Δήλωση αρχών για την προστασία των παιδιών στην Ελλάδα

Οι ακόλουθοι εκπρόσωποι δημόσιων και μη κυβερνητικών φορέων παιδικής προστασίας, επαγγελματίες και εμπειρογνώμονες που εργάζονται για την προστασία των ανηλίκων και των δικαιωμάτων τους, ενώνουν τις δυνάμεις τους για να προσυπογράψουν την παρούσα δήλωση και καλούν τις αρμόδιες αρχές της Ελληνικής Πολιτείας (Βουλή και υπουργεία) να λάβουν όλα τα απαραίτητα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα ώστε οι παρακάτω βασικές αρχές παιδικής προστασίας να μεταφραστούν σε συγκεκριμένα μέτρα με στόχους, χρονοδιάγραμμα, αρμοδιότητες και μηχανισμούς εποπτείας, που θα συμπεριληφθούν στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η υλοποίηση του εν λόγω Σχεδίου μπορεί να επιτευχθεί με την αξιοποίηση εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων, ενώ παράλληλα απαιτείται η εκπόνηση, ο δημόσιος διάλογος και η συνεχής παρακολούθηση και αξιολόγηση σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο με την υποστήριξη και τη συμμαχία όλων όσοι εμπλέκονται στην παιδική προστασία και επωφελούνται από τις υπηρεσίες της, με στόχο την προστασία των δικαιωμάτων όλων των παιδιών και ιδιαίτερα των παιδιών με αναπηρία.

  1. Υποστήριξη και βοήθεια για όλα τα παιδιά

Όλα τα παιδιά, χωρίς καμία εξαίρεση, δηλαδή όλα τα άτομα ηλικίας 0-18 ετών που ζουν στη χώρα, πρέπει να λαμβάνουν συνεχή υποστήριξη και βοήθεια προκειμένου να μεγαλώσουν και να απολαύσουν τα δικαιώματά τους χωρίς κανένα εμπόδιο, όπως εγγυάται η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν. 2101/92) και άλλη εθνική νομοθεσία. Το δικαίωμα του παιδιού να μεγαλώνει στην οικογένειά του παραμένει πρωταρχικό και όλες οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν κυρίως στην υποστήριξη και ενίσχυση της οικογένειας ώστε να φροντίζει επαρκώς το παιδί. Η λειτουργία επαρκών κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας σε όλη τη χώρα είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού συστήματος προστασίας του παιδιού. Οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να συνεργάζονται με τα σχολεία, τους παιδικούς σταθμούς, τις μονάδες φιλοξενίας παιδιών με ή χωρίς αναπηρία, τους σταθμούς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι προσβάσιμες από κάθε άποψη και να είναι σε θέση να στηρίζουν τις οικογένειες στους τόπους κατοικίας τους και ιδιαίτερα εκείνες που ζουν σε δύσκολες συνθήκες (ακραίας φτώχειας και ανέχειας, κακής στέγασης ή άστεγοι κ.λπ.), συμπεριλαμβανομένων αυτών των οικογενειών με παιδιά που εγκαταλείπουν το σχολείο ή φοιτούν ανεπαρκώς και άλλες των οποίων τα μέλη αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες, όπως μακροχρόνια ανεργία, συγκρούσεις, ενδοοικογενειακή βία, προβλήματα υγείας και ψυχικής υγείας, αλκοολισμό, εθισμό στα ναρκωτικά κ.λπ. Όλες οι οικογένειες και ιδιαίτερα οι προαναφερθείσες θα πρέπει να λαμβάνουν συνεχή και συστηματική υποστήριξη, στο πλαίσιο μιας προληπτικής πολιτικής που διασφαλίζει την προστασία των παιδιών και αποτρέπει την απομάκρυνσή τους από αυτές.

2. Πληροφορίες για παιδιά και γονείς

Σε όλα τα περιβάλλοντα και σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, τα παιδιά πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά τους, τις διαθέσιμες υπηρεσίες και τις μεθόδους προστασίας από κάθε είδους βία, κακοποίηση ή εκμετάλλευση. Οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται μέσω μεθόδων, προγραμμάτων και υλικών που ανταποκρίνονται στις ηλικιακές, αναπτυξιακές και εκπαιδευτικές τους ανάγκες. Παράλληλα, πρέπει να παρέχονται σχετικές πληροφορίες και εκπαίδευση στους γονείς/κηδεμόνες, με έμφαση στη θετική γονική μέριμνα και στις διαθέσιμες κοινοτικές υπηρεσίες, στις οποίες μπορούν να απευθύνονται για συμβουλευτική και υποστήριξη για τη διαχείριση κρίσεων ή προβλημάτων.

3. Συστηματική συνεργασία, πρωτόκολλα δράσης, εθνικά συστήματα αναφοράς, κατάρτιση

Οι υπηρεσίες και οι φορείς που ασχολούνται με τα παιδιά πρέπει να συνδέονται και να συνεργάζονται μεταξύ τους σε τακτική βάση τόσο σε περιφερειακό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Όλοι οι επαγγελματίες που εργάζονται με παιδιά θα πρέπει να λαμβάνουν συνεχή κατάρτιση σχετικά με σύγχρονες μεθοδολογίες και εργαλεία που ενισχύουν την αποτελεσματικότητα της εργασίας τους, καθώς και σχετικά με τις διατάξεις της νομοθεσίας και τη δεοντολογία που αφορούν την εργασία με παιδιά, με στόχο να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους και να ανταποκρίνονται στις (τυπικές ή ειδικές) ανάγκες των παιδιών με επικαιροποιημένο τρόπο και με σεβασμό στα δικαιώματά τους. Η διατομεακή και διεπιστημονική συνεργασία πρέπει να καθιερωθεί και να υποστηριχθεί από πρωτόκολλα δράσης και διαδικασιών, κατάλληλα επιστημονικά εργαλεία και συστήματα αναφοράς σε εθνικό επίπεδο, καθώς και από την κατάλληλη εποπτεία και υποστήριξη των επαγγελματιών που παρέχουν υπηρεσίες σε παιδιά. Παράλληλα με τους επαγγελματίες, οι εθελοντές που παρέχουν υπηρεσίες σε παιδιά θα πρέπει να λαμβάνουν οργανωμένη και συστηματική εκπαίδευση και εποπτεία σχετικά με τα δικαιώματα του παιδιού, το ρόλο τους και τη σχέση τους με τους επαγγελματίες, καθώς και τυχόν ειδικά χαρακτηριστικά των παιδιών, όπως αναπηρίες, γλωσσικές, πολιτιστικές, εθνοτικές ή θρησκευτικές ιδιαιτερότητες κ.ο.κ.

4. Γρήγορη ενεργοποίηση και συνεργασία επαγγελματιών

Όταν οι επαγγελματίες που εργάζονται με παιδιά -σε οποιοδήποτε περιβάλλον- υποψιάζονται ή διαγιγνώσκουν ότι το πρόβλημα ή το σύμπτωμα ενός παιδιού μπορεί να είναι ένδειξη/σημάδι ή αποτέλεσμα οικογενειακής δυσλειτουργίας, παραμέλησης ή κακοποίησης, θα πρέπει να ενεργούν γρήγορα και να συνεργάζονται με τις αρμόδιες υπηρεσίες παιδικής προστασίας ακολουθώντας τυποποιημένα ειδικά πρωτόκολλα για την κατάλληλη αξιολόγηση και αντιμετώπιση του προβλήματος σε συνεργασία με την οικογένεια, όποτε αυτό είναι εφικτό και προς το συμφέρον του παιδιού. Οι τοπικές υπηρεσίες εκπαίδευσης, κοινωνικής πρόνοιας, υγείας και ψυχικής υγείας θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, να αναπτύσσουν και να παρακολουθούν εξατομικευμένα σχέδια δράσης για κάθε παιδί που έχει ανάγκη και κυρίως για κάθε οικογένεια που βρίσκεται σε κρίση, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τυχόν παράγοντες ευαλωτότητας που σχετίζονται με τα παιδιά. Ιδιαίτερη μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί για την παροχή υπηρεσιών σε νησιά και απομακρυσμένες περιοχές. Για τις δράσεις των επαγγελματιών για την προστασία των παιδιών από κάθε μορφή κακοποίησης ή παραμέλησης, σύμφωνα με το νόμο, θα πρέπει να υπάρχουν διατάξεις για τη διασφάλιση και τη νομική προστασία.

5. Αστυνομία, εισαγγελία, δικαστήρια και υπηρεσίες επιτήρησης ανηλίκων

Κάθε παιδί που χρειάζεται να έρθει αντιμέτωπο με τις αστυνομικές ή εισαγγελικές ή δικαστικές αρχές, ως θύμα, δράστης ή μάρτυρας, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπειά του, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του, το επίπεδο ωριμότητάς του και τυχόν άλλα ειδικά χαρακτηριστικά. Εισαγγελίες ανηλίκων και οικογενειακά δικαστήρια θα πρέπει να δημιουργηθούν σε όλους τους νομούς της χώρας, πλαισιωμένα με επαρκείς ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες και προσβάσιμες υπηρεσίες επιτήρησης ανηλίκων. Το προσωπικό των διωκτικών, εισαγγελικών, δικαστικών αρχών ή άλλων συναφών υπηρεσιών που διαχειρίζονται θέματα παιδικής προστασίας ή παραβατικότητας θα πρέπει να αποκτά ειδικές γνώσεις και να εκπαιδεύεται συστηματικά σχετικά με τα παιδιά και τα δικαιώματά τους, αλλά και για κάθε ειδική περίπτωση, όπως τα παιδιά με αναπηρία, με γλωσσικές, πολιτιστικές, εθνικές ή θρησκευτικές ιδιαιτερότητες, καθώς και κάθε άλλου είδους διαφορετικότητα, όπως ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου, ώστε να αναγνωρίζονται και να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα των παιδιών σε όλες τις διαδικασίες. Ιδιαίτερη μέριμνα θα πρέπει να λαμβάνεται σε περιπτώσεις ασυμφωνίας μεταξύ των γονέων, προκειμένου να αποτραπεί ο τραυματισμός των παιδιών και να υπερασπιστεί το δικαίωμά τους να ανατρέφονται και από τους δύο γονείς, λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον του παιδιού.

6. Δικαιοσύνη φιλική προς τα παιδιά

Η εξέταση των παιδιών στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης θα πρέπει να διενεργείται πάντοτε από εξειδικευμένο και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, με γνώμονα την ηλικία και τις αναπτυξιακές ανάγκες του παιδιού, καθώς και τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά του, στο πλαίσιο των αρχών της φιλικής προς το παιδί δικαιοσύνης, αυτό προϋποθέτει την ενημέρωση του παιδιού για τη διαδικασία, τη διεξαγωγή της συνέντευξης με το παιδί σε φιλικό και κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, τη χρήση κατάλληλων και τεκμηριωμένων μεθόδων και τεχνικών, την παροχή διερμηνείας σε παιδιά που δεν μιλούν την ελληνική γλώσσα και σε κωφά παιδιά (το ίδιο ισχύει και για τους γονείς/κηδεμόνες τους, εφόσον αντιμετωπίζουν προβλήματα επικοινωνίας), την παροχή νομικής υποστήριξης, τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του παιδιού και την αποτροπή επανάληψης της συνέντευξης ή άλλων διαδικασιών που υπονομεύουν την αξιοπιστία της κατάθεσης του παιδιού ή προκαλούν πρόσθετες δυσκολίες στο παιδί. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις παιδιών που είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή/και εγκλημάτων κατά της σεξουαλικής ελευθερίας, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση της δεοντολογίας με στόχο την προστασία των παιδιών από την εκ νέου θυματοποίηση και τη δευτερογενή θυματοποίηση κατά τη διάρκεια της διερεύνησης των καταγγελιών και της δικαστικής διαδικασίας, καθώς και στην αξιοποίηση της επιφύλαξης του νόμου, των μεθόδων και των διαδικασιών. Η στέρηση της ελευθερίας ενός παιδιού, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσής του από την οικογένειά του, θα πρέπει να λαμβάνεται ως έσχατο μέτρο μόνο εάν κρίνεται ότι αυτό είναι απολύτως αναγκαίο και έχουν εξαλειφθεί όλες οι άλλες εναλλακτικές επιλογές. Πρωταρχικό μέλημα για τους ανηλίκους που στερούνται της ελευθερίας θα πρέπει να είναι η εκπαίδευση και η προετοιμασία για επανένταξη. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί ώστε να τερματιστεί η κράτηση παιδιών με αναπηρία- επίσης, η κράτηση μητέρων με πολύ μικρά παιδιά πρέπει να αποτραπεί με την παροχή εναλλακτικών μορφών κράτησης, ενώ στις περιπτώσεις που η στέρηση της ελευθερίας είναι αναγκαία θα πρέπει να εξασφαλίζεται επαρκής φροντίδα των παιδιών, καθώς και υποστήριξη της σχέσης του παιδιού με τον γονέα που δεν εκτίει ποινή. Σε κάθε περίπτωση κράτησης του γονέα, θα πρέπει να υποστηρίζεται η διατήρηση της γονικής σχέσης και η τακτική επαφή με το παιδί, εφόσον αυτό δεν αντίκειται στο συμφέρον του παιδιού.

7. Εγκατάλειψη και προσωρινή απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένειά του

Στις περιπτώσεις που ένα παιδί εγκαταλείπεται ή όταν αποφασίζεται ότι το παιδί πρέπει να απομακρυνθεί προσωρινά από την οικογένειά του, θα πρέπει να υπάρχει προσωρινή ρύθμιση της επιμέλειάς του και της τοποθέτησης του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ειδική μονάδα επείγουσας φιλοξενίας κατά τη διάρκεια της κατάστασης και της αξιολόγησης των αναγκών του παιδιού έως ότου ληφθεί οριστική απόφαση για την επιμέλεια και τη φροντίδα του. Εάν είναι αναγκαία η απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένειά του, το παιδί θα πρέπει να ενημερωθεί και να προετοιμαστεί κατάλληλα, ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά του. Η διαδικασία της αξιολόγησης θα πρέπει να ολοκληρώνεται γρήγορα και να καταλήγει σε ένα ” εξατομικευμένο” μακροπρόθεσμο σχέδιο για την τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη ή θετή οικογένεια ή σε μικρές ομαδικές μονάδες (σπίτια) που μοιάζουν με την οικογενειακή ζωή, ή για την επιστροφή του παιδιού στην οικογένειά του, όπου αυτό είναι εφικτό και προς το συμφέρον του παιδιού. Η εισαγωγή παιδιών, και ιδιαίτερα βρεφών χωρίς προβλήματα υγείας σε παιδιατρικές και παιδοψυχιατρικές νοσοκομειακές κλινικές, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας για κοινωνικούς λόγους ή εγκατάλειψη, η οποία συμβαίνει λόγω απουσίας δομών επείγουσας φιλοξενίας, πρέπει να τερματιστεί άμεσα. Ομοίως, η δια βίου εισαγωγή παιδιών με αναπηρία σε ιδρύματα-άσυλα, καθώς και η ιδρυματική περίθαλψη βρεφών και νηπίων, πρέπει να τερματιστεί άμεσα, σε ευθυγράμμιση με τη σχετική παγκόσμια οδηγία του ΟΗΕ.

8. Ασυνόδευτα παιδιά

Όταν ένα παιδί εντοπίζεται από τις αρχές είτε στις πύλες εισόδου της χώρας είτε αλλού και δηλώνει ότι δεν συνοδεύεται από κάποιο μέλος της οικογένειας που έχει τη νόμιμη κηδεμονία του (υπεύθυνο για το παιδί κατά νόμο) ή ότι έχει αποχωριστεί από αυτά, είναι απαραίτητο, σύμφωνα με το νόμο και με τη βοήθεια διερμηνέα, να προχωρήσει ταχύτατα η καταγραφή και η διερεύνηση του προσωπικού του ιστορικού, καθώς και η ενημέρωση και διευκόλυνση του παιδιού για την άσκηση των δικαιωμάτων του. Στη συνέχεια, θα πρέπει να παραπέμπεται το συντομότερο δυνατό για φιλοξενία ανάλογα με την ηλικία του και όχι σε καμία περίπτωση σε συνθήκες κράτησης, με στόχο τη συνένωση με τα μέλη της οικογένειας το συντομότερο δυνατό, εφόσον αυτό είναι εφικτό και προς το συμφέρον του παιδιού. Τα παιδιά δεν πρέπει να στερούνται την ελευθερία τους απλώς και μόνο λόγω του νομικού τους καθεστώτος. Το κράτος πρέπει να φροντίζει για τον διορισμό κηδεμόνα για κάθε ασυνόδευτο ανήλικο, την προστασία του από κάθε μορφή βίας ή εκμετάλλευσης, την πρόσβασή του στην εκπαίδευση, τις υπηρεσίες υγείας και την κοινωνική ζωή και να λαμβάνει υπόψη του την εναλλακτική λύση της τοποθέτησης του παιδιού σε κατάλληλη ανάδοχη οικογένεια. Οι ανήλικοι μετανάστες, οι οποίοι είτε είναι ασυνόδευτοι είτε διαμένουν με τις οικογένειές τους, θα πρέπει να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με όλα τα άλλα παιδιά που ζουν στη χώρα, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

9. Μακροχρόνια απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένειά του/της

Στις περιπτώσεις που ένα παιδί πρέπει να απομακρυνθεί από την οικογένειά του για μεγάλο χρονικό διάστημα, είτε λόγω κακοποίησης είτε λόγω ανεπάρκειας της οικογένειας να το φροντίσει κατάλληλα, η πρώτη επιλογή που πρέπει να αξιολογηθεί είναι η τοποθέτηση σε ανάδοχη οικογένεια ειδικά για νήπια. Προϋπόθεση για ένα τέτοιο μέτρο είναι η επέκταση της εφαρμογής της αναδοχής στο σύνολό της. Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι ανάδοχοι γονείς αξιολογούνται επαρκώς, πιστοποιούνται, εγγράφονται σε βάσεις δεδομένων και λαμβάνουν την κατάλληλη εκπαίδευση, εποπτεία και υποστήριξη από τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες της κοινότητας. Σε περίπτωση ανάδοχης φροντίδας παιδιού με αναπηρία ή άλλα ειδικά χαρακτηριστικά, η καταλληλότητα των ανάδοχων γονέων θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τις ιδιαίτερες ειδικές ανάγκες του παιδιού. Οποιαδήποτε μονάδα φιλοξενίας παιδιών θα πρέπει να είναι μικρή, για λίγους κατοίκους, να βρίσκεται κατά προτίμηση σε κατοικημένες περιοχές και να μοιάζει με οικογένεια (μικρά ομαδικά σπίτια), αποτρέποντας το ιδρυματικό μοντέλο. Θα πρέπει να θεσπιστούν ελάχιστα εθνικά πρότυπα για το προσωπικό και τη λειτουργία όλων αυτών των μικρών μονάδων, συμπεριλαμβανομένου ενός κώδικα δεοντολογίας, τα οποία να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν είτε σε αυτά τα σπίτια είτε σε ανάδοχες οικογένειες, συμπεριλαμβανομένων επίσης διατάξεων για τη συμμετοχή των παιδιών στη λήψη αποφάσεων. Η τοποθέτηση κάθε παιδιού σε μικρές μονάδες ή σε ανάδοχη οικογένεια πρέπει να επανεκτιμάται αρκετές φορές και να διατηρείται η επαφή με τη φυσική του οικογένεια, εφόσον αυτό είναι εφικτό και προς το συμφέρον του παιδιού. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του παιδιού εκτός της φυσικής του οικογένειας, το παιδί θα πρέπει να λαμβάνει συνεχή υποστήριξη από ειδικευμένους επαγγελματίες και να έχει την ευκαιρία να εκφράζει τυχόν παράπονα και αιτήματα που μπορεί να έχει, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ειδικών αναγκών του παιδιού. Όλες οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας θα πρέπει να παρακολουθούνται και να εποπτεύονται συνεχώς από τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες και από ανεξάρτητους φορείς, όσον αφορά την ποιότητα της λειτουργίας τους και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών. Σε περίπτωση μετάβασης παιδιών με ή χωρίς αναπηρία από μονάδα εσωτερικής φροντίδας σε μονάδα κοινοτικής φροντίδας, η φροντίδα του παιδιού πρέπει να παρέχεται στον ίδιο τόπο όπου ζουν οι φυσικοί του γονείς, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης της επαφής με την οικογένεια του παιδιού, εάν αυτό είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Ως έσχατο μέτρο και όταν η επανένωση με τη βιολογική οικογένεια του παιδιού έχει κριθεί ως ακατάλληλη ή αδύνατη, τότε θα πρέπει να αξιολογείται η δυνατότητα τοποθέτησης του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια, μέσω διαδικασιών αξιολόγησης των ατομικών αναγκών κάθε παιδιού, ενώ η πρόσληψη, αξιολόγηση, εκπαίδευση, υποστήριξη και εποπτεία των ανάδοχων γονέων θα πρέπει να γίνεται συστηματικά από τις δημόσιες υπηρεσίες.

10. Παιδιά με προβλήματα επικοινωνίας

Παιδιά με αναπηρίες, χρόνιες ασθένειες ή ψυχικές διαταραχές, που έχουν φτωχή ή ολική στέρηση της λεκτικής επικοινωνίας, καθώς και παιδιά πρόσφυγες, παιδιά που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ή θρησκευτικές μειονότητες ή κάθε άλλο παιδί που δεν μιλάει την ελληνική γλώσσα ή δεν αποκτά τη νοηματική, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών με φτωχή ή καθόλου λεκτική επικοινωνία που χρειάζονται υποστήριξη υψηλής ποιότητας, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται από ειδικά εκπαιδευμένους επαγγελματίες που έχουν εξειδικευμένες γνώσεις και κατάρτιση για τέτοιες περιπτώσεις και τις ανάγκες τους, και θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους διερμηνείς, πολιτισμικούς διαμεσολαβητές ή οποιαδήποτε άλλα μέσα επικοινωνίας, όταν είναι απαραίτητο, και να αποφεύγεται κάθε είδους διάκριση και κοινωνικός αποκλεισμός, προκειμένου να διασφαλίζεται η ισότιμη απόλαυση των δικαιωμάτων των παιδιών.

11. Παιδιά με σοβαρές αναπηρίες, χρόνιες ασθένειες και ψυχικές διαταραχές

Κρίνεται αναγκαία η λειτουργία κέντρων ημερήσιας φροντίδας με κατάλληλα προγράμματα και δραστηριότητες, καθώς και η λειτουργία μικρών μονάδων φιλοξενίας σε κοινότητες, με εξειδικευμένο προσωπικό και θεραπευτικό προσανατολισμό για παιδιά και εφήβους με βαριές αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις, ψυχικές διαταραχές ή σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα, που χρήζουν εξειδικευμένης θεραπείας και εντατικής υποστήριξης, με παράλληλη οικογενειακή συμβουλευτική, ώστε να αποτραπεί κάθε πιθανή παραμέληση, κακοποίηση ή οποιαδήποτε άλλη παραβίαση των δικαιωμάτων των παιδιών. Ειδικά για τα παιδιά με χρόνιες, αναπτυξιακές ή ανίατες και θανατηφόρες ασθένειες, θα πρέπει να παρέχονται υπηρεσίες ανακουφιστικής/νοσοκομειακής φροντίδας στην κοινότητα, προσβάσιμες, κατάλληλες και διαθέσιμες στο σπίτι με στόχο την αντιμετώπιση των αναγκών τους και την υποστήριξη των μελών της οικογένειας.

12. Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης

Είναι απαραίτητο να τηρείται και να παρακολουθείται η συμμόρφωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τον κώδικα δεοντολογίας βάσει των διατάξεων των διεθνών συμβάσεων και άλλων σχετικών εθνικών νομοθεσιών, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων των παιδιών που είναι δράστες ή θύματα ή μάρτυρες πράξεων ή καταστάσεων κακοποίησης και παραμέλησης, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών που εμπλέκονται σε δικαστικές διαδικασίες ή στο σύστημα παιδικής προστασίας.

Το παραπάνω έγγραφο πολιτικής δημιουργήθηκε από τον Συνήγορο του Πολίτη για το Παιδί και υιοθετήθηκε από το Κάθε Μία Ιστορία.