Εκείνη τη χρονιά που άρχισε ο εμφύλιος, έπαιρναν τους άντρες να πάνε να πολεμήσουν.
Αδερφός τον αδερφό, γείτονας τον γείτονα. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν ούτε τον λόγο. Παρ’ όλα αυτά, τον πατέρα μου τον πήραν μια μέρα και του είπαν ότι θα πάει να πολεμήσει τους αντάρτες – δηλαδή τους κομμουνιστές. Τον είχαν κλείσει σε ένα σχολείο στο Οίτυλο. Η μητέρα μου έμεινε μόνη της με δύο παιδιά και έγκυος επτά μηνών.
Έψαχνε να βρει έναν τρόπο πώς να φέρει τον άντρα της πίσω. Ήξερε ότι αν πάει εκεί που θα τον στέλνανε, δε θα γύριζε ζωντανός. Όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι. Ώστε τότε εγώ αρρώστησα. Ήμουν τότε ενός χρόνου, ενάμιση εκεί. Αρρώστησα, δεν έτρωγα.
Τότε η μάνα μου άδραξε την ευκαιρία αυτή, σηκώθηκε νύχτα και είπε: «Θα πάω να φέρω τον Πέτρο πίσω», δηλαδή τον άντρα της. Έφυγε νύχτα, ξημερώματα, από το χωριό μας να πάει δύο ώρες δρόμο με τα πόδια, μέσα στα χωράφια – όχι από τον κεντρικό δρόμο, γιατί είχαν μπλόκα και δεν θα την αφήνανε. Έγκυος επτά μηνών, να πάει στο Οίτυλο, στο άλλο χωριό που τους είχαν κλεισμένους σε ένα σχολείο, κι ενώ την άλλη μέρα θα τους σήκωναν να τους στείλουν σε ένα άλλο χωριό επάνω, ορεινό, στην Άρνα, όπου ήταν οι αντάρτες.
Η πεθερά της τη φώναζε να μην πάει – «Θα σου συμβεί κάτι στο δρόμο, μόνη σου, μες στα χωράφια».
Τίποτα. Η μάνα μου ήταν άνθρωπος δυναμικός και είχε πολύ τσαγανό. Σηκώθηκε νύχτα κι έφτασε ξημερώματα στο άλλο χωριό, εκεί που τους είχαν στο σχολείο κλεισμένους. Μπήκε μέσα, καλημέρισε και άρχισε να τους παρακαλεί:
«Αφήστε τον άντρα μου, γιατί είναι άρρωστο το παιδί μου και πρέπει να τον πάμε στην Καλαμάτα».
Ήδη είχε χάσει ένα παιδί – το πρώτο της παιδί το είχε χάσει – και είχε φοβηθεί. Όντως. Όμως οι δύο υπεύθυνοι: ο ένας ήταν κάπως πιο μαλακός, ο άλλος ήταν ανένδοτος.
«Όχι», λέει, «δεν θα φύγει».
Παρακάλαγε, έκλαιγε η μαμά μου. Τίποτα αυτός.
Τελικά βρήκαν μια μέση λύση. Είπαν να φύγει, αλλά του είπε αυτός που δεν τον άφηνε:
«Σε τρεις μέρες θα επιστρέψει πάλι εδώ».
Κι έτσι τον αφήσανε. Σε δυο-τρεις μέρες έπρεπε όμως να παρουσιαστεί ο μπαμπάς μου πάλι εκεί που τον είχανε, αλλιώς θα τον σκοτώνανε. Η μητέρα μου τότε έκατσε, σκέφτηκε και είπε:
«Δεν θα πας. Θα σε κρύψω».
«Μα πού θα με κρύψεις;»
«Θα σε κρύψω», του λέει, «μέσα στον ντρίνικα, εκεί που βάζουμε τα σανά για τα ζώα, και θα πω ότι έφυγες και πήγες στην Αθήνα».
Ο πατέρας μου δέχτηκε, όχι γιατί ήταν δειλός, αλλά γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή την παράνοια. Δεν μπορούσε να πάει να σκοτώσει έναν Έλληνα, έναν γείτονά του, έναν φίλο του. Δεν συμφωνούσε με αυτά.
Κι έτσι τον έκρυψε μέσα στον ντρίνικα.
Εκεί έμεινε κλεισμένος τρεις μήνες, δεν έβγαινε καθόλου. Εκεί του πήγαινε φαΐ, εκεί τα πάντα. Τρεις μήνες είπε σε όλους ότι έφυγε ο Πέτρος, πήγε στην Αθήνα και όλοι το πίστεψαν. Δεν είχε και κανέναν λόγο να μη το πιστέψει. Ακόμη και αυτοί που ήρθαν σε τρεις μέρες και τον ζητούσαν, ψάξανε από δω, ψάξανε από κει, δεν τον βρήκαν. Τελείωσε, έφυγε, τους είπε. Δεν ξέρω που πήγε.
Όταν βγήκε από κει, δε ήταν τόσο άσπρος. Μου έχει πει η μαμά μου, γιατί δεν τον είχε δει ήλιος καθόλου. Τρεις μήνες σαν το χαρτί ήταν. Κατάφερε με πολύ ζόρι να τον φύγει, να πάει στο Γύθειο, όπου ήταν αδελφός του.
Εκεί έμεινε τέσσερα χρόνια, μέχρι που ο εμφύλιος τελείωσε. Ήταν δηλαδή το 1949 που τέλειωσε ο εμφύλιος. Εγώ ήμουν τότε τεσσάρων χρονών και εδώ αρχίζει και η δική μου ανάμνηση, γιατί τώρα αρχίζω να θυμάμαι. Στα τέσσερα μου χρόνια θυμάμαι.
Θυμάμαι λοιπόν, εκεί που καθόμουν στο καφενείο του χωριού, ένα ψηλό άντρα με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά, γιατί έτσι ήταν ο μπαμπάς μου, να ‘ρχεται εκεί, να χαιρετάει τους πάντες, να τον χτυπάνε στην πλάτη. «Καλωσόρισες Πέτρο, καλώς ήρθες!» Εγώ έβλεπα, δεν τον γνώριζα, ούτε και αυτός με γνώριζε. Σε μια στιγμή ακούω κάποιον και του λέει «Πέτρο, η κόρη σου είναι έξω». «Η κόρη μου;» λέει αυτός. Η Μαρία μου ήρθε κοντά. Αυτός ο ωραίος άντρας, ο ψηλός, αδύνατος βέβαια πολύ, με άρπαξε στα χέρια του, με σήκωσε ψηλά και με φίλησε στα δυο μάγουλα και μου είπε «Εσύ είσαι η Μαρία μου, εσύ είσαι το κοριτσάκι μου που δεν το γνωρίζω». Εγώ τον κοίταζα χωρίς να γνωρίζω, χωρίς να τον ξέρω καθόλου και το μόνο που μου έκαναν εντύπωση ήταν αυτά τα δυο του μάτια, αυτά τα γαλανά μάτια που ήταν σαν τον ουρανό.
Αυτά τα μάτια δεν τα έχω ξεχάσει. Είμαι 80 χρονών και τα έχω μέσα μου.
Και πάντα μου έλεγε: «Εσύ είσαι η αιτία που εγώ γλίτωσα. Γιατί όσοι πήγαν εκεί επάνω να πολεμήσουν, τι να πολεμήσουν; Σκοτώθηκαν όλοι, τους πιάσανε οι αντάρτες στον ύπνο και δεν έμεινε κανείς. Δεν γύρισε κανείς πίσω στο χωριό μας. Οπότε μέσα σε αυτούς θα ήταν και ο πατέρας μου, αν δεν τον έσωζε η μάνα μου με την εξυπνάδα της.
Να το πω με το θάρρος της δεν ξέρω.
Η μάνα μου μόνη της πάλευε με τα ζώα, με τα παιδιά, μόνη της τα πάντα. Τέσσερα χρόνια έλειπε ο μπαμπάς μου, έλειπε και η γιαγιά. Η Μαρία βοηθούσε. Αυτή μας μεγάλωσε στην ουσία, η μητέρα του, του πατέρα μου. Αυτή μας μεγάλωσε. Πήγαινε η μάνα μου το πρωί και γύριζε βράδυ να πάει να σκάψει, να θερίσει, να μαζέψει τα πρόβατα, να μαζέψει το ένα, το άλλο.
Οι γυναίκες τότε στο χωριό, όταν παντρεύονταν, έχαναν το όνομά τους, έπαιρναν το όνομα του αντρός τους, δηλαδή τις λέγανε η Πέτρου, η Νικολού ή Ανδρέου κλπ. Ό,τι όνομα είχε ο άντρας έπαιρνε και η γυναίκα. Αλλά η μητέρα μου δεν το έχασε το όνομά της. Πάντα την ξέρανε η Μητροδώρα, Πέτρου δεν την ήξερε κανείς. Ήταν η μοναδική γυναίκα που κράτησε το όνομά της. Ίσως γιατί ήταν περίεργο το όνομα. Και τη λέγανε όλοι Μήτροδώρα. Και τώρα, όταν λέω «Ποιανού κόρη είσαι;» – αν με ρωτήσει κανείς – λέω «Της Μήτροδώρας». Δεν λέω ούτε του Πέτρου. Της Μήτροδώρας. Όταν πω «Μήτροδώρα» την ξέρουν όλοι.
Η πρώτη γυναίκα που έφυγε για την Αθήνα από το χωριό ήταν η μητέρα μου. Η πρώτη. Μέχρι τραγούδι της είχαν γράψει, γιατί τότε δεν έφευγαν οι γυναίκες εύκολα από τα σπίτια τους. Γιατί έφυγε; Γιατί τελείωσε ο αδερφός μου το γυμνάσιο – τότε που λέγαμε – και έπρεπε να πάει στο Πανεπιστήμιο. Και δεν τον άφησε μόνο του. Είπε «Θα πάω κι εγώ κοντά και θα πάρω και την κόρη μου και θα πάω κι εγώ στην Αθήνα».
«Βρε πού θα πας μόνη σου; Μια γυναίκα, τι θα κάνεις;»
«Όχι», λέει, «θα πάω».
Και όντως μας πήρε και τους δύο. Και εμένα και τον αδερφό μου, που είχαμε τελειώσει το σχολείο και εγώ πήγαινα ακόμη γυμνάσιο. Και ανέβηκε στην Αθήνα χωρίς να έχει πάει ποτέ, ούτε να ξέρει τίποτα. Και βοήθησε, έπιασε δουλειά, τα κατάφερε όλα μόνη της. Ο πατέρας μου έμεινε στο χωριό – είχε τα πρόβατα, είχε τα ζώα – και αυτή τον άφησε.
37 χρονών ήταν όταν έφυγε η μητέρα μου από το χωριό. Συνάντησε πολλές δυσκολίες στην Αθήνα σαν γυναίκα, γιατί ήταν και νέα γυναίκα. Δεν ήταν μεγάλη. Πολλές δυσκολίες, αλλά τα αντιμετώπιζε όλα μόνη της.
Της είχαν γράψει ένα τραγούδι: «Η Μητροδώρα το σκυλί που έκανε την κακή αρχή». Και έφυγε δηλαδή, παράτησε τον άντρα της και πήγε στην Αθήνα, γιατί μετά άρχισαν και άλλες να φεύγουν μία μία.
Οι γυναίκες στη Μάνη ήταν σκληρές γυναίκες και τις έκανε έτσι όλη η φτώχεια. Πάνω απ’ όλα βέβαια. Που δεν είχαν και έπρεπε να δουλεύουν σκληρά. Και το μέρος που ήταν άγονο, δεν ήταν κάμπος – να πεις ότι θα φυτέψουν, θα κάνουν. Μέσα στις πέτρες δουλεύανε. Οι ελιές μια σταλιά χώμα είχαν να πάνε να οργώσουν, μέσα στις πέτρες. Πού να οργώσεις και πού να βάλεις. Ήταν η φύση όλη σκληρή στη Μάνη και έτσι και οι άνθρωποι εκεί έχουν γίνει πολύ σκληροί – σαν την πέτρα που λένε.
Η μάνα μου τον πατέρα μου τον είχε πάρει από έρωτα, σφοδρό έρωτα εκείνη την εποχή.
Ερωτεύτηκε. Δεν παντρεύτηκε από προξενιό. Ερωτεύτηκε και τα κατάφερε και πήρε αυτό που ήθελε. Ήθελε και να σπουδάσει. Της άρεσαν πολύ τα γράμματα, αλλά εκεί δεν τα κατάφερε. Γιατί ήταν μικρή φαίνεται, γιατί ο πατέρας της δεν την άφηνε, γιατί – λέει – ήθελε να γίνει δασκάλα.
Η μαμά μου η Μητροδώρα, με το παράξενο όνομα. Όταν ήτανε, την βαφτίσανε – ο νονός ήταν ένας από τον Πειραιά, που ήταν έμπορος, ζωέμπορος, και ξέρω ’γω πώς του ήρθε και λέει… Είχε γνωριστεί με τον πατέρα της και λέει «Θα το βαφτίσω εγώ το κοριτσάκι, αλλά θα του δώσω εγώ ό,τι όνομα θέλω.»
Εντάξει. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά που είχαν. «Αφού θες να το βαφτίσεις, βάφτισέ το.»
Το βαφτίζει και το ονομάζει Μητροδώρα. Μόλις ακούει η μάνα της «Μητροδώρα», έκλαιγε. «Τι όνομα είναι αυτό; Πού το βρήκε αυτό το όνομα; Αδύνατον!» Ούτε να την πει ήξερε. Μόνο τη φώναζε «Μακρινόρα» δεν μπορούσε να την πει. Η μάνα της έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. «Τι όνομα έδωσε στο παιδί μας;»
Δεν το ’χαν ξανακούσει ποτέ αυτό το όνομα, αλλά αυτό το όνομα τελικά επικράτησε και στο χωριό. Ήταν η μόνη που την φώναζαν όλοι Μητροδώρα. Δεν τη λέγανε ούτε Πέτρου, ούτε Πέτραινα. Μητροδώρα. Και τώρα ακόμη, εγώ Μητροδώρα λέω. Της Μητροδώρας είμαι. Άμα πω «Μητροδώρα», τελείωσε.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Νικόλας Καζάζης
Στο επεισόδιο ακούστηκαν τα μουσικά κομμάτια Skraut Live @Underflow Record Store & Art Gallery, Elisa Vellia – Andreas song και το μανιάτικο μοιρολόι Τα Πουλιά του Μάη
O κύκλος ιστοριών “Πόσο με κάνεις;” υλοποιείται με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.