Στο επεισόδιο ακούστηκε το μουσικό κομμάτι Άκου (Το τραγούδι της εφηβείας) από τους Usurum.
Η πιο χαρακτηριστική συμβουλή που μου την έδωσε πριν λίγες ημέρες είναι να κάνω ό,τι με κάνει χαρούμενη γιατί ο καιρός περνάει. Και μου είπε: «Αχ, τι ωραία να ήμουν κι εγώ 19!» και να ευχαριστηθώ τη ζωή μου τώρα, γιατί στο μέλλον ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Αλλά μου το ‘λεγε με τόση νοσταλγία που… βέβαια εγώ στα μάτια μου τη βλέπω σαν να είναι 19 χρόνων τη μαμά μου. Για μένα δεν μεγαλώνει. Με καμαρώνει πάρα πολύ! Αλλά εγώ την καμαρώνω ακόμα περισσότερο!
Η μαμά μου είναι ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος, πολύ αγνός. Θεωρώ τη μαμά μου, όχι μόνο σαν μητέρα, σαν φίλη και αυτό το οποίο θεωρώ εγώ ότι με έχει οδηγήσει στο να τη βλέπω έτσι, είναι ότι δεν έχει ξεχάσει πώς ήταν στην εφηβεία της. Eίχε πάντα τον τρόπο να με ηρεμεί. Θυμάμαι, ειδικά όταν ούρλιαζα στο σπίτι γιατί οι ορμόνες τα είχαν παίξει, ήμουν κουρασμένη από το σχολείο και όλα αυτά, μου μιλούσε τόσο ήρεμα. Πολύ σπάνια να έχει νεύρα και εκείνη και να φωνάξουμε, αλλά πάντα το λύναμε. Και θυμάμαι σαν παιδάκι στην εφηβεία που είχα κάτι τρελές ιδέες, ήθελα να βγω με κάτι παρέες που δεν μου ταίριαζαν… Και πάντα είχε το φόβο της όταν θα βγω έξω. Πάντα έχει τον τρόπο της. Δεν θα μου έλεγε «όχι», θα της έλεγα: «Μπορώ να πάω εκεί;» και εκείνη θα μου έλεγε: «Πήγαινε όπου θέλεις, σου έχω εμπιστοσύνη». Και εγώ νευρίαζα και το ακύρωνα πολύ απλά. Έκανε πάντα αυτή τη μαγική λέξη, το «εγώ σου έχω εμπιστοσύνη» που με έκανε να σκέφτομαι ώριμα ότι αυτό δεν μου ταιριάζει, αυτό δεν μου κάνει.
Εμφανισιακά μπορεί να μην ταιριάζουμε, να μη μοιάζουμε, αλλά είναι το πρότυπό μου. Και παίρνω πολλά στοιχεία από την προσωπικότητά της γιατί τα θεωρώ θετικά. Είναι φίλη μου, είναι μαμά μου. Με ηρεμεί, με κάνει να νιώθω όμορφα. Πολλές φορές ξέρει πράγματα πριν καν της τα πω. Το καταλαβαίνει από μόνη της. Kαι με έχει κάνει πολλές φορές όταν έχω λάθος και δεν το έχω καταλάβει, να το καταλαβαίνω χωρίς να με νευριάσει. Που στην εφηβεία νευριάζεις λίγο και με το παραμικρό. Γιατί μου μιλούσε τόσο ήρεμα και είχαμε χτίσει μια φιλία με τη μαμά μου και πάντα έβαζε τα όριά της.
Η μαμά μου συνήθως στις κόντρες που είχα με τον πατέρα μου -στην εφηβεία τσακωνόμασταν πάρα πολύ, τώρα είμαστε μια χαρά με τον πατέρα μου- θυμάμαι ότι πολλές φορές με έπιανε κρυφά και μου έλεγε: «εκεί πέρα έχεις δίκιο, εκεί πέρα έχεις άδικο». Και άμα μου έλεγε η μαμά μου ότι έχω άδικο, πήγαινα επιτόπου στον πατέρα μου και έλεγα: «έχεις δίκιο» επί τόπου και με έκανε να καταλαβαίνω πολλά με αυτόν τον τρόπο.
Σε όλα τα άγχη μου… Μπορεί να ήταν ερωτικό, μπορεί να ήταν με το σχολείο, μπορεί να ήταν με φίλους μου κάποια παρεξήγηση που μπορεί να είχε γίνει. Πάντα με έβαζε στο να σκεφτώ μέσα μου τι είναι αυτό που το προκάλεσε. Πώς μπορώ εγώ να το βοηθήσω, τι μπορώ να κάνω. Που είναι πολύ σπάνιο να κάνεις αυτή τη συζήτηση με τη μαμά σου, ειδικά άμα το θέμα που έχεις να συζητήσεις είναι κάπως πιο προσωπικό. Εγώ μιλούσα με πολύ άνεση στη μαμά μου για το οτιδήποτε. Και θεωρώ ότι ο τρόπος ήταν τόσο γλυκός που με κάνει και χαίρομαι, γιατί άμα έχει τελείως διαφορετικές αντιμετωπίσεις θα ήμουν τελείως διαφορετικός άνθρωπος αυτή τη στιγμή.
Και δεν είναι μόνο ότι με έφερε στον κόσμο. Είναι ότι με μεγάλωσε με αξίες. Ποτέ δεν κοίταξε, ας πούμε, τι βαθμό θα πάρω. Κοίταξε όμως τι άνθρωπος είμαι. Με ρώτησε: «Τι θες να κάνεις στη ζωή σου; Έλα να βρούμε τρόπους να το δούμε αυτό». Όταν γυρνούσα από το σχολείο. Πάντα είχε έτοιμο φαγητό, που πολλές φορές ευχόμουν να μην είναι φακές ή φασολάδα πάλι! Και μπορεί να έγραφα, δεν θα με ρωτούσε πώς τα πήγα. Η πρώτη ερώτηση που θα μου έκανε ήταν: «Πώς πέρασες;». Που ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Γιατί όταν είσαι στην εφηβεία και σε ρωτάει: «Πώς έγραψες, πώς έκανες;» λες: «Τώρα για ανάκριση με πάει;». Ενώ το «πώς πέρασες» δείχνει ότι νοιάζομαι να δω για σένα πώς είσαι και μετά όλα τα άλλα. Και πιάναμε κουβέντα. «Εσένα πώς ήταν η μέρα σου; Τι κάνεις; Πες μου γι’ αυτό». Και μετά μπορεί να με ρωτούσε για το πώς έγραψα. Εκτός αν της έλεγα εγώ. Αν της έλεγα εγώ ήξερε ότι τα πήγα πολύ καλά. Αν δεν της έλεγα, ήξερε ότι δεν τα πήγα καλά.
Στο γυμνάσιο ήμουν αστέρι, αστέρι. 18,19 έβγαζα. Στο Λύκειο, όταν πήγα, εκεί πέρα στην εφηβεία, πήγαινα να περάσω καλά. Δε διάβαζα, δεν προσπαθούσα. Και αυτό συνήθως νευρίαζε κάπως τον πατέρα μου. Η μαμά μου μού έλεγε: «Ξέρω ‘γω μήπως θες να διαβάσεις σήμερα;». Μου το έλεγε με κέφι και με αστείο, και μιλούσαμε κυρίως γι’ αυτό. Για τους βαθμούς όταν τους έβλεπε γιατί δεν ήταν και πολύ καλοί η αλήθεια είναι, αλλά την ένοιαζε πιο πολύ στο τι άνθρωπος είμαι εγώ, παρά ένας βαθμός που θα μου βάλει μια καθηγήτρια, ένας καθηγητής για ένα μάθημα. Την ένοιαζε σίγουρα να μη μείνω, για να μη χάσω χρονιά για μένα, για να μπορέσω να δουλέψω, να σπουδάσω. Την ένοιαζε να κάνω αυτό το οποίο θέλω και αγαπάω. Δεν μου επέβαλε ποτέ το τι θα κάνω. Δεν μου είπε ποτέ: «Θα κάνεις αυτό». Μου έλεγε; «Τι θέλεις να κάνεις; Ωραία. Πάμε να δούμε τρόπους για να το κάνεις αυτό». Που θεωρώ ότι είναι τέλειο γιατί πολλά παιδιά, φίλοι μου, γνωστοί μου, κάνουν αυτό το οποίο θέλουν οι γονείς τους και κάποιοι χωρίς να το καταλαβαίνουν το κάνουν αυτό. Εγώ είδα πού έχω την τέχνη που μ’ αρέσει εμένα. Ποιο είναι το ταλέντο μου; Με τι θέλω να ασχοληθώ; Τι θέλω να κρατήσω ως χόμπι. Και μπορεί να άλλαξα πέντε, έξι επιλογές. Σε ό,τι και να διάλεγα θα μου έλεγε «Ωραία. Το θέμα είναι να το αγαπάς για να είσαι καλή σε αυτό».
Γενικά η μαμά μου ήθελε να με κάνει ανεξάρτητη στο να έχω τα δικά μου χρήματα. Όχι γιατί δεν ήθελε να μου δώσει. Για το θέμα ότι πρέπει να ωριμάσω. Πρέπει να δω πώς είναι ο κόσμος. Ξεκίνησα με το δικό μου θέλω στα 17 μου. Έκανα σεζόν στη Μήλο. Μ’ άρεσε πάρα πολύ που είχα τα δικά μου χρήματα και δεν το μετανιώνω καθόλου που δούλεψα. Μετά την επόμενη χρονιά πάλι είχα σχολείο, οπότε όσο ήμουν σχολείο δεν δούλευα. Και όταν ήρθε το καλοκαίρι, άλλαξα πάρα πολλές δουλειές. Ξεκίνησε και η σχολή και ταυτόχρονα με τη σχολή δούλευα, γιατί δεν μ’ αρέσει κιόλας να ζητάω από τους γονείς μου. Θέλω ό,τι έχω να είναι δικό μου, με τον κόπο μου, όχι με τον κόπο των γονιών μου. Και αυτό άμα δεν είχα δουλέψει δεν θα το καταλάβαινα. Το θέμα είναι να είσαι ανεξάρτητος εσύ και να κάνεις πράγματα για σένα. Και είναι πολύ ωραίο.
Την έχω ρωτήσει πολλές φορές τη μαμά μου αν έχει μετανιώσει κάτι που έχει κάνει ή που έχει γίνει και μου είπε ότι δεν έχει μετανιώσει τίποτα. Όλα είναι μαθήματα στη ζωή. Και σαν άνθρωπος κιόλας είναι πολύ χαρούμενος. Δηλαδή πλέον τώρα είναι 49 στα 50 και είναι ακόμα λες και είναι στην εφηβεία. Έχει μία μοναδική τρέλα. Συνέχεια βγαίνει. Της αρέσει να βοηθάει. Γι’ αυτό κιόλας είναι στον Ερυθρό Σταυρό. Είναι να τρέξει για όλους, να βοηθήσει όλους. Θα γελάσει με όλους. Θα κοιτάξει πολύ να περνάει καλά και έχει βρει και παρέες με τις οποίες περνάει καλά. Με την κολλητή της από το Λύκειο δεν έχουν κόψει καμιά επαφή, είναι συνέχεια μαζί. Μακάρι και εγώ στο μέλλον να έχω την κολλητή που έχω τώρα και να είμαστε έτσι.
Πριν μπούμε στην εφηβεία, είχαμε μιλήσει. Συγκεκριμένα ήμουν εγώ, ο αδερφός μου, ο πατέρας μου και η μαμά μου και μας μίλησαν για τους γκέι, για τους στρέιτ. Μας είπαν ότι ό,τι και να νιώσουμε, όποιο φύλο κι αν προτιμήσουμε είναι φυσιολογικό. Είναι δεκτό και ότι δεν θα αλλάξει τίποτα. Και ήταν κάτι πολύ γλυκό, γιατί από μικρή ηλικία κατάλαβα ότι… Γιατί τα άλλα παιδάκια άκουγαν από τους γονείς τους και έκριναν ότι είναι λάθος. Δεν είναι φυσιολογικό. Κι εγώ από μικρή ηλικία ξέρω ότι αυτό είναι το φυσιολογικό. Ότι ο καθένας έχει τις προτιμήσεις του και είναι δικαίωμά του. Μετά, την ώρα που πηγαίναμε να μπούμε στην εφηβεία, μαζί με τον πατέρα μου μας μίλησαν για το σεξ, μας είπαν για τα προφυλακτικά, μας έκαναν και ένα παράδειγμα με μια μπανάνα κι ένα προφυλακτικό, θυμάμαι, τα οποία έμειναν στο μυαλό μου. Και όταν είχα τις πρώτες μου σεξουαλικές επαφές οι πρώτοι που το μάθανε ήταν η μαμά μου. Τα πάντα. Και με ρωτούσε κιόλας. Δηλαδή σαν να μιλάω με την κολλητή μου. Η μαμά μου και μετά οι κολλητές μου.
Θυμάμαι ένα σκηνικό το οποίο ντρεπόμουν πάρα πολύ να το πω στη μαμά μου που εν τέλει της το είπα. Αλλά της το είπα με πολύ ντροπή. Ήμουν πρώτη Λυκείου και ήμουν με την πρώτη μου σχέση. Και μου είχε πει να στείλω κάποιες φωτογραφίες. Εγώ της έστειλα. Δεν ήταν πολύ αποκαλυπτικές, αλλά και πάλι ήταν άσχημο και κακό και το μετανιώνω. Δεν το έχω ξανακάνει και δεν θα το ξαναέκανα. Πολύ μεγάλο λάθος. Όταν χωρίσαμε λοιπόν, που δεν το περίμενα από αυτόν τον άνθρωπο, ξεκίνησε να τις δείχνει. Δεν μπορούσα να την κοιτάξω να της το πω. Εν τέλει παίρνω θάρρος από την ψυχολόγο μου κιόλας, που πήγαινα από πολύ μικρή ηλικία -όπως και οι γονείς μου πήγαιναν σε ψυχολόγο- και πάω και τους μιλάω και της τα λέω όλα. Η απάντηση της ήταν ότι στις μέρες μας πολλές κοπέλες το κάνουν αυτό και ότι «Ό,τι και να γίνει εγώ θα είμαι εδώ μαζί σου». Και με έκανε να πάρω τόσο κουράγιο. Γιατί θυμάμαι όταν πήγα ξανά στο σχολείο, γιατί ήταν από το σχολείο το παιδί, δεν του έδωσα καμία σημασία. Δεν έδειξα καν ότι με ενόχλησε αυτό. Γιατί αυτός το έκανε σκόπιμα για να με ενοχλήσει. Κι έτσι σταμάτησε όλο. Γιατί είχα το θάρρος, την προστασία της μαμάς μου, ότι η μαμά μου το ξέρει. Ό,τι και να γίνει θα με προστατέψει και δεν είμαι μόνη μου σ’ αυτό. Και είναι πολύ σημαντικό.
Το μόνο το οποίο της είχα κρύψει, πάλι στην εφηβεία, ήταν όταν είχα κάνει ένα σκουλαρίκι στη μύτη, το οποίο το σιχαινόταν πάρα πολύ η μαμά μου και το έκρυβα και της το είπα μετά. Αυτό το είχα κάνει στα 15 μου, της το είπα στα 17 μου που την είδα πιο χαλαρή και η αντίδρασή της ήταν: «Γιατί δεν μου το είπες εξαρχής;» Και λέω: «Εντάξει, έχω κάνει τεράστια βλακεία. Έπρεπε όντως να της το πω από νωρίς». Και πρέπει να είναι το μόνο το οποίο δεν έχει μάθει πρώτη, γιατί φοβόμουν την αντίδρασή της. Εν τέλει, η αντίδρασή της ήταν πολύ εντάξει επειδή της το είπα. Οπότε πλέον όλα τα λέω στη μαμά μου.
Όποτε έβγαινα, ή η μαμά μου ή ο μπαμπάς μου, κάποιος από τους δύο, θα καθόταν στον καναπέ και θα με περίμενε. Πολλές φορές έλεγα από μόνη μου ότι δεν θα αργήσω στη μαμά μου και μου έλεγε η μαμά μου: «Γιατί; Να αργήσεις.» Μου έλεγε να βγαίνω, να περνάω καλά, να διασκεδάζω. Και το εννοούσε. Απλά ήθελε να προσέχω. Οπότε πάντα πριν φύγω μου έλεγε την ατάκα: «Σου έχω εμπιστοσύνη». Και όταν μου το έλεγε αυτό, πρόσεχα διπλά. Διπλά. Γιατί έλεγα: «Τώρα έχω την εμπιστοσύνη της μαμάς μου. Δεν θέλω να τη χάσω». Οπότε πρόσεχα στο τι θα κάνω, πού θα πάω, αν θα είναι σκοτεινά. Πήγαινα πάντα σε κεντρικούς δρόμους να μην είμαι μόνη μου. Κυρίως να μην έχει άγχος η μαμά μου. Με ένοιαζε πάρα πολύ να μην έχει άγχος η μαμά μου. Και με ένοιαζε πάρα πολύ στο πώς θα φανώ στα μάτια της. Με την καλή έννοια. Γιατί ξέρει ποια είμαι εγώ. Και με ξέρει. Ξέρει πού θα πήγαινα, πού δεν θα πήγαινα, τι θα έκανα, τι δεν θα έκανα. Και μ’ αρέσει αυτό. Τώρα, άμα ήμουν αγόρι, κανείς δεν θα με ήθελε γιατί είμαι τρελός μαμάκιας! (γέλιο) Αλλά το λέω γιατί εντάξει… πιστεύω ότι έχω την καλύτερη! (γέλιο)
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Nικόλας Καζάζης
Με την υποστήριξη του Mediterranean Women’s Fund.