Στο επεισόδιο ακούστηκαν τα μουσικά κομμάτια: Feels Like A Breeze -Empty Frame, Deep in Manhattan – Kabbalistic Village, Carribean Night – Justin Allan Arnol.
Είμαστε σε ένα μπαρ στα Εξάρχεια για πάρα πολλά χρόνια. Για δέκα χρόνια. Με πολύ σκληρή δουλειά. Εκεί είμαστε. Κι εκεί είναι η φάση που νιώθω μέσα μου ότι έχω βαλτώσει στη ζωή μου, γιατί δεν έκανα τίποτα άλλο.
Ξύπναγα αργά το μεσημέρι, όχι αργά το πρωί. Χάζευα, περίμενα να πάω στη δουλειά. Δούλευα, σχόλαγα από τη δουλειά γύρω στις 8. Έπαιρνα σβάρνα όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά της περιοχής, συναναστρεφόμουν με ανθρώπους, μίλαγα, συζήταγα, έπινα, γύριζα αργά το βράδυ στο σπίτι και την επόμενη μέρα έκανα το ίδιο.
Αυτή τη μυρωδιά των Εξαρχείων νομίζω δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Λίγο πριν την πλατεία, με ανοιχτό το παράθυρο έλεγες: “Εντάξει, Εξάρχεια”. Γιατί τα Εξάρχεια για μένα μυρίζουν πάντα. Μπάφο, κατρουλίλα και δακρυγόνα. Είναι μια μίξη αυτή η μυρωδιά.
Μου λέγανε “Μα καλά δε φοβάσαι που δουλεύεις εκεί; Δεν φοβάσαι που δουλεύεις εκεί; ”. Με ρώταγε πάρα πολύς κόσμος. Για μένα αυτό που μου έκανε εντύπωση και που μου άρεσε είναι ότι ήταν μια μια πανέμορφη γειτονιά. Κατά τα άλλα. Την όποια γειτονιά την κάναμε όμορφη οι άνθρωποι που είναι κάθε μέρα εκεί. Δεν υπήρχαν απλοί θαμώνες για μένα.
Γνώρισα πολύ ωραίους ανθρώπους. Είναι ωραίοι άνθρωποι. Ειδικά στο Βαμπένε, ειδικά στα μπαρ και στα καφέ, είναι ότι… Είναι να μπορείς αυτό που σου λέει, να μπορείς να καταλαβαίνεις τι είναι κάτω από αυτό που σου λέει.
Στη ζωή του…Με κάποιο τρόπο στο λέει, μα ζητάει βοήθεια, μα ζητάει κάποιον να τον ακούσει, μα απλά θέλει να πει κάτι για να το βγάλει από μέσα του. Γιατί δεν μπορεί να το πει εκεί που πρέπει να το πει. Υπάρχει κόσμος που δεν μπορεί να μοιραστεί το συναίσθημα του και δεν μιλάω μόνο τη λύπη του. Μιλάω και τη χαρά του.
Στο μπαρ, στο Βαμπένε, με έχει επηρεάσει θαμώνας που συζητάγαμε και του έλεγα ότι αν γύριζα λίγο το χρόνο πίσω, μάλλον θα μάθαινα πολλές ξένες γλώσσες και θα γινόμουν ξεναγός. Και μου λέει: “Γιατί ρε μάγκα; Ποια γλώσσα σου αρέσει περισσότερο;”. Και του λέω: “ Tα ισπανικά νομίζω, μου ακούγονται ωραία και νομίζω ότι είναι και ωραίοι τύποι. Όλοι αυτοί οι Λατινοαμερικάνοι, νομίζω μου ταιριάζουν πάρα πολύ.” και βγάζει ένα εικοσάρικο από την τσέπη του, είκοσι ευρώ, και μου τα δίνει και μου λέει: “Πάρτα ρε μάγκα και κάντο μπορείς! Είναι τα λεφτά, για το πρώτο σου μάθημα. Πάρτα και κάντο! ”, και το έκανα.
Ξεκινάω κάνω μαθήματα, κάνω ιδιαίτερα… Τα είκοσι ευρώ που μου έδωσε ο Ανδρέας για το πρώτο μάθημα, η αλήθεια είναι ότι αυτό το εικοσάρικο που μου είχε δώσει το είχα κρατήσει στην άκρη. Αυτό το εικοσάρικο, γιατί από τη στιγμή που μου το είπε δεν το έκανα την επόμενη μέρα. Το εικοσάρικο του όμως το είχα κρατήσει. Το είχα κρατήσει στο σπίτι μου. Και όντως το εικοσάρικο που μου έδωσε, με αυτό το εικοσάρικο, πλήρωσα την κοπέλα για το πρώτο μου μάθημα.
Είναι καλοκαίρι του ’19. Η δασκάλα μου των Ισπανικών με έχει βοηθήσει πάρα πολύ, μου είχε πει για τα σεμινάρια που γίνονται σχεδόν σε όλα τα πανεπιστήμια της Ισπανίας.
Κάνω τα χαρτιά μου και είναι να φύγω 1η Σεπτέμβρη του ’19 μέχρι 31, 30. Πόσο πήγαινε ο μήνας, όλο το Σεπτέμβρη, να πάω να κάνω το σεμινάριο στη Γρανάδα. Ε, 15 μέρες πριν φύγω παραιτήθηκα από το Βαμπένε. Χωρίς να το έχω προσχεδιάσει. Ξύπνησα εκείνο το πρωί κι αν κάποιος μου έλεγε το πρωί ότι ξέρεις κάτι, μέχρι το μεσημέρι θα έχεις παραιτηθεί από το Βαμπένε, ενδεχομένως θα του έλεγα αποκλείεται, αποκλείεται. Κι έτσι κι έγινε.
Και τρώω ένα σουτ ωραίο και βρίσκομαι από την Αθήνα στη Γρανάδα ολομόναχη.
Σε μια χώρα που δεν ξέρω κανέναν και που τότε μιλάω και δεν μιλάω τη γλώσσα. Κι έχω μαγευτεί. Από την πρώτη στιγμή. Μια πανέμορφη πόλη. Με πολλά πρόσωπα. Ένα τελείως ισπανικό πρόσωπο, με ένα τελείως μουσουλμανικό πρόσωπο. Ένα τελείως αραβικό πρόσωπο με ένα τελείως εβραϊκό πρόσωπο. Και όλα αυτά είναι σε… ένα.
Και έχω τρελαθεί. Με έχει πιάσει τρελίαση όμως, δεν το πιστεύω. Από την τόση ομορφιά. Δηλαδή, να είσαι μπροστά σε ένα καθεδρικό ναό που είναι σαν όλους τους καθεδρικούς ναούς της Ευρώπης και ξαφνικά να στρίβεις στο πρώτο στενό δεξιά και να μπαίνεις σε ένα μαροκινό παζάρι.
Σύχναζα σε ένα μπαρ εκεί πέρα. Τα παιδιά με αγάπησαν. Κυρίως γιατί ήμουν από την Ελλάδα. Αρχικά μάλλον, γιατί ήμουν από την Ελλάδα. Έμπαινα μέσα, με φώναζαν: “Γριέγα, Γριέγα, Ελληνίδα”.
Και είμαι σε ένα καφέ και είναι δύο τύπισσες δίπλα μου. Πίνουν το καφεδάκι τους και μιλάνε, δύο φίλες, και μιλάνε τόσο ωραία τα ισπανικά, με μια τέτοια ροή. Που λέω, ρε φίλε, και εγώ θέλω να μιλάω έτσι. Δεν θέλω να μιλάω το κλισέ για να δώσω εξετάσεις δηλαδή, να πάρω το κρατικό πιστοποιητικό γλωσσομάθειας. Δε με νοιάζει. Θέλω να μιλάω έτσι. Θέλω να μάθω τα πάντα γι αυτήν τη γλώσσα. Θέλω να μάθω τα πάντα για την αρχιτεκτονική. Θέλω να μάθω τα πάντα για αυτή την πόλη και για όλες τις πόλεις. Της Ισπανίας, της Λατινικής Αμερικής, οπουδήποτε μιλάνε ισπανικά.
Και μπήκα τότε στο ίντερνετ. Να δω για το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, αν υπάρχει τέτοια ειδικότητα. Που πράγματι υπάρχει, που τα δίδακτρα τότε για μένα ήταν ακραία. Και λέω κάποιος άλλος τρόπος θα υπάρχει, κάποιος άλλος τρόπος θα υπάρχει…
Και αποφάσισα να δώσω πανελλήνιες. Επειδή είχα κάνει την αίτηση ηλεκτρονικά γιατί είχαμε λοκ ντάουν για τις πανελλήνιες όταν έγινε η άρση του λοκ ντάουν και έπρεπε να δηλώσω φυσική παρουσία στο Λύκειο και μπήκα μέσα, καθηγητής του Λυκείου γύρισε και μου είπε: “Τι τα θες τώρα αυτά; Τι πας και κάνεις τώρα; Δεν κοιτάς τα χρόνια σου;”, μου λέει: “Είσαι παντρεμένη;” λέω “Όχι.”. “Έχεις παιδιά;”. “Όχι.”. “ Τι τα θες τώρα αυτά;” . Και του λέω: “Tα θέλω. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Τα θέλω, του λέω, και αυτά και όλα. Τα θέλω”.
Αλλά, θυμάμαι ότι όπως διέσχιζα τον δρόμο διάδρομο για να πάω να συναντήσω τα παιδιά που δίναμε μαζί και τους διαδρόμους, πέρναγα από τις άλλες τάξεις και μου έλεγαν τα παιδιά: “Κυρία τι θα γίνει; Λέτε ότι θα είναι δύσκολα τα θέματα, θα είναι βατά;”. Γελάγανε και τους έλεγα: “Παιδιά, χαλαρώστε. Είμαι μια από εσάς κι εγώ μαζί σας, κι εγώ δίνω”.
Οι δικοί μου νομίζω ότι χάρηκαν. Μπορεί αρχικά να το θεώρησαν μία ακόμα από τις, εντός εισαγωγικών, με την καλή έννοια, “παλαβομάρες της Δήμητρας”. Οι δικοί μου… Ο πατέρας μου, είχε μαγαζί με παπούτσια. Η μάνα μου έκανε οικιακά. Δεν δούλευε. Δούλεψε μεγάλη. Είχε τελειώσει ή μάλλον είχε σταματήσει το σχολείο, όταν γνώρισε τον πατέρα μου κι εκείνη τελείωσε το Λύκειο 40 χρονών. 42. Στην ηλικία που είμαι τώρα εγώ, στην ηλικία που έδωσα πανελλήνιες εγώ, τελείωνε και η μάνα μου το σχολείο, στην ίδια ηλικία το τελείωσε. Νομίζω ότι χάρηκαν. Χάρηκαν. Νομίζω ότι κάπου μέσα τους δηλαδή λένε: “ Μπράβο ρε μάγκα που το κάνεις. Γιατί εγώ δεν τόλμησα. Γιατί εγώ δεν μπόρεσα. Γιατί έμενα ο πατέρας μου δεν με άφησε. Νομίζω ότι κάπου μέσα τους το λένε”.
Δουλεύω σε ένα εστιατόριο. Είχαν βγει τα μαθήματα. Αν θυμάμαι καλά. Νόμιζα ότι είχαν βγει τα αποτελέσματα των τεσσάρων μαθημάτων που έδωσα και περίμενα τα ισπανικά που ήταν ειδικό μάθημα. Και περίμενα κι αγωνιούσα κι έλεγα: “Λες να μην έχω γράψει καλά στα ισπανικά; Όχι, όχι αποκλείεται. Αποκλείεται. Έχω γράψει καλά στα ισπανικά και λέω κι αν, κι αν;”. Λέω: “‘Όχι, όχι αποκλείεται, έχω γράψει καλά”. Κι είμαι στο μαγαζί. Δουλεύω. Δεν έχει κόσμο ακόμα, είμαστε στη φάση της προετοιμασίας, είμαι εγώ έξω στο μπαρ. Και είναι ένα παιδί ο Μάριος στην κουζίνα, σεφ, και κάνει τις προετοιμασίες. Και μπαίνω μέσα στο ίντερνετ, βλέπω τα αποτελέσματα. Βλέπω ότι έχω περάσει στην ισπανική φιλολογία.
Και αρχίζω, δακρύζω, δηλαδή έκλαψα και μπαίνω μέσα στην κουζίνα και του λέω: “Ρε συ Μάριε, πέρασα!” και μιλάει στο τηλέφωνο εκείνος και μου λέει: “Που; Τι φάση; Που πέρασες;”. “ Ρε του λέω, πέρασα στο Πανεπιστήμιο! Πέρασα!”. “ Α εντάξει, συγχαρητήρια”.
Κι εκείνη την ώρα δεν με χωράει ο τόπος όμως, θέλω να βγω και να αρχίσω να τρέχω σε όλο το Κουκάκι, σε όλο το Κουκάκι. Με έπιασε ένα… Είχα πολλά χρόνια να ζήσω αυτό το κάτι, το καρδιοχτύπι, το τρέμουλο της συγκίνησης και το κλάμα και το ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Τίποτα όμως. Τίποτα.
Είχα ένα καταπληκτικό μάθημα στο 2ο εξάμηνο τις: “Λαϊκές παραδόσεις της Λατινικής Αμερικής” και ήταν ένας καθηγητής ήταν η τελευταία χρόνια που έκανε μάθημα, μετά βγήκε στη σύνταξη. Ήταν ένας γλυκύτατος κύριος που μας έκανε μάθημα και άκουγες από πίσω το καναρίνι του.
Είχε ένα καναρίνι που κελάηδαγε κι εκείνος μας έκανε μάθημα και μας μίλαγε για το τάνγκο, για το Ελ Ντια Ντε Λος Μουέρτος, για όλες τις γιορτές που έχουν στη Λατινική Αμερική. Πώς ξεκίνησε το ένα, πώς ξεκίνησε το άλλο… Και ήταν ένα ταξίδι, κλεισμένοι σε ένα λοκ ντάουν και μέσω αυτού του μαθήματος και με αυτόν τον άνθρωπο, ταξίδευα αυτομάτως στη Λατινική Αμερική. Δηλαδή χανόμουνα.
Μουσικά όργανα της Λατινικής Αμερικής, τι φαγητά τρώνε στη Λατινική Αμερική. Μας έβαζε βίντεο, μας έβαζε τραγουδάκια να ακούμε. Και έλεγα: “Γουάου, και είμαι στο Ίλιον κλεισμένη σε ένα σπίτι λοκ ντάουν, φοβερό” .
Είναι το ταξίδι των ονείρων. Να γυρίσω όλη τη Λατινική Αμερική. Θέλω πάρα πολύ να τη δω. Αυτό. Δεν τελειώνει το ταξίδι ποτέ και αντί να, ξέρεις, να περνάνε τα χρόνια και να βαραίνουν λίγο σε σχέση με το τότε, πώς γίνεται να νιώθω πιο ανάλαφρη;
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Ιάσων Βογιατζής