Στο επεισόδιο ακούστηκε το μουσικό κομμάτι: By The Light of the Silvery Moon – E’s Jammy Jams.
Αυτό που θα ήθελα αν με ρωτούσε κάποιος να πω, τι θα ήθελα να της πω τώρα… Που είναι μια πάρα πολύ σημαντική ερώτηση. Είναι ότι εγώ συνεχίζω να μιλάω γι αυτήν. Θα ήθελα να το ξέρει, ότι συνεχίζω να μιλάω γι’ αυτήν και θα μιλάω για πάντα. Όταν μου δίνεται η ευκαιρία, θα μιλάω πάντα γι’ αυτήν.
Το θέμα που κυριάρχησε στην παιδική μου ηλικία είναι ένας χωρισμός. Οι γονείς μου όταν παντρεύτηκαν…Ήταν ήδη μια σχέση περίπου τελειωμένη. Δηλαδή ήταν μια νεανική ιστορία, μακρινή και όταν έφτασε η ώρα του γάμου από την πλευρά του πατέρα μου δεν υπήρχε ούτε έρωτας, ούτε κάποιο συναίσθημα, οπότε ήταν ήδη χαμένη, ήταν δηλαδή κάπως από υποχρέωση. Αυτές οι ιστορίες τότε προχωρούσαν. Δεν υπήρχε θέμα. Η δική μας δεν προχώρησε. Φάνηκε από την αρχή. Υπήρχαν θέματα, οπότε πολύ, πολύ μικροί χώρισαν. Όταν εγώ ήμουνα πολύ μικρή, αυτοί οι δυο χώρισαν. Το αποτέλεσμα αυτού του χωρισμού ήταν πάρα πολύ δυσάρεστο για μένα. Πέρασα μια παιδική ηλικία μέσα σε ένα πολύ έντονο μακροχρόνιο διαζύγιο, διότι υπήρχαν μεγάλες αντιπαραθέσεις.
Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος και πήρε πάνω του το θέμα του να χωρίσει, διότι ήδη είχε ερωτευτεί μια άλλη γυναίκα. Η μητέρα μου τον αγαπούσε τρελά και δεν ήθελε να δώσει διαζύγιο και η οικογένεια της την υποστήριζε, διότι ήταν πάρα πολύ ισχυρή οικογένεια και μπορούσαν να την υποστηρίξουν σε αυτό το κομμάτι, οπότε κράτησε εφτά χρόνια, ένα διαζύγιο.
Εγώ όμως αυτό τον ρόλο, σε αυτό το κομμάτι μάλλον, έπαιζα δεύτερο ρόλο.
Δεν ασχολήθηκαν με μένα σαν πρώτο θέμα. Ασχολήθηκαν μεταξύ τους, να διεκδικήσουν το διαζύγιο. Αν θα το πάρουν ή δεν θα το πάρει και το παιδί που ήθελε ο πατέρας μου, με ήθελε και ο πατέρας μου, με ήθελε και η μητέρα μου.
Εγώ μέσα στη μέση λοιπόν, ήθελα να είμαι με τη μαμά μου, αλλά αγαπούσα και το μπαμπά μου. Και βρέθηκα μέσα σε αυτό τον κυκεώνα, από τον οποίο άργησα πάρα πολύ να βγω. Βγήκα στο πανεπιστήμιο, όπου πρέπει να πω ότι σαν απόρροια όλου αυτού του θέματος, τελικά χώρισαν, βγήκε το διαζύγιο, ο πατέρας μου, παντρεύτηκε, εγώ ακολούθησα σπουδές που δεν ήθελα να κάνω, λόγω χωρισμού ακόμα, δηλαδή πήγα Νομική, ενώ εμένα μου άρεσαν άλλα πράγματα να κάνω στη ζωή μου.
Εκτός από το προσωπικό στοιχείο σε έναν χωρισμό, η εποχή εκείνη του ’50-’60 ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή.
Το ’50-’60 οι χωρισμοί ήταν ελάχιστοι. Δηλαδή, δεν ήταν μόνο το προσωπικό στοιχείο που είχε ένα παιδί χωρισμένων, ήταν και το κοινωνικό.
Οι χωρισμοί ήταν ελάχιστοι, άρα ήσουν δακτυλοδεικτούμενος. Η γυναίκα δεν είχε οικονομική ανεξαρτησία, άρα η χωρισμένη ήταν και δακτυλοδεικτούμενη και είχε και πρόβλημα. Η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα. Ήταν συγκλονιστικό αυτό. Κι επίσης το παιδί. Γι’ αυτό ήμουν και εγώ. Δεν ασχολιόταν κανένας με το παιδί κατ’ αρχήν, ήταν σε μια δεύτερη φάση το παιδί.
Αυτό όλο το πακέτο λοιπόν με ακολούθησε εμένα στη ζωή μου, από την οποία άρχισα να βγαίνω στα φοιτητικά μου χρόνια. Λίγο πριν όμως, είχα την τύχη μέσα από μια οικογενειακή κατάσταση να έρθω πιο κοντά με μια οικογένεια που ήτανε φίλοι και σε εμάς, γιατί ήμασταν από τα ίδια μέρη, όπου σε αυτή την οικογένεια από ένα φλερτ, έναν έρωτα με ένα νεαρούλη, στα δεκαπέντε μου
Εκεί λοιπόν μέσα από αυτή την ιστορία, την ερωτική των 15 χρόνων γνωρίζομαι με μία γυναίκα που είναι η μητέρα του αγαπημένου μου και μετέπειτα άντρα μου, η Κική… για μένα. H Κική είναι το κεφάλαιο το μεγάλο της ζωής μου.
Όταν το συζητάω συγκινούμαι γιατί έφυγε πρόσφατα και η οποία μου δίδαξε πάρα πολλά πράγματα. Έγινε η μάνα, η αδελφή, η φίλη.
H Κική γεννήθηκε, ήταν γέννημα θρέμμα Εξαρχειώτισσα . Γεννήθηκε και πέθανε στο ίδιο σημείο. Όχι στα Εξάρχεια, στο ίδιο σημείο. Δεν θα το άλλαζε ποτέ. Αγαπούσε τρελά το κέντρο των Αθηνών και ήταν γνήσια, βέρα Εξαρχειώτισσα. Ήταν κόρη γιατρού ενός πάρα πολύ καλού ανθρώπου, εξαιρετικού, πρόσφερε πάρα πολλά, δηλαδή ήταν δερματολόγος αφροδισιολόγος, για την εποχή σημαίνει πάρα πολλά.
Είχε μια εξειδίκευση πολύ ιδιαίτερη και από μία μητέρα από πολύ καλό σπίτι. Ήταν το γένος Λεβέντη. Είναι οι απόγονοι της Φιλικής Εταιρείας. Οδός Λεβέντη στο Κολωνάκι. Απόγονοι. Η οικογένεια αυτή ήταν μια μεσοαστική οικογένεια. Δεν είχαν ποτέ πολλά λεφτά, διότι δεν ήταν ο τύπος τους, αλλά ζούσαν αξιοπρεπώς και πορεύονταν πολύ ωραία. Αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι. Το δεύτερο κομμάτι ήταν ότι η Κική πέρασε πάρα πολλά στη ζωή της. Δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος που πέρασε έτσι χαρούμενα και ευχάριστα. Όπως πέρασε εκείνη η γενιά, πολέμους, εμφυλίους και χωρισμό, πέρασε και η Κική χωρισμό.
Στον πόλεμο ο πατέρας της επειδή ήταν στην αντίσταση, τον Δεύτερο Παγκόσμιο, την Κική την είχε βάλει μέσα σε αυτή την ιστορία παράνομα να μεταφέρει, επειδή ήταν πολύ μικρή, δεκατεσσάρων χρονών και δεν θα την έπαιρνε κανένας είδηση, να μεταφέρει παράνομο υλικό στον αντιστασιακό αγώνα.
Στον εμφύλιο, το σπίτι τους στα Εξάρχεια ήταν μεταξύ των δύο πυρών, των δύο αντιμαχόμενων και ο πατέρας σαν γιατρός, μέσα στη μέση, βοηθούσε και τους μεν και τους δε. Γιατί ήταν γιατρός.
Η Κική λοιπόν είχε με τραυματίες να κάνει, με περιστατικά, με ιστορίες, διότι γινόταν το έλα να δεις στα Εξάρχεια την εποχή του εμφυλίου, ήταν επίκεντρο τα Εξάρχεια, όπως είναι πάντα πολύ σημαντικός χώρος.
Η Κική λοιπόν, βγήκε μέσα από όλα αυτά, κάνει ένα γάμο αποτυχημένο, χωρίζει με δική της απόφαση, αλλά και ξαναβρίσκεται με τον ίδιο άντρα και ξανά παντρεύεται λόγω των παιδιών της. Διότι υπάρχει οικονομικό πρόβλημα και πρέπει να ζήσει. Οπότε υπάρχει ένας γάμος. Αλλά πώς να το πω; Όχι, όχι καλός στη ζωής της. Υπάρχει αυτός ο γάμος στην ζωή της, αλλά δεν είναι καλός.
Εγώ λοιπόν τώρα, όταν την πρωτογνωρίζω και πάω στο σπίτι τους. Με φωνάζει ο αγαπημένος μου να πάω στο σπίτι και συναντώ την εξής ατμόσφαιρα στα Εξάρχεια, μία πάστα φλώρα να ψήνεται, έχω την μυρωδιά της, μια πάστα φλώρα να ψήνεται και ένα κοκκινιστό από πάνω μαγειρεύεται σαν να είχε να ταΐσει λόχο.
Λέω τι γίνεται εδώ; Ά, λέει περνάνε οι φίλοι των φιλών. Ήταν πολύ κεντρικό το σπίτι και περνούσαν όλοι, όποιος ήθελε χτυπούσε το κουδούνι και ανέβαινε πάνω και έτρωγε.
Έπιαναν πάρα πολύ τα χέρια της απίστευτα, οπότε σε όλους έπλεκε, έπλεκε πουλόβερ. Ήταν και μια εποχή. Τώρα μιλάμε για το ’65, ’67, ’70 που και τα οικονομικά δεν ήταν η Ελλάδα του σήμερα που κλαίμε, κλαίμε, αλλά έχουμε κιόλας πολύ περισσότερα από τότε.
Μπήκα σε ένα σπίτι και ένιωσα ότι είναι το σπίτι μου και λέω εδώ είναι το σπίτι μου. Ένα παιδί χωρισμένων που είχε περάσει διάφορα. 15 – 16 χρονών ήμουνα . Εδώ είναι το σπίτι μου και αυτή είναι μαμά. Αυτή είναι η μαμά μου, είναι η αγαπημένη μου. Δεν μπορεί. Αυτά που κάνει σε όλους τα έκανε σε μένα εις διπλούν, διότι εμένα με θεώρησε σαν παιδί της αμέσως και δεθήκαμε πάρα πολύ. Ήταν φιλενάδα μου εμένα η Κική, δεν ήταν μάνα, ήταν και φιλενάδα μου. Ζήσαμε πάρα πολύ μαζί σαν μάνα με κόρη και τσακωνόμαστε και κάναμε απ’ όλα στη ζωή μας.
Ήταν μια αξιοπρεπής γυναίκα μπροστά για την εποχή της, που δεν φοβόταν και αυτό την έκανε πολύ ελεύθερη και έκανε και το περιβάλλον της να μην φοβάται και να είναι ελεύθερο.
Ήταν ανοιχτή, ήταν πάρα πολύ δοτική. Έδινε, έδινε και δε ζητούσε. Όχι δεν έπαιρνε, δεν ζητούσε.
Την παρακαλούσες να δώσεις κάτι και δεν και δεν το ήθελε. Ένιωθε πάρα πολύ δυνατή αυτή η γυναίκα.
Είχε πολλά ελαττώματα. Δεν είναι ότι δεν είχε, αλλά είχε κάτι προτερήματα που ήταν μοναδικά. Δεν παιζόντουσαν αυτά τα προτερήματα. Οπότε όλοι την αγαπούσαν και όλοι τη θεωρούσαν μαμά Κική. Κάποια στιγμή σκεφτήκαμε απ έξω από την πόρτα της να γράψουμε Kiki’s. Δηλαδή ότι εδώ πέρα χτυπάς το κουδούνι. Μπαίνεις, τρως, ξέρεις.
Ήταν μαμά όλων η Κική δηλαδή. Και επίσης το ένα από τα χαρακτηριστικά της ήταν o αυτοσαρκασμός της και το φοβερό χιούμορ που είχε. Είχε πάρα πολύ χιούμορ.
Ας ξεκινήσουμε από το ότι αγαπούσε τρελά τα Εξάρχεια και όποτε κάποια στιγμή….σκούπιζε τα πάντα, κατέβαινε και σκούπιζε και τη γειτονιά, φώναζε και κανέναν και έλεγε ελάτε να καθαρίσουμε, δεν ντρεπόμαστε λιγάκι, βρωμάνε τα Εξάρχεια κλπ.
Την είδε μια φορά ο γιος της και της το απαγόρευσε και από τότε το έκανε κρυφά. Με έπαιρνε τηλέφωνο, μου έλεγε έρχεται; Αν έρχεται να μην κατέβω γιατί… Απαγορεύτηκε.
Όταν ξεκίνησαν οι φασαρίες στα Εξάρχεια, πήγαν τα παιδιά της και τα δυο. Δύο γιους…
Οι δύο γιοί λοιπόν, με πάρα πολύ σοβαρό ύφος, της είπαν: “Θέλουμε να συζητήσουμε μαζί σου ένα πολύ σοβαρό θέμα Κική”. Κι εκείνη κάθισε να ακούσει το σοβαρό θέμα.
Της λένε: “Κοίταξε να δεις στα Εξάρχεια γίνεται χαμός. Καταρχήν κάνει πάρα πολύ ζέστη, το καυσαέριο είναι αφόρητο και επίσης μολότοφ, δακρυγόνα, ΜΑΤ, αναρχικοί, μέσα στη μέση εσύ, έχουμε μία αγωνία”.
Η Κική τους κοίταξε, γύρισε και τους κοίταξε στα μάτια και τους είπε τα εξής:
“Εγώ ανακατεύτηκα ποτέ στη ζωή σας;”
Της είπανε: “Όχι”.
“Σας βοήθησα;”
“Μάλιστα”.
“Μην ανακατεύεστε και στη δική μου τη ζωή. Εγώ θα ζήσω εδώ. Τα πηγαίνω πάρα πολύ καλά με τους αναρχικούς, με τα ΜΑΤ και τα Εξάρχεια. Δεν με πειράζει καθόλου το καυσαέριο κι εκτός αυτού. Ειδικώς σε αυτό το σημείο, ειδικώς σε αυτό το σημείο όπου ζω, κατεβαίνει ένα αεράκι από την Πάρνηθα μέσω του Πεδίου του Άρεως και έρχεται και χτυπάει κατευθείαν το σπίτι και είναι πάρα πολύ δροσερό. Ως εκ τούτου δεν μετακομίζω”.
Μιλάμε για ένα σπίτι φούρνο. Φυσικά το καλοκαίρι δεν παιζόταν..
Ένα άλλο πολύ χαριτωμένο περιστατικό είναι μια φίλη της κόρης μου, της λέει: “Κοίταξε για αναστήλωση της πλατείας και ενός πάρκου που είναι παραδίπλα κλπ. θα θέλαμε πάρα πολύ να … είμαστε μια ομάδα και θέλουμε λίγο με τους αναρχικούς να τα βρούμε και αν μπορείς επειδή πλέκεις να κάνεις μαθήματα πλεκτικής σε αναρχικούς”.
Πήρε και εκεί η κυρία μάζεψε και εκεί τα κουβάρια βελόνες και τα λοιπά. Ορίσαμε αυτές τις ημερομηνίες, μπροστά η φίλη της Νεφέλης, από πίσω μια φίλη μου που έπλεκε για βοηθός, από πίσω εγώ για να συντονίζω το θέμα στην πλατεία.
Μαζεύονται λοιπόν για πλάκα, ήρθαν πάρα πολλοί, πανκ, αναρχικοί, διάφορα, διάφορες μορφές, καταπληκτικές, αγόρια και κορίτσια.
Ξεκίνησε η Κική, με πάρα πολύ σοβαρό ύφος, γύρω στα 75 της πρέπει να έγινε αυτό, να πλέκει και να δείχνει, έπλεκαν αυτοί, γινόταν μια ωραία ιστορία, έγινε κάποιες φορές αυτό το πράγμα και στο τέλος η Κική έβγαλε ένα συμπέρασμα και τους κάλεσε όλους για να τους μιλήσει και είπε το εξής ανεπανάληπτο: “Λοιπόν, έχω να δηλώσω τα εξής Όλα τα κορίτσια είναι άχρηστα. Όλα τα αγόρια καταπληκτικά, φοβερά στο πλέξιμο, πάρα πολύ καλοί μαθητές και τέλειωσαν και ολόκληρα κομμάτια.Οπότε κορίτσια μην ασχολείστε με το σπορ, δεν σας πηγαίνει καθόλου”.
Έδωσε δύο συνεντεύξεις στο Κάπα και στο Έψιλον, την παρακαλούσαν να δώσει, ως από τους λίγους Εξαρχειώτες και να μιλήσουν και για τα Εξάρχεια κτλ. Ήταν ο Κύρκος μια φορά, ήταν κάτι άλλες κυρίες, Πολύ λίγοι Εξαρχειώτες σε αυτές τις ηλικίες, δεν υπήρχαν…
Και ξαφνικά εμφανίστηκε η ΕΡΤ και λέει: “Κάνουμε ένα φιλμ για τα Εξάρχεια και για άλλες γειτονιές της Αθήνας. Και θέλουμε οπωσδήποτε την Κυρία Κική, μας έχουν ενημερώσει ότι η κυρία Κική είναι των Εξαρχείων και θέλουμε οπωσδήποτε μια συνέντευξη. Απλώς θα στήσουμε ένα συνεργείο μέσα στο σπίτι, σε όλο το σπίτι”.
Η Κική το δέχτηκε τέλος πάντων, οπότε τους περίμενε. Τα συνεργεία μπήκαν μέσα στο σπίτι επειδή ήξερε ότι θα είναι πολλοί, είχε βάλει σε όλα τα τραπεζάκια γύρω γύρω. Ήταν πολύ δοτική, διάφορους ξηρούς καρπούς, κουλουράκια, μπατόν σαλέ. Ούτε θυμάμαι τι. Διαφορά, χιλιάδες πράματα. Αυτοί γυρνούσαν σε φιλμ, γυρνούσαν και το σπίτι, το οποίο είχε πάρα πολλά πράγματα, πολλά αξίας, πολλά μεσαία και πολλά χάλια, όμως πολύ αναμνηστικά. Όλα είχαν μία ανάμνηση επάνω τους. Ακόμα και το τίποτα ήταν κάτι.
Επίσης το σπίτι αυτό ήταν γεμάτο κούκλες. Το όνειρό της ήταν ότι δεν έκανε ένα κορίτσι και τις οποίες έντυνε ανάλογα με την εποχή. Έπλεκε, έραβε και τις έντυνε ανάλογα με την εποχή. Αυτοί τα είχαν χάσει. Φωτογράφιζαν τα πάντα. Έλεγα: “Θέλετε να βγάλω τις κούκλες;”
“Τι λέτε; Αυτό είναι το περίεργο της υπόθεσης”.
Και φυσικά τσιμπούσαν. Κάποια στιγμή περνώντας η Κική βλέπει ότι όλα τα μπολάκια είναι άδεια και λέει: “Μα εσείς πεινάτε πάρα πολύ; Δεν έχω τίποτα άλλο να σας δώσω Έχω λίγη ψαρόσουπα θέλετε;” Τρελάθηκε το συνεργείο.
Όταν πέθανε μπήκα σε ένα σπίτι που ασχολήθηκα 6 μήνες για να μπορέσω αυτά τα πράγματα να τα δώσω εκεί που πρέπει. Δεν γινόταν να τα κρατήσω. Δηλαδή ήταν αδύνατο και ασχολήθηκα πάρα πολύ καιρό εις μνήμην της το έκανα αυτό, αλλά το υλικό με τα παιδικά παιχνίδια ήταν πάρα πολύ σοβαρό θέμα για μένανε.
Πήγα λοιπόν στο Μουσείο Μπενάκη, το παιδικό στο Φάληρο και συνεργάστηκα μαζί τους.
Και πράγματι το μουσείο κράτησε ένα μέρος αυτών των έργων, έτσι για τη συνέχεια και για να μην είναι μόνο σχετικά, κράτησα και εγώ κάποια πράγματα, αλλά είναι αναμνηστικά και χωμένα κάπου.Το μουσείο είναι μουσείο.
Ένα παιδί που βγαίνει από ένα χωρισμό έχει πάρα πολύ μεγάλη ανασφάλεια. Και όταν μπήκα στο σπίτι της ένιωσα ότι είμαι σε ένα πολύ ασφαλές περιβάλλον.
Αυτή την ασφάλεια την νιώθω και τώρα γιατί νιώθω ότι υπάρχει στη ζωή μου. Δεν το ένιωσα με τους γονείς μου, δεν το ένιωσα με πολλούς ανθρώπους. Υπάρχει απώλεια, στενοχωριέσαι και κάπου καταλαγιάζει. Η Κική είναι ο τέταρτος χρόνος τώρα. Όταν έχω πρόβλημα τη φέρνω στο μυαλό μου. Που σημαίνει ότι είναι αυτό που λέμε, που δεν ξεχνάμε τον άλλο….
Επίσης κατά καιρούς έχω μια διάθεση να βάζω φωτογραφία της, τώρα τελευταία έβαλα στο ψυγείο στην κουζίνα μου, γιατί όταν περνώ και τη βλέπω, παίρνω μια δύναμη και νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια και νιώθω ότι τα αντέχω όλα στη ζωή. Μπορώ να το αντέξω όλα.
Αυτό που θα ήθελα αν με ρωτούσε κάποιος να πω, τι θα ήθελα να της πω τώρα… Που είναι μια πάρα πολύ σημαντική ερώτηση. Είναι ότι εγώ συνεχίζω να μιλάω γι αυτήν. Θα ήθελα να το ξέρει, ότι συνεχίζω να μιλάω γι’ αυτήν και θα μιλάω για πάντα. Όταν μου δίνεται η ευκαιρία, θα μιλάω πάντα γι’ αυτήν.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Ιάσων Βογιατζής