Στο επεισόδιο ακούστηκαν το μουσικό κομμάτι: Χαμομήλι – My wet Calvin & Dark Carnival – Lexin Chistilin
Tο επεισόδιο έλαβε Ειδική Μνεία στο Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα Podcast του 64ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Eγώ ζούσα μόνη μου, oι γονείς μου ζούσαν στο εξοχικό μας που είχαν κύρια κατοικία, αλλά κατά τη διάρκεια του Κορονωϊού αρρώστησε ο πατέρας μου και έπρεπε να τον πάω στο νοσοκομείο, αρρώστησε και η μητέρα μετά. Το αποτέλεσμα ήταν να πεθάνει η μητέρα και να μου μείνει o μπαμπάς μου, που πρέπει να τον φροντίζω, με ένα σκύλο που τον είχα εκεί μαζί τους. Και τώρα κάνουμε δρομολόγιο: ο μπαμπάς, εγώ και σκύλος για να μπορέσουμε να είμαστε και οι τρεις μαζί και να μπορώ να τον φροντίζω γιατί ο άνθρωπος έχει πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας και άνοια μαζί. Όλο αυτό δημιούργησε διάφορα θέματα που αφορούν και τη δουλειά και την προσωπική καθημερινότητά μου. Διαμορφώνω τα ωράριά μου σύμφωνα με του ανoϊκού μπαμπά τα ωράρια για να μπορούμε, να μπορώ να λειτουργήσω.
Έχουμε μια επιχείρηση που λέγεται «Μελανθώ». Είμαστε ένα εργαστήριο μικρό, οπότε φτιάχνουμε τα πράγματα μόνες μας. Είμαστε γυναίκες. Έχουμε μια κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση η οποία παίρνει προϊόντα από παραγωγούς, από σπίτια, πρώτες ύλες. Τι μπορεί να είναι αυτά; Ντομάτες, φρούτα, λαχανικά, αμπελόφυλλα. Φτιάχνουμε σάλτσες, τουρσιά, ντολμαδάκια γιαλαντζί. Αυτά τα προϊόντα που φτιάχνουμε τα διοχετεύουμε σε συνεργατικά παντοπωλεία ή σε καφενεία ανάλογα με το τι θα μας παραγγείλουν και το τι θέλουν και κάνουμε και κάποια catering όπου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα προϊόντα μας. Ή μας παίρνουν τηλέφωνο, τα ξέρουν τα προϊόντα και μας παίρνουν τηλέφωνο και μας ζητάνε ή κάνουμε εμείς την κίνηση να μπορέσουμε να βρούμε κάποιο καινούργιο πελάτη. Όπου τώρα είμαστε σε αυτές τις διαδικασίες ξανά, άρα όλο αυτό θέλει την προσωπική μας φροντίδα για να μπορέσει να λειτουργήσει αλλά και ο μπαμπάς, ο ανοϊκός, θέλει την προσωπική φροντίδα τη δική μου για να μπορέσει να ζει. Οπότε μπαίνουμε σε μια άλλου τύπου διαδικασία. Βάζουμε τη ζωή μας, βάζω, μάλλον, τη ζωή μου σε τελείως άλλη βάση.
Προσπαθώ να βγαίνω από το σπίτι τις ώρες που κοιμάται πατέρας μου ή τις ώρες που είμαι ήσυχη ότι δεν θα φύγει να πάει κάπου. Γιατί, παράδειγμα, μια μέρα τον χάσαμε. Έβγαλε το σκύλο βόλτα και έφυγε και ανέβηκε σε ένα βουνό και τον ψάχναμε πεντέμιση ώρες και ήμασταν έτοιμοι να πάμε στο “Αmber alert”. Ο αδερφός μου, δυστυχώς, αυτή την περίοδο δεν μπορεί να βοηθήσει.
Με την κατάσταση του πατέρα η καθημερινότητα είναι πάρα πολύ δύσκολη γιατί πρέπει, δεν μπορεί να πάρει ούτε τα φάρμακά του μόνος του, ούτε να κάνει μπάνιο. Νομίζει ότι κάνει κάθε μέρα μπάνιο και δεν έχει κάνει για μια βδομάδα, ας πούμε. Αν δεν του πεις «κάνε μπάνιο» ή «άλλαξε ρούχα» ή «άλλαξε εσώρουχα» ή το οτιδήποτε. Είναι μια ιδιαίτερη μορφή άνοιας που λέγεται «αγγειακή». Μας αναγνωρίζει. Των παιδιών του τα ονόματα δεν τα ξεχνάει αλλά ξεχνάει των εγγονιών του. Παράδειγμα, δεν θυμάται πότε πέθανε η μάνα μου. Νομίζει ότι η μάνα μου έχει πεθάνει πέντε χρόνια και τώρα το «παίζει και γκόμενος» και ψάχνει για συντροφιά. Δεν θέλει και οποιαδήποτε γυναίκα να τον προσέχει. Είναι μια άλλη κατάσταση, επίσης, πάρα πολύ δύσκολη. Γι’ αυτό πήγα στις ομάδες φροντιστών ανοϊκών και μου είπανε ότι πρέπει να έχω μια γυναίκα γύρω στους τέσσερις-πέντε μήνες για να τη συνηθίσει και να καταφέρουμε να τον φροντίζει, γιατί διαφορετικά το θεωρεί εισβολή ο ίδιος και δεν μπορεί να το δεχτεί. Γι’ αυτό και δεν ακούει και κανέναν παρά μόνο εμένα. Ό,τι του πω εγώ είναι νόμος. Όλους τους υπόλοιπους τους βάζει και καμία φωνή.
Το καλό ήταν ότι υπήρχε σκύλος και ήταν η αδυναμία του η μεγάλη και μπορεί και κυκλοφορεί με το σκύλο, κάπως, όμως με σκοπό. Από τότε που τον χάσαμε, γιατί σπάει και τα ρολογάκια του τα GPS όλα αυτά, κατάφερα να βρω έναν τρόπο -πρέπει να είμαστε και λίγο εφευρετικοί- για να μπορεί να βγαίνει μόνος του, αλλά χωρίς να χαθεί. Τον στέλνω κάθε μέρα και αγοράζει μισό κιλό ψωμί. Και μου λέει και μια φίλη: «Τι θα το κάνεις τόσο ψωμί;» «Τίποτα» της λέω. Τι να το κάνω τόσο ψωμί; Το δίνω σε κάποιον που έχει κότες ή σε κάποιον που θέλει να κάνει μπιφτέκια ή σε κάποιον που θέλει να κάνει κάτι… Μοιράζω ψωμιά, ταΐζω πουλάκια, τα ρίχνω στο πάρκα. Ξέρω ‘γω, κάτι κάνω. Η άλλη μου λέει: «Καλά, δίνεις τόσα λεφτά για να μου παίρνεις ψωμί χωρίς να το τρως;» Λέω: «ρε παιδιά, δεν υπάρχει άλλη λύση. Πρέπει να βγαίνει ο άνθρωπος από το σπίτι. Αφού βρήκα αυτόν τον τρόπο. Ε, ας παίρνω ψωμιά! Τι να κάνω;» Αυτό είναι μια λύση για να μπορεί να πηγαίνει κάπου μόνος του και μετά εγώ για να μπορώ να βγω, όχι να βγω βράδυ, έξοδο, άμα είναι να βγω βράδυ τον παίρνω μαζί μου ή αν μπορεί αδερφός μου να έρθει να καθίσει μαζί του. Τις ώρες που θέλω να δουλέψω, φροντίζω να πηγαίνω είτε πρωί-πρωί ή μεσημέρι που κοιμάται. Γιατί ευτυχώς ξυπνάει και αργά το πρωί, ξυπνάει, 12:00, 11:00, όποτε έχω ένα περιθώριο το πρωί και έτσι μπορώ με αυτόν τον τρόπο κάπως να δουλέψω και να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Γιατί και η Μελανθώ έχει τις ανάγκες της και εμείς έχουμε τις ανάγκες μας και δεν μπορούμε να επιβιώσουμε. Και οι καταστάσεις γύρω μας είναι πάρα πολύ δύσκολες.
Το πρόγραμμά μας είναι λίγο ιδιαίτερο, να πιάσουμε μια συνηθισμένη μέρα. Εγώ θα φύγω, μπορεί να φύγω το πρωί γύρω στις 8:00,7:00, εξαρτάται, να πάω να κάνω λίγη δουλίτσα και να γυρίσω 11:00,11:30 ο πατέρας ξυπνάει, μπορεί να τον βρω και ξύπνιο. Του αφήνω συνήθως τα φάρμακα του σε ένα πιατάκι. Κάποιες φορές τα παίρνει κάποιες φορές όχι, αγγαρεύω και μια φίλη μου άμα είναι να καθυστερήσω που της έχω αφήσει κλειδιά είναι και στη γειτονιά, και πάει και του ρίχνει μια ματιά να δει, ζει-πέθανε. Γιατί μπορεί και να τον βρω πεθαμένο. Είναι η κατάσταση της υγείας του τέτοια που μου είπε ο καρδιολόγος επειδή δεν μπαίνει ούτε χειρουργείο, ούτε τίποτα, κάποια στιγμή θα τον βρω παγωμένο. Οπότε έχω κι αυτό το άγχος ότι μπορεί και τη νύχτα να πεθάνει και να μην τον ακούσω. Μπορεί και, τελοσπάντων, είναι λίγο αγχωτικό και λίγο περίεργο… Γυρνάω σπίτι, του φτιάχνω τον καφέ του, το γάλα του, του δίνω τα φάρμακά του και τον στέλνω για ψωμί. Όπου ο σκύλος πια έχει μάθει και τη λέξη «ψωμί» και με το που ακούει «μπαμπά, θα πας για ψωμί» σηκώνεται ο σκύλος όρθιος.
Ήμουνα πάρα πολύ τυχερή με αυτό το σκύλο, γιατί τον εκπαίδευαν για τυφλούς ή για υπερήλικες και πήγαινε για αυτοάνοσο και δεν μπορούσε να τον πάρει ούτε τυφλός, ούτε υπερήλικας. Και τώρα είναι ο φίλος μου κολλητός μου, το παιδί μου, ο γκόμενος μου, όλα. Και παίρνει το σκύλο ο μπαμπάς μου, του βάζει το λουρί, τα θυμάται αυτά, και πάνε παίρνουν ψωμί, γυρνάει και γύρω στις δύο, δύο και κάτι, επειδή ξυπνάει αργά, βάζω να φάμε. Οπότε κάνω και εγώ αναγκαστικά υγιεινή ζωή και διατροφή, έχω και ωράριο φαγητού. Το μοναδικό καλό της υπόθεσης, δηλαδή. Μετά πάει για ύπνο εκείνος και μπορώ εγώ να βγω να δώσω καμιά παραγγελία, να κάνω κάποιες δουλειές, να πάω στα μαγαζιά που πηγαίνουμε. Το απόγευμα γύρω στις 6:00 θέλει τον καφέ του, και προσπαθώ να κάνω και καμιά δουλειά στο σπίτι μου που έχει βρωμίσει πια. Οπότε φροντίζω γύρω στις 18:00, 18:30 να είμαι πάντα σπίτι. Γιατί διαφορετικά τον βρίσκω να σκουπίζει τους δρόμους, να πάει σε γείτονες και μπορεί να χαθεί κιόλας και να μην τον βρω. Και γύρω στις 22:00 η ώρα πάει για ύπνο. Βεβαίως αυτό δε σημαίνει ότι κοιμάται. Σηκώνεται μετά από ένα μισάωρο, σηκώνεται μετά από καμιά ώρα. Τώρα κάνει και ολονύκτιες, κάνει βόλτες όλη τη νύχτα, ανοίγει παράθυρα και βγαίνει έξω να δει αν βρέχει γιατί νομίζει ότι πάντα θα βρέξει και ότι κάνει κρύο. Όταν βλέπει ειδικά συννεφιά είναι σίγουρος ότι κάνει κρύο, οπότε φοράει μπουφάν και ας κάνει 25 βαθμούς έξω. Γενικά οι ανοϊκοί έχουν ένα δικό τους τρόπο σκέψης και δεν αντιλαμβάνονται ακριβώς όπως εμείς όλα τα πράγματα. Δε νιώθει ιδιαίτερα τη ζέστη, δεν νιώθει ιδιαίτερα… το κρύο το νιώθει, τη ζέστη, δε νιώθει. Δεν κατανοεί τη γεύση του φαγητού, δεν το καταλαβαίνει αυτό, όπως συζητάγαμε εκεί και στο κέντρο μνήμης που πηγαίνω. Γιατί ξεκίνησα πια να κάνω εγώ ψυχοθεραπείες ξέχωρα από τις ομάδες των φροντιστών που πήγαινα για να μπορέσω να αντεπεξέλθω σε όλο αυτό το άγχος. Και στο οικονομικό κομμάτι που είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί οι ανάγκες του ανθρώπου αυτού είναι ιδιαίτερες και μεγάλες και στη διατροφή του. Και στην τελική δεν υπάρχει και δεν νομίζω ότι υπάρχουν και πολλοί που ζούνε μετά από 49 χρόνια διαβήτη. Είναι 49 χρόνια διαβητικός.
Ο μπαμπάς μου δεν μπορεί να καταλάβει, ξέρει ότι είμαι η κόρη του, οπότε όταν κάνει μπάνιο δεν με αφήνει να μπω μέσα γιατί είμαι η κόρη του, άρα δεν ξέρω ποτέ αν έχει πλυθεί σωστά. Οπότε όταν συμβαίνει αυτό βάζω τον αδερφό μου, αλλά ούτε αυτόν τον αφήνει να μπει μέσα. Εφευρίσκουμε τρόπους, αφήνουμε την πόρτα ανοιχτή, δεν του την κλείνουμε καλά. Έχω βγάλει τα κλειδιά της πόρτας βέβαια γιατί δεν ξέρω μήπως κλειδωθεί μέσα και δεν μπορεί να ξεκλειδώσει. Ξεχνάει βασικά πράγματα. Παράδειγμα, του λέω: «μπαμπά, θα κάνεις ινσουλίνη;». Θέλει να την κάνει μόνος του. Την παίρνει στο χέρι του, δεν την κάνει την ινσουλίνη, αλλά νομίζει ότι την έχει κάνει επειδή την κρατάει στο χέρι του. Επιτόπου ξεχνάει το οτιδήποτε. Σαν να είμαι η γυναίκα του. Εδώ έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι. Ξέρει ότι είμαι η κόρη του. Δεν θα με ακουμπήσει σαν να είμαι η γυναίκα του, σε φυσική κατάσταση, αλλά με αντιμετωπίζει σαν τη μάνα μου. Λεκτικά και σαν, στον τρόπο, στο ότι ό,τι του πω εγώ είναι νόμος, όπως το έκανε η μαμά μου.
Ενώ στον αδερφό μου δεν λειτουργεί έτσι, δεν τον ακούει έτσι; Εμένα με ακούει. Θα του πω:
– «Μπαμπά, πρέπει να πάρεις αυτό το φάρμακο».
-«Μα, κι άλλο φάρμακο θα πάρω;»
-«Επιβάλλεται, γιατί γιατρός είπε αυτό».
Παράδειγμα, δεν κάνει να πίνει αλκοόλ. Δεν μας το είπε κανένας γιατρός αυτό, ότι δεν
κάνει να πίνει αλκοόλ. Το κατάλαβα βλέποντάς τον ότι όταν ήπιε μια δυο ρακούλες χάθηκε, δεν
ήταν καλά. Ήπιε ένα ποτήρι κρασί, χάθηκε, δεν ήταν καλά. Και έχω βρει ένα τρόπο – πρέπει να
είμαστε εφευρετικοί, δεν γίνεται αλλιώς- και παίρνω κόκκινο σκούρο κρασί, Αγιωργίτικο ή κάτι
άλλο σκούρο κόκκινο και βάζω δυο δαχτυλάκια σε ένα μπουκαλάκι κρασί και το υπόλοιπο νερό.
Και του έχω πει ότι αυτό μας έχει δώσει γιατρός και είναι μόνο για αυτόν. Δεν κάνει να κερνάει, ότι
είναι μόνο δικό του. Αυτός συνεχίζει να κερνάει βέβαια και οι άλλοι λένε «Μα είναι νερό». «Να μην
το πιείτε, είναι του μπαμπά μου το κρασί».
Ευτυχώς με τη Μελανθώ σε κάποια πράγματα, μπορώ και κάποια πράγματα να τα κάνω στο σπίτι, να μην χρειάζεται να φεύγω. Άρα θα είμαι σπίτι και θα μπορέσω να είμαι και πιο πολλές ώρες εκεί για να νιώθει και εκείνος ασφαλής. Γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια ανασφάλεια. Θέλουν συντροφιά. Δεν ξέρουν για ποιο λόγο, αλλά θέλουν συντροφιά. Δεν μπορούν να είναι μόνοι τους. Πολλοί θέλουν έναν άνθρωπο. Ή ένα σκύλο. Ο σκύλος είναι σωτήριος, είναι παρέα τους. Ο πατέρας μου έχει διάλογο με το σκύλο. Toυ λέει: «Πρέπει να είσαι καλό παιδί, γιατί αν δεν είσαι καλό παιδί θα έρθει αστυνομία, θα κάνεις φασαρίες και δεν κάνει».
Ψάχνει και για καμιά γυναίκα και δεν ψάχνει για μικρές, δεν κοιτάει μικρές ηλικιακά. Κάποιες φίλες που είναι πιο μεγάλες σε ηλικία και που θεωρεί εκείνος, δεν ξέρω πώς με το μυαλό του ότι θα μπορούσαν να είναι φίλες του, του μπαμπά μου. Ας πούμε, σε μια φίλη που έρχεται, που είναι 68 χρονών και δουλεύουμε παρέα και έρχεται στο σπίτι, της λέει: «Εγώ είμαι χήρος».
Και του λέει και η άλλη: «Κι εγώ χήρα είμαι». «Α!» Και μου λέει εμένα: «Να πάω να πάρω ψωμί;» «Έ, πες να πας μπαμπά μου», του λέω εγώ και υποτίθεται σιγά είναι και κουφός, μου λέει σιγά-σιγά, για αυτόν σιγά: «Λεφτά έχω;» «Έχεις, μπαμπά μου». «Εντάξει, εγώ τώρα θα πάω για ψωμί», λέει στη φίλη. Πάει για ψωμί, «εγώ το ‘φερα το ψωμί». Αφήνει το ψωμί, λοιπόν, πάει, έρχεται, πάει, έρχεται στην κουζίνα, βλέπει τηλεόραση αλλά δεν βλέπει τηλεόραση,ουσιαστικά, δεν καταλαβαίνει τι βλέπει. Γνωρίζει τον Τσίπρα, γνωρίζει και τον Μητσοτάκη, κατά έναν περίεργο τρόπο, αυτούς τους δύο τους θυμάται. Μπαίνει στην κουζίνα και της λέει της φίλης μου, αφού πηγαινοερχόταν, «Μπορώ να σε φιλήσω»; «Έ», του λέει η άλλη «φίλησέ με» και τη φίλησε στο μάγουλο, ήταν πάντα διακριτικός οπότε αυτό δεν το έχει γυρίσει μπούμερανγκ. Του έχει παραμείνει, αλλά θέλει συντροφιά. Και της λέει «Ε, να έρχεσαι να κάνεις και λίγο συντροφιά και μένα που και που».
Θέλει να χορεύει, έχει διάθεση να χορεύει, έχει διάθεση να πηγαίνει σε ταβέρνες. Εκτός από τα διαστήματα που δεν είναι καλά, που πέφτουν οι παλμοί του πάρα πολύ. Και οι διάφοροι φίλοι μου, τον παίρνω μαζί μου σε πολλά, τον συμπαθούν. Τους λέει συνεχώς την ίδια ιστορία ότι αυτός δούλευε στη Σαουδική Αραβία για 11 χρόνια και ήταν μόνος του και ήταν μες στη ζέστη και έφτιαχνε τσίπουρο από σταφίδες και κρασί και τέτοια. Αυτή την ιστορία πρέπει να τη πει, άμα συναντάει κάποιον καινούργιο, στη μια ώρα να την πει και 7 φορές. Έχει κολλήσει εκεί στην Αραβία γιατί πιστεύω έχασε πολλά λεφτά εκεί. Γι’ αυτό μάλλον το μυαλό του έχει μείνει εκεί, στο ότι ήταν εκεί. Δε θυμάται τον γάμο του, αλλά θυμάται ότι πέρασε καλά με τη μαμά μου και ήταν πολύ αγαπημένοι. Θυμάται ότι έχει δύο παιδιά. Κάνει πολύ χαβαλέ, στο ότι μπορεί να έχει και κάνα παιδί στην Αραβία. Γενικά, είναι μια κατάσταση ιδιαίτερη η άνοιά του γιατί δεν είναι η φυσιολογική επειδή είναι από την καρδιά, από τα αγγεία και είναι το διαβήτη. Είναι μια ιδιαίτερη μορφή. Γιατί έχω και ένα θείο που έχει Αλτσχάιμερ και εκείνος ξεχνάει και την κόρη του, εκείνος λειτουργεί διαφορετικά, ενώ ο δικός μου είναι και πιο λειτουργικός. Και τον βάζω και κάνει και δουλειές. Του λέω: «Μπαμπά, τώρα πρέπει να φτιάξεις, να καθαρίσουμε κρεμμύδια». Μου λέει «Πολλά;». «Πολλά!». «Είναι δουλειά;» «Είναι δουλειά», του λέω. «Θα πληρωθείς». «Και τι θα πληρωθώ;» μου λέει και βάζει τα γέλια. Καταλαβαίνει ότι τον πειράζω, και του δίνω τα κρεμμύδια και μας τα καθαρίζει για τη δουλειά μας. Προχθές, είχαμε μια παραγγελία για ανθούς κολοκυθιάς γεμιστούς. Του ‘δωσα τους ανθούς και τους καθάρισε. Του βάζω να κάνει πράγματα για να μπορεί να περνάει την ώρα του. Τον στέλνω να ποτίσει τα λουλούδια. Ό,τι νομίζω ότι μπορεί να το κάνει χωρίς να βλάψει εκείνον και εμάς, αν είναι για δουλειά. Αν είναι για το σπίτι, θα του δώσω να σκουπίσει τη σκάλα, τέτοια πράγματα, να ταΐσει τον σκύλο.
Γενικά, ζεις με ένα μωρό που δεν είναι και μωρό. Είναι ένα μεγάλο μωρό που δεν μπορείς να του βάλεις και τις φωνές ούτε να νευριάσεις, δυστυχώς. Όλο αυτό λοιπόν, από τη μια σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, από την άλλη σε εγκλωβίζει γιατί δεν έχεις πια προσωπική ζωή. Είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση. Εντάξει, είναι δύσκολο. Αλλά δεν παύουν να είναι γονείς μας και πρέπει κάτι να κάνουμε γι’ αυτούς. Το εύκολο θα ήταν να τον πάω σε ένα κέντρο να τον αφήσω. Αλλά ξέρω ότι με τον που θα τον πάω θα πεθάνει. Και δεν μπορώ να το ανεχτώ και να έχω τέτοιες τύψεις γι’ αυτό ταλαιπωρούμαι εγώ μες την ημέρα μου, χωρίς να ξεκουράζομαι καθόλου. Και είπα ότι όσο αντέξει θα προσπαθήσω να είμαι δίπλα του!
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία: Δάφνη Ανέστη
Μιξάζ: Κάθε Μία Ιστορία