτα. Δεν μου στέρησε τίποτα. Στο Κάιρο είμαστε, κάθε καλοκαίρι κατεβαίναμε Αλεξάνδρεια, στο καλύτερο ξενοδοχείο. Πέρασα ζωή και κότα. Και ξέρεις τώρα, ένα χωριατόπαιδο, όταν βρίσκεσαι μέσα σε μια τελείως άγνωστη ατμόσφαιρα, παθαίνεις πατατράκ. Πατατράκ! Αφού όταν πήγα εκεί — και ξέρεις στην Κρήτη έχουν μια άλλη διάλεκτο — μου ξεφεύγανε και μιλούσα και λίγο κρητικά. Και σκάγανε στα γέλια. Λέω εγώ: «Τώρα θα σας τακτοποιήσω». Έπιασα κι εγώ και διάβασα πολλά βιβλία, γιατί ο θείος μου είχε μια απέραντη βιβλιοθήκη. Ήταν πολύ μορφωμένος ο άντρας της θείας μου. Πάρα πολύ. Ήταν η μάνα του Γαλλίδα καθηγήτρια και πήγαινε σε ξένα σχολεία — βέβαια και ελληνικά ήξερε απταίστως — και είχε βιβλιοθήκη με πάρα πολλά γενικά βιβλία. Μου ’λεγε: «Διάβαζε γρήγορα, διάβαζε και διάβαζε», γιατί πέρασαν έξι μήνες για να παντρευτώ. Μετά από έξι μήνες παντρεύτηκα. Δεν είχα τι να κάνω, δεν είχα και φιλίες, δεν ήξερα κανέναν, και αναγκαστικώς διάβαζα. Μου λέει: «Διάβαζε εκεί να σου φύγει αυτό το κρητικό».

Τι ήθελα σαν παιδί; Να σπουδάσω. Αυτό μου έχει λείψει. Γιατί είχα όρεξη και είχα δυνατότητες, τις οποίες δεν μπόρεσα να τις… Ξέρεις τότε πού γράφαμε στην Κατοχή; Και μετά την Κατοχή. Από τα πεύκα, αυτά που είναι φαρδιά τα φύλλα τους, τα μαζεύαμε χλωρά, τα κόβαμε και τα βάζαμε ανάμεσα σε άλλα, σε τετράδια. Να παραμείνει ως είναι, έτσι να μη ζαρώσει, γιατί συνήθως το φύλλο ζαρώνει, και να γράφω ό,τι ήθελα να γράψω. Δεν είχα τετράδιο. Δεν είχαμε μολύβια. Δηλαδή η γενιά η δική μου τελείως χαντακώθηκε. Όχι μόνο η γενιά μου, και η γενιά του ’50.

Αισθάνομαι περήφανη γιατί ήμουνα μόνη μου στη ζωή. Βεβαίως, είχα κάποια προστασία, αλλά μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα. Και στάθηκα τίμια στη ζωή μου, στον εαυτό μου δηλαδή, και έχω βοηθήσει. Δεν πρέπει να τα λέω αυτά… Έχω βοηθήσει πολύ κόσμο, και στην Αίγυπτο και εδώ. Και αισθάνομαι, έτσι, μέσα μου μια αγαλλίαση, γιατί έχω βοηθήσει. Άμα ακούω ορφανό ή φτωχό, με πιάνει παράπονο. Επειδή έχω περάσει ίσως αυτά, δεν ξέρω… Έχω βοηθήσει πάρα πολύ κόσμο.

84 χρόνια… Δεν θέλω να μείνω στο κρεβάτι. Έτσι, να πεθάνω, να μην κουράσω τα παιδιά μου. Το μόνο που παρακαλάω την Παναγία κάθε μέρα… Έχω την Παναγία τη Γρηγορούσα εκεί πλάι μου και την παρακαλάω: «Παναγία μου, να πεθάνω. Όχι, όχι στο κρεβάτι». Τι να κάνουμε; Έζησα! Εγώ έχω εξοικειωθεί με τον θάνατο. Να πεις είναι κάτι κρύο πράγμα, αλλά όταν πεθαίνεις δεν καταλαβαίνεις και τίποτα. Έχω διαβάσει και βιβλία πάνω στη θρησκεία και όλα αυτά, και έχω εξοικειωθεί με τον θάνατο. Δεν… Έζησα! Δόξα τω Θεώ! Μακάρι όλος ο κόσμος.

Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Δάφνη Ανέστη
Μιξάζ: Νικόλας Καζάζης

O κύκλος ιστοριών “Πόσο με κάνεις;” υλοποιείται με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.


Κανε Subscribe για να ακους πρωτος
Καθε μια ιστορια

    Ο κύκλος ιστοριών «Πόσο με κάνεις;» υλοποιείται με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

    Higgs Logo

    Οι κύκλοι Εργασία, Η Πόλη και Ιστορίες μιας Ζωής πραγματοποιήθηκαν με την υποστήριξη

    Higgs Logo

    Ο κύκλος Εφηβεία πραγματοποιείται με την υποστήριξη

    Higgs Logo

    ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


    Incubated by

    Higgs Logo
    @ 2025 - All rights reserved. kathemiaistoria.gr
    Πολιτική προστασίας παιδιού  |  Προστασία Προσωπικών Δεδομένων  |  Πολιτική Απορρήτου
    {{playListTitle}}
    • {{ index + 1 }} {{ track.track_title }} {{ track.track_artist }} {{ track.album_title }} {{ track.lenght }}
    {{list.tracks[currentTrack].track_title}}{{list.tracks[currentTrack].track_artist && typeof sonaar_music.option.show_artist_name != 'undefined' ? ' ' + sonaar_music.option.artist_separator + ' ' + list.tracks[currentTrack].track_artist:''}}
    {{list.tracks[currentTrack].album_title}}
    {{ currentTime }}
    {{ totalTime }}