Logo
Άκου τις ιστορίες
  • Αρχική
  • Ιστορίες
  • Η Ομάδα
  • Όραμα
  • Εκπαιδευτικό Υλικό
  • Επικοινωνία

H φυγή δεν έχει φύγει από μέσα μου

Πόσο με κάνεις;

19'

Μια ιστορία για την εργασία ως πεδίο δημιουργικότητας, πηγή αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης. Η Βίλυ Διαμαντοπούλου αφηγείται πώς κατάφερε να βρει ισορροπία ανάμεσα στην εργασία της και την οικογένεια και να κερδίσει το σεβασμό και στα δύο περιβάλλοντα.

Αθήνα, 2025
ανάρρωση απόλυση αυτοπεποίθηση εργασία καταμερισμός εργασίας οικογένεια σύνταξη

Άκου την ιστορία στο Spotify

Μοιράσου την ιστορία

Άκου την ιστορία

Διάβασε την ιστορία

Τώρα που είμαι 65 χρονών και στα 67 υποχρεωτικά θα συνταξιοδοτηθώ, το τρέμω. Σαν να μου λένε ότι θα ξανααρρωστήσω και θα μπω στο νοσοκομείο. Εγώ δεν τρέμω μην ξανααρρωστήσω ή μην κολλήσω κάτι· τρέμω την ημέρα που θα φύγω από τη δουλειά. Νιώθω την αυτοπεποίθησή μου στην εργασία μου. Νιώθω ότι είναι ένας χώρος που μπορώ να δημιουργήσω.

Τελείωσα το σχολείο 17,5 χρονών και είχα έναν μπαμπά που μπορεί να ήμουν τυχερή ή άτυχη — δεν ξέρω. Με πήρε από το χέρι και με διόρισε σε έναν οργανισμό. Τότε, το 1978 που διορίστηκα, ήταν πολύ εύκολες οι δουλειές, δεν ήταν δύσκολες όπως τώρα.

Πήγα εκεί, σε ένα καλό περιβάλλον με ενήλικες ανθρώπους. Εγώ, σαν να βγήκα από την αυλή του σχολείου και πήγα να παίξω. Χρήματα πάρα πολύ καλά για εκείνη την εποχή, όπου — εντάξει — δεν είχα κανένα λόγο να κάνω κάτι άλλο. Δεν έφερα καμία αντίρρηση σε αυτό και άρχισα να εργάζομαι. Ό,τι μου λέγανε οι παραπάνω. Και επειδή ήμουν η μικρότερη και η πολύ μικρή εκεί, έκανα και αγγαρείες. Έκανα και τον κλητήρα, έβγαινα έξω, έκανα τον υπάλληλο, έκανα την καθαρίστρια — αν χυνόταν κανένας καφές, θα το σφουγγάριζα — έκανα τα πάντα.

Και περνούσε ο χρόνος. Περνούσε ο χρόνος με το να βγαίνω έξω, να πηγαίνω στη δουλειά, να παίρνω τα χρήματα, να ψωνίζω… Χαζά δηλαδή, χωρίς να καταλαβαίνω τι μου γίνεται. Μετά από ένα αρκετό διάστημα, ήταν και ο άντρας μου — δούλευε εκεί — γνωριστήκαμε, παντρευτήκαμε. Και συνεχίζαμε να είμαστε σε μια δουλειά όπου βγάζαμε πολλά χρήματα, περνάγαμε καλά.

Έκανα δύο παιδιά. Η μαμά μου έμενε από κάτω, μου κράταγε τα παιδιά. Εγώ ήμουν ελεύθερη από το πρωί μέχρι το βράδυ, γιατί επί 24ώρου βάσεως ήταν η μαμά εδώ. Σαββατοκύριακα ήταν η μαμά εδώ. Μόνο στις διακοπές τα έπαιρνα τα παιδιά, δηλαδή δεν τα άφηνα ποτέ στις διακοπές, και είχα μία πάρα πολύ καλή ζωή.


Μέχρι που ήρθε το 1993 και αυτή η εταιρεία έκλεισε. Και βρέθηκα στα 33 μου χρόνια άνεργη. Από παιδάκι 5,5 χρονών — ή μάλλον νωρίτερα, από το νηπιαγωγείο, από 4 χρονών — είχα μάθει να ξυπνάω και να πηγαίνω στο σχολείο, στη δουλειά μου. Πρώτη φορά βρέθηκα στη ζωή μου σε ένα σπίτι χωρίς στόχο, χωρίς τίποτα. Ένιωσα ότι με πλακώνει το ταβάνι.

Βέβαια, σε εκείνη τη δουλειά ήταν και ο άντρας μου, όπου στα ζευγάρια που ήταν παντρεμένα θα κρατούσαν τον έναν εκκαθαριστή της εταιρείας μέχρι να εκκαθαριζόταν, και ο άλλος θα απολυόταν. Ήταν και ο κουνιάδος μου με τη συννυφάδα μου σε εκείνη την εταιρεία, όπου σε εκείνους κρατήθηκε η συννυφάδα μου, γιατί το επέλεξαν, και ο κουνιάδος μου, επειδή ήταν ηλεκτρολόγος, θα μπορούσε να δουλέψει το επάγγελμά του.

Εκ παραλλήλου, είχαμε κάνει και ένα μαγαζί, φωτογραφείο, που το είχαμε και οι τέσσερις. Και επειδή το μαγαζί δεν έβγαζε τόσα πολλά χρήματα, και επειδή θα απολυόταν ο κουνιάδος μου, μάλλον ο άντρας μου το αποφάσισε — αλλά κατόπιν συνεννόησης — να δώσουν το μαγαζί στον κουνιάδο μου, να εργάζεται η συννυφάδα μου στην εταιρεία σαν εκκαθαρίστρια μαζί με τον άντρα μου, και εγώ στο σπίτι.

Αυτό μου έπεσε ακόμα πιο βαρύ. Δεν ήταν μόνο ότι απολύθηκα, ήταν ότι απολύθηκα μόνο εγώ. Οι άλλοι ήταν τακτοποιημένοι. Και τότε άρχισα να εισπράττω τις απορρίψεις ολονών: μαμά μου, μπαμπάς μου, φίλη μου· «Γιατί επέλεξες να φύγεις εσύ και γιατί δεν καθόσουν εσύ όπως και οι άλλοι; Γιατί επέλεξε να δώσει το μαγαζί και να μην το κρατούσατε εσείς αντί για τους άλλους;».

Που δεν τα είχα σκεφτεί. Μου είπε ο άντρας μου: «Να μείνω εγώ, γιατί έχω πιο πολλά χρόνια και μπορώ να διεκδικήσω μία σύνταξη», και είπα: «Ναι». Μου είπε: «Θα δώσω το μαγαζί, γιατί εντάξει, δεν βγάζει και πολλά, ας το κρατήσει ο Δημήτρης», μου είπε, και είπα: «Ναι».

Και όταν μετά έμεινα μέσα στο σπίτι και πέρασε κανένας μήνας, που είχα ξεκουραστεί και κοιμόμουν περισσότερο, άρχισα να αναλογίζομαι τι έκανα. Είχα πάθει κατάθλιψη. Τα παιδιά; Τι; Να τα αφήνω στη μαμά μου όλη μέρα; Αφού ήμουν στο σπίτι πλέον. Τα παιδιά, το φαγητό, το νοικοκυριό, οι επικρίσεις των τρίτων. Ήρθα και έκατσα.

Βρέθηκε ένα σεμινάριο τότε, που ήταν του Δήμου Αθηναίων και απευθυνόταν σε γυναίκες είτε απολυμένες είτε απειλούμενες από ανεργία, για δεύτερο επαγγελματικό προσανατολισμό. Πήγαμε κάπου 800 γυναίκες για να πάρουν 15. Και με πήρανε, και ξεκίνησε αυτό το σεμινάριο που ήταν για ένα χρόνο, με παρτενέρ τη Γαλλία. Η Γαλλία είχε αναλάβει την Ελλάδα να τη βοηθήσει στην ένταξή της, γιατί ήταν τα πρώτα χρόνια της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και ήρθε μια κυρία από τη Γαλλία, Ελληνίδα βέβαια, αλλά δούλευε στη Γαλλία, που μας ανέλαβε τους δύο πρώτους μήνες. Δεν καταλάβαμε τι ήταν. Απ’ ό,τι μάθαμε εκ των υστέρων, ήταν ψυχολόγος, η οποία μας πέρναγε από συνεδρίες για να μπορέσει να τονώσει τον ψυχισμό μας, την αυτοπεποίθησή μας.

Σ’ εκείνο το γκρουπ των 15 γυναικών ξεχώρισα σαν άποψη, σαν κουβέντα, σαν εμπειρία εργασιακή, γιατί εργαζόμουν σε έναν οργανισμό καλό. Και παράλληλα, μας δίνανε και τεστ ψυχολογικά να τα συμπληρώνουμε. «Κάντε έναν δρόμο», ας πούμε. Η μία ξεκίναγε και έκανε έναν δρόμο έτσι, η άλλη ξεκίναγε αλλιώς, και βλέπανε ανάλογα πώς έκανες τον δρόμο — αν ήταν ανοδικός, καθοδικός ή ίσιος, διπλός, μονός κτλ. — έπαιρναν ένα ψυχολογικό προφίλ από αυτά. Μας βάζανε, παίζαμε με τα χρώματα. «Ζωγραφίστε», ας πούμε, «τέσσερα τετράγωνα με όποιο χρώμα θέλετε». Μπογιές εκεί. Ένιωθα ότι πήγαινα στο νηπιαγωγείο, αλλά βέβαια για αυτούς ήταν πολύ βασικά, για να βγάλουν το ψυχολογικό προφίλ.

Σε όλα τα τεστ πήγα πολύ καλά. Και ήρθε μια μέρα ένα τεστ, το οποίο το συμπλήρωναν, λέει, στην Αμερική για να κάνουν προσλήψεις σε ανώτερο προσωπικό: μάνατζερ, υπεύθυνο προσωπικού, διευθυντή και απλό υπάλληλο. Μοιράστηκε λοιπόν αυτό το τεστ, συμπληρώσαμε τις απαντήσεις. Και τα πήρε τα τεστ η κυρία από τη Γαλλία για να τα κοιτάξει. Και, προς μεγάλη της έκπληξη, το δικό μου ήταν το μοναδικό που βρέθηκε ότι ήμουν κάτω και από υπάλληλο.

Παρόλο που η εικόνα που είχα δώσει μέσα στο γκρουπ ήταν άλλη. Μου λέει: «Δεν το διάβασες σωστά. Θα το πάρεις σπίτι σου, θα το ξανακάνεις και θα μου το φέρεις». Και το έδωσα, και ξαναβγήκα πάλι πάτος. Και μου είπε: «Δεν πρέπει να είσαι καλά. Μετά από κάνα μήνα θα το ξανασυμπληρώσεις». Μετά από κάνα μήνα το ξαναέκανα το τεστ και ξαναβγήκα κάτω, οπότε πλέον ασχολήθηκε με μένα ιδιαιτέρως. Δεν είναι δυνατόν η εικόνα που παρουσίαζα να έχει αυτό το αποτέλεσμα.

Εντέχνως μπήκε μέσα στο σπίτι, γνώρισε τον άντρα μου, είδε το σπίτι, είδε τους πίνακες. «Πολύ ωραίος πίνακας», θυμάμαι αυτόν τον πίνακα, μου λέει: «Πάρα πολύ ωραίος πίνακας». «Ναι», λέω, «ωραίος είναι». «Εσύ», μου λέει, «τον έχεις αγοράσει;». Λέω: «Μου τον έκαναν δώρο όταν παντρεύτηκα». «Α, ποιος τον διάλεξε;». Λέω: «Εγώ».

Αφού λοιπόν έκανε μία έρευνα μέσα στο σπίτι, μου είπε ότι όταν παντρεύτηκα πρέπει να ήμουν φουρτουνιασμένη. Γιατί αυτή η επιλογή, όταν παντρεύεσαι, είναι λίγο… Ό,τι θάλασσα και καράβι ήταν δικό μου. Μια τάση φυγής. Και είναι γεγονός, ας πούμε — μετά που το σκέφτηκα κι εγώ — ότι επειδή τότε, εκείνα τα χρόνια, οι γονείς ήταν: «Δεν βγαίνεις, δεν θα αργήσεις, πού θα πας, τι θα κάνεις;»… Ήταν λίγο πιεστικά, οπότε και η απόφαση να παντρευτείς ήταν και πιο σύντομη, για ν’ απαλλαγείς από το… Οπότε τα καράβια ήταν όντως η φυγή μου.

Και έπεσε μέσα αυτή η γυναίκα, η οποία ασχολιόταν με τον ψυχισμό μου, για να βρει γιατί σ’ αυτό το τεστ δεν μπορώ να το πάω παραπέρα. Το σεμινάριο ήταν για να μπορέσουμε να κάνουμε μαγαζί στο τέλος, να κάνουμε μια επιχείρηση δική μας. Τέλος, όταν τελείωσε ο χρόνος, όντως έκανα ένα μαγαζί, με συνέταιρο βέβαια.

Στα εγκαίνια του μαγαζιού χάρηκα πάρα πολύ, αλλά το ένιωθα και πολύ βαρύ στην πλάτη τη δική μου, που είχα συνηθίσει να είμαι υπάλληλος κάπου, όχι να έχω κάτι δικό μου. Παρ’ όλα αυτά, μπαίνοντας μέσα στο μαγαζί, το πήγα! Πήγαινε πάρα πολύ καλά. Αλλά μετά από ένα χρόνο, με γονάτισε η επίδοση της κόρης μου στο σχολείο. Γιατί ένα μαγαζί έπρεπε να με κάνει να σηκώνομαι το πρωί και να γυρνάω το βράδυ.

Και μετά από ενάμιση-δύο χρόνια, βγήκε ένας νόμος του Πεπονή, όπου όλοι οι απολυμένοι από τον οργανισμό που ήμουν ξαναμπαίνουν στο Δημόσιο, με όλα τα χρόνια αναγνωρισμένα της απόλυσής τους και με τους βαθμούς τους, με τα πάντα κ.λπ., κάνοντας μια αίτηση. Και εκεί βρέθηκα στο δίλημμα τι να κάνω. Και γύρισα στο Δημόσιο.

Αλλά ξαναμπαίνοντας μέσα στον χώρο τον γνωστό, είχα γίνει πλέον άλλος άνθρωπος. Είχα μεταμορφωθεί από το κοριτσάκι το άβουλο που ήμουνα, που το βάζανε να κάνει δουλειές, που «κάνε τούτο, κάνε τ’ άλλο», και τα δεχόμουν όλα χωρίς αντίρρηση — και χωρίς να μπαίνει και το μυαλό μέσα. Βέβαια, τα κατάφερνα όλα καλά, αλλά δεν επέλεγα αυτό, αυτό, αυτό… Ό,τι μου δίνανε, το έκανα.

Μπήκα με άλλη αυτοπεποίθηση, με άλλο μυαλό. Είχα απολυθεί 33 χρονών, είχα μείνει έξω με το μαγαζί 3 χρόνια και 36 χρονών ξαναμπήκα στο Δημόσιο. Πλέον η πορεία μου, η επαγγελματική τουλάχιστον, απογειώθηκε. Στο θέμα επάγγελμα δεν είχα κανένα πρόβλημα. Είχα πλέον πατήσει στα πόδια μου. Στα προσωπικά μου, δεν είχα πατήσει.

Ήταν τα παιδιά. Πάντα ήταν ο άντρας μου. Πάντα ήτανε πιο «κεφάλι» ο άντρας μου, πιο… Μέχρι που η Σοφία, η κόρη μου, πήγε στο Γυμνάσιο, και εκεί βγήκε ένα πρόβλημα δυσλεξίας. Ε, αφού φτάσαμε στο να έχει η Σοφία δυσλεξία, πήγαμε στο (νοσοκομείο) Παίδων, με την προοπτική να πάρει μια απαλλαγή από το σχολείο. Οπότε εκεί μπήκαμε στο θέμα συνεδρίες με ψυχολόγους.

Αρχίσαμε τις συνεδρίες, όπου διαπιστώθηκε ότι το πρόβλημα δεν ήταν στο παιδί — ήταν σε μένα και στον άντρα μου, και είχε αντίκτυπο στο παιδί. Αρχίσαμε λοιπόν: «Εγώ κάνω τις δουλειές, εγώ κάνω τούτο, εγώ έχω τη μαμά μου». Η οποία μαμά μου, φυσικά, με ανταλλάγματα κράταγε τα παιδιά. «Σου κρατάω τα παιδιά, αλλά πού πας το Πάσχα; Πού πας; Πού μας αφήνεις εμάς;».

Κι όλα αυτά τα ρούφαγα εγώ. Όλο αυτό το βάρος είχε πέσει απάνω σε μένα και είχαμε αρχίσει συνεδρίες. Όπου, μέσα από αυτές τις συνεδρίες, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι καλά τα επαγγελματικά, καλή η χειραφέτηση στη δουλειά και τι «Ω, ουάου, τι είσαι και πώς είσαι», αλλά εγώ στο σπίτι έβλεπα ότι δεν πάει το ίδιο. Στη δουλειά μπορούσα, ας πούμε, να βρω και τον υπουργό και να του πω: «Τσάκα, είσαι λάθος». Στο σπίτι κόλλαγαν όλα.

Μέχρι που ήρθε μια μέρα που σήκωσα έναν πυρετό που δεν έπεφτε για 15 μέρες. Έκανα εισαγωγή στο νοσοκομείο. Για ένα μήνα δεν βρίσκαν τι έχω. Είχα παραλύσει. Είχα γίνει 35 κιλά. Έγινε μια διάγνωση ότι ένα μικρόβιο μού είχε χτυπήσει τη σπονδυλική στήλη, και το μικρόβιο έτρωγε τον σπόνδυλο από τη μέσα πλευρά, που ήταν ο νωτιαίος μυελός. Και μου είχε φάει δύο σπονδύλους, με αποτέλεσμα να παραλύσω.

Με είχανε βάλει σε μία παθολογική κλινική, που οι παθολόγοι δεν μπορούσαν ούτε να διαβάσουν τις ακτινογραφίες. Τα έβρισκαν όλα καλά, από το αίμα δεν φαινόταν τίποτα. Τότε η κόρη μου ήταν 16 χρονών, είχε ένα πιτσιρίκο που ήταν ερωτευμένη μαζί του, και η μαμά του ήταν βοηθός σε έναν νευροχειρουργό. Ενεργοποιήθηκε η μαμά του πιτσιρικά, με αποτέλεσμα να χειρουργηθώ και να κάνω μεταμόσχευση δύο σπονδύλων.

Αφού είχα φτάσει στο παρά πέντε — είχα σπασμούς πλέον, και στους σπασμούς αυτούς κινδύνευε να σπάσει ο νωτιαίος μυελός.

Έκανα να αναρρώσω πολύ καιρό. Αυτή λοιπόν η εμπειρία του νοσοκομείου, η εμπειρία του θανάτου που έφτανα και βούλιαζα και ένιωθα αυτά τα «φεύγω, γυρνάω, φεύγω, γυρνάω»… Όταν γύρισα στο σπίτι, η συμπεριφορά ολονών… τα είχανε παίξει. Για πότε στρώναν κρεβάτια οι μικρές; Για πότε κάνανε δουλειές; Για πότε… Επί ένα χρόνο δεν έκανα τίποτα. Καθόμουν σε μια καρέκλα και απλά έδινα διαταγές τι θα κάνουνε.

Κατά ένα μεγάλο ποσοστό, έλυσε και το προσωπικό μου πρόβλημα στο σπίτι — τον σεβασμό και το respect, ας πούμε, που περιμένεις και από το σπίτι. Όχι μόνο στη δουλειά, που στη δουλειά έχεις μια άλλη εικόνα.

Σκληρά και τα δύο. Και αν με ρωτήσεις τώρα ποιο κομμάτι ήταν χειρότερο, θα σου πω της απόλυσης. Όχι της αρρώστιας.

Τώρα που κάθομαι και σκέφτομαι αυτά τα δύο περιστατικά, νομίζω ότι είχα πονέσει πιο πολύ με το πρώτο. Γιατί ήμουν πιο μικρή, γιατί ήταν το πρώτο χτύπημα. Δεν ξέρω. Πάντως δεν θα ήθελα να το ξαναπεράσω. Και τώρα που είμαι 65 χρονών και στα 67 υποχρεωτικά θα συνταξιοδοτηθώ, το τρέμω. Σαν να μου λένε ότι θα ξανααρρωστήσω και θα μπω στο νοσοκομείο. Εγώ δεν τρέμω μην ξανααρρωστήσω ή μην κολλήσω κάτι· τρέμω την ημέρα που θα φύγω από τη δουλειά.

Νιώθω την αυτοπεποίθησή μου στην εργασία μου. Νιώθω ότι είναι ένας χώρος που μπορώ να δημιουργήσω. Όχι ότι το Δημόσιο είναι δημιουργικό. Αν θέλεις, είναι· αν δεν θέλεις, δεν είναι. Εντάξει. Ότι διοχετεύω την ενέργεια που έχω σε αυτή τη δουλειά, στο αποτέλεσμα που μπορώ να το φέρω και μέσα από το Δημόσιο, βοηθώντας ανθρώπους — αγρότες που έρχονται και έχουν προβλήματα. Λύνοντάς τα, νιώθω μια ικανοποίηση.

Η φυγή δεν έχει φύγει από μέσα μου. Αλλά, βέβαια, όσο και να θέλεις να κάνεις επαναστάσεις και διαφυγές και, και, και… θεωρώ ότι μ’ αυτά τα δύο γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή μου, έχουν κι άλλα πράγματα αξία εκτός από το: «Α, είχα επιθυμήσει, ας πούμε, δυο μάτια πράσινα που δεν τα έζησα και πρέπει να τα ζήσω». Και… Πέρασα κι από αυτές, από αυτά τα στάδια, του — ας πούμε — σαν δεκαέξι χρονών, δεν έζησα διάφορους έρωτες, φλερτ και τέτοια, στην ένταση που θα ’θελα.

Αλλά η ζωή μού έδειξε ότι έχει πιο χοντρό πράγμα από κάτι φλερτάκια και κάτι αμφισβητήσεις. Όταν ο γάμος περνάει τα δέκα, είκοσι χρόνια — τριάντα πια — είναι σαν να έχω παντρευτεί τον μπαμπά μου και τον αδερφό μου.

Και εκεί, όταν είσαι παντρεμένος και μικρός — εγώ παντρεύτηκα 23 χρονών — τα 20 χρόνια σε πετυχαίνουν στα 43. Στα 43 είσαι γυναίκα ακόμα ζωντανή και νέα. Εγώ στα 43 είχα 20 χρόνια γάμου και στα 53 είχα 30. Και στα 65 που ’μαι τώρα, έχω 42.

Τώρα, βέβαια, μετά την εμμηνόπαυση, αρχίζεις… Τα βλέπεις πιο πνευματικά, πιο συναισθηματικά. Δεν τα βλέπεις με τη σάρκα μαζί να πηγαίνει πακέτο. Στις ηλικίες όμως των 35, 40, 50 χρόνων, παίζει ρόλο και ο διάβολος της σάρκας που… Οπότε έρχεται η ζωή και σου δίνει άλλα χτυπήματα και σου λέει: «Ώπα, ξύπνα!».

Γι’ αυτό χρειάζονται κάποια καλά κουνήματα στη ζωή, για να καταλάβεις τις αξίες — πού στηρίζεται η ευτυχία.

Στο επεισόδιο ακούστηκαν τα μουσικά κομμάτια Ιsolate prior #mobygratis & Sockervadd – Bomull.

Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Δάφνη Ανέστη
Μιξάζ: Νικόλας Καζάζης

O κύκλος ιστοριών «Πόσο με κάνεις;» υλοποιείται με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.


Κανε Subscribe για να ακους πρωτος
Καθε μια ιστορια

    Ο κύκλος ιστοριών «Πόσο με κάνεις;» υλοποιείται με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

    Higgs Logo

    Οι κύκλοι Εργασία, Η Πόλη και Ιστορίες μιας Ζωής πραγματοποιήθηκαν με την υποστήριξη

    Higgs Logo

    Ο κύκλος Εφηβεία πραγματοποιείται με την υποστήριξη

    Higgs Logo

    ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


    Higgs Logo
    @ 2025 - All rights reserved. kathemiaistoria.gr
    Πολιτική προστασίας παιδιού  |  Προστασία Προσωπικών Δεδομένων  |  Πολιτική Απορρήτου
    {{playListTitle}}
    • {{ index + 1 }} {{ track.track_title }} {{ track.track_artist }} {{ track.album_title }} {{ track.lenght }}
    {{list.tracks[currentTrack].track_title}}{{list.tracks[currentTrack].track_artist && typeof sonaar_music.option.show_artist_name != 'undefined' ? ' ' + sonaar_music.option.artist_separator + ' ' + list.tracks[currentTrack].track_artist:''}}
    {{list.tracks[currentTrack].album_title}}
    {{ currentTime }}
    {{ totalTime }}