Στο επεισόδιο ακούστηκε το μουσικό κομμάτι Δεκατέσσερα από την Billie Kark
Για μένα, θα έλεγα, ξεκίνησε η εφηβεία—όλη η σκέψη μου σχετικά με την εφηβεία, το πώς μεγαλώνει το σώμα μου και όλα αυτά—με την πρώτη μου περίοδο. Αυτή η μέρα για εμένα ήταν σημαδιακή.
Ήμουν, αν θυμάμαι καλά, στην πλατεία της γειτονιάς μου και έπαιζα κρυφτό. Το πιο παιδικό πράγμα που μπορείς να σκεφτείς, με τη φόρμα που είχε αγοράσει η μητέρα μου. Μια ροζ φόρμα, θυμάμαι, ήταν. Ευτυχώς ήταν φούξια, έντονη, και δεν φάνηκε τίποτα. Φεύγω, πάω σπίτι μου. Εντάξει, *TMI*, πάω στην τουαλέτα και βλέπω το αίμα.
Εκείνη τη στιγμή θυμάμαι ότι ουρλιάζω, και η μάνα μου μπαίνει—δεν χτυπάει καν την πόρτα του μπάνιου—και λέει:
«Τι έγινε;»
Της λέω: «Μαμά, αίμα».
Εκείνη τη στιγμή με καθησύχασε και ήταν κάπως: «Κατάλαβα, κατάλαβα περί τίνος πρόκειται». Και μου λέει: «Χαλάρωσε, βγες από το μπάνιο κι έλα στο δωμάτιό σου».
Πάω μέσα στο δωμάτιο, είχε μια σερβιέτα στο χέρι και μου λέει: «Ήρθε η περίοδος».
«Όλα καλά», μου λέει. «Χαλάρωσε».
Εγώ έκλαιγα εκείνη τη στιγμή. Υστερία.
Με καθησύχασε όσο μπορούσε, αλλά μετά ήταν κάπως: «Περίεργο όμως, γιατί εσένα σου ήρθε στα 12 σου και εμένα μου ήρθε στα 14 μου; Είσαι πολύ μικρή για να σου έρθει η περίοδος».
Και, μέσα στη στεναχώρια μου, το να ακούσω αυτό το πράγμα δεν ήταν πολύ ωραίο.
Γιατί υπήρχε μια ιστορία με τη μητέρα μου που το έκανε συχνά—όσο και να μεγαλώνω, προσπαθούσε να με κάνει παιδί. Μου έλεγε ότι δεν είναι ωραίο που ωριμάζω τόσο γρήγορα. Δεν της άρεσε αυτό.
Νόμιζε ότι το ώριμο σώμα μου, που θα γινόταν στην εφηβεία, δεν ήταν κάτι όμορφο. Ότι ήταν κάτι σεξουαλικό. Ότι στα 12 μου, το να έχω περίοδο είναι «πολύ γυναικίστικο, δεν είναι ακόμα η ώρα σου».
Και αυτό μου έμεινε.
Έφυγε από το δωμάτιο, θυμάμαι, και μου έμεινε στο μυαλό αυτό το πράγμα.
Από εκείνη τη στιγμή, όλα άλλαξαν εντελώς. Έκανα μια τούμπα από το παιδί που ήμουν, που έπαιζε κρυφτό στην πλατεία και γέλαγε με τις φίλες του. Ξαφνικά, έβγαινα στον δρόμο και με παρενοχλούσαν άντρες. Κάπως σημαδιακά, από εκείνη τη στιγμή που ήρθε η περίοδός μου, παρατήρησα μια άλλη συμπεριφορά από τους συνομηλίκους μου και από μεγαλύτερους ανθρώπους. Με αντιλήφθηκαν πιο πολύ σαν γυναίκα, αν και ήμουν… Είχα το μυαλό και τις σκέψεις ενός 12χρονου κοριτσιού. Δεν ήμουν έτοιμη για αυτή τη μετάβαση. Δεν περίμενα να γίνει τόσο γρήγορα αυτή η μετάβαση και ήταν πολύ περίεργο για μένα. Ήταν μια φορά που είχα γυρίσει από το φροντιστήριό μου στα αγγλικά που πήγαινα. Και ήταν καλοκαίρι τότε, θυμάμαι, και πήγαινα σπίτι μόνη μου, και ήταν ένας… «κύριος» πήγα να πω. Δεν ήταν κύριος, τέλος πάντων. Και μου ψιθύρισε: «Εσύ, ψηλή μωρό μου… γκομενάρα μου» και τέτοια πράγματα. Εγώ εκείνη τη στιγμή βούρκωσα γιατί δεν ήξερα τι να κάνω. Άρχισα να τρέχω γρήγορα προς το σπίτι μου. Ήταν μια περίπτωση, ένα συμβάν που ήξερα ότι θα μου συμβεί, γιατί με είχε ενημερώσει η μητέρα μου για κάτι τέτοιο. Αυτό είναι το πιο στενάχωρο πράγμα που έχω ξεστομίσει από το στόμα μου. Γιατί; Γιατί να ενημερώνεις τη 12χρονη κόρη σου που γυρίζει από τα αγγλικά ότι μπορεί ένας άντρας να τη παρενοχλήσει στον δρόμο; Θυμάμαι, δεν το είπα στη μητέρα μου. Απλά πήγα στο δωμάτιό μου και ντύθηκα. Άρχισα να κάνω τα αγγλικά μου και λέω: «Δεν θα ξαναφορέσω το σορτσάκι, δεν θα ξαναφορέσω αυτήν την άσπρη μπλούζα με φιογκάκια που είχε φτιάξει η μάνα μου, ειρωνικά». Λέω: «Αυτά φταίνε! Τα σορτσάκια φταίνε που φόραγα, γιατί έδειχναν πολύ το σώμα μου, το 12χρονο μου σώμα».
Μετά ήρθε το γυμνάσιο, που η μητέρα μου δεν ήθελε να το συνεχίσω στην περιοχή μου. Εγώ ζω στο Μεταξουργείο, μια όχι τόσο καλά φημισμένη περιοχή, και το επιχείρημά της για αυτή την αλλαγή ήταν: «Το σχολείο εδώ δεν είναι καλό, δεν έχει καλούς καθηγητές και δεν έχει καλό περιβάλλον. Έχει κακά παιδιά» μου λέει. «Γεμάτο ξένους είναι». Εκείνη τη στιγμή θυμάμαι αυτή τη συζήτηση που κάναμε στην κουζίνα. Ήταν το καλοκαίρι του ’16, όταν θα πήγαινα γυμνάσιο, και της λέω: «Μα τι εννοείς; Εμείς τι είμαστε; Εμείς δεν είμαστε ξένοι;» Μου λέει: «Ε, τώρα ξέρεις τι λέω. Καταλαβαίνεις τι λέω». Πραγματικά όμως, δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Γιατί εμείς είμαστε Αλβανοί. Εγώ, η οικογένειά μας. Είμαστε από την Αλβανία. Εγώ είμαι δεύτερη γενιά μεταναστών. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου ήρθαν το ’98 εδώ, το ’97 αν δεν κάνω λάθος, όταν άνοιξαν τα σύνορα στην Αλβανία, και έχουν αντιμετωπίσει πολλές σκληρές στιγμές. Αυτό το καταλαβαίνω. Κατάλαβα από ποια οπτική γωνία προσπαθούσε να μου πει αυτό το πράγμα. Ή με την οπτική γωνία ότι: «Εγώ έχω περάσει πολλά δύσκολα πράγματα εδώ, μέσα στην Ελλάδα. Δεν θέλω να περάσεις τα ίδια. Να σε αντιλαμβάνονται για μια ζωή ως μια Αλβανίδα».
Ήθελε να με πάει σε ένα περιβάλλον που είχε Έλληνες. Να γίνω σαν αυτούς, με μια έννοια. Να δω την κουλτούρα τους και να γίνω σαν αυτούς, αν και έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει εδώ πέρα. Αυτό και έγινε. Πήγα στο 2ο Πειραματικό Γυμνάσιο στους Αμπελόκηπους, σε ένα, ας πούμε, καλό γυμνάσιο.
Εκεί, όντως, είχε δίκιο. Ήταν περισσότερα παιδιά… Έλληνες. Σπάνια θα έβλεπες παιδιά που ήταν από άλλες χώρες. Και μάλιστα, το αστείο είναι ότι τα παιδιά που ήταν από άλλες χώρες, μερικά από αυτά Αλβανοί σαν εμένα, αρνούνταν την καταγωγή τους.
Αυτό έκανα κι εγώ.
Για πολύ καιρό προσπαθούσα να πείσω φίλους και άτομα στην τάξη μου ότι δεν ήμουν απ’ την Αλβανία, ότι ο πατέρας μου ήταν μισός Έλληνας και γι’ αυτό πήρα το επίθετό του, ότι έχω πάρει το επίθετο Ντραγκόι γιατί ο πατέρας μου είναι μισός Αλβανός, μισός Έλληνας.
Κανένας δεν πείστηκε απ’ αυτή την ιστορία. Απλά είχα αυτή την ψευδαίσθηση ότι θα με πιστέψουν… τώρα, με όνομα Ιωάννα Ντραγκόι, επίθετο Ντραγκόι, ότι εγώ είμαι Ελληνίδα.
Τόσο καιρό ήμουν στο δημοτικό, σε ένα περιβάλλον γεμάτο ξένα παιδιά, γεμάτο παιδιά, όπως θα έλεγε και η μάνα μου, του επιπέδου μας. Να πάω σε ένα σχολείο με άτομα που δεν είναι του επιπέδου μας και να πρέπει να παριστάνω ότι είμαι του επιπέδου τους.
Μετά από λίγο…
Προφανώς, κανένας δεν έχαψε το ψέμα μου, και άρχισα, μετά από λίγο, να αποδέχομαι κι εγώ και να λέω με περηφάνια—που ακόμα προσπαθώ να το κάνω αυτό και να ζω την αλήθεια μου—ότι είμαι Αλβανίδα.
Και take it or leave it!
Προφανώς, κανένας δεν πειράχτηκε από αυτό, οπότε δεν θα έλεγα ότι είχα δύσκολη σχολική εμπειρία. Είχα μια όμορφη παρέα, που ακόμα είμαι πολύ χαρούμενη να έχω κοντά μου.
Και μετά έρχεται η Δευτέρα Λυκείου, που έχουμε βγει από την καραντίνα. Ακόμα ψάχνω λίγο τον εαυτό μου, ακόμα πειραματίζομαι με την εμφάνισή μου.
Αλλά τότε άρχισα να είμαι πολύ επιθετική. Και aggressive με όλους και με όλα.
Τέλη Δευτέρας Λυκείου και σε όλη την Τρίτη Λυκείου είχα κατάθλιψη. Είχα καταλάβει ότι πλησιάζουν οι Πανελλαδικές.
Κάτι που το περίμενα από την 5η Δημοτικού θα έλεγα, αν δεν κάνω λάθος.
Οι γονείς μου, από μικρή ηλικία, είχαν την άποψη ότι:
«Τα παιδιά μου τα έφερα εδώ, στην Ελλάδα. Έκανα όλο αυτόν τον κόπο για να φτιάξω μια καινούργια ζωή για αυτά, και ο μόνος τρόπος που μπορούν να μου το ανταποδώσουν αυτό είναι το να βγουν σπουδαγμένα».
Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου.
Είναι τα μόνα άτομα από την οικογένειά τους, αντίστοιχα, που έχουν φύγει από την Αλβανία και έχουν έρθει στην Ελλάδα. Και έπρεπε να αποδείξουν και σε αυτούς ότι έχουν κάνει κάτι εδώ πέρα. Ότι έχουν κάνει δύο διαβασμένα παιδιά.
Εμείς θα ήμασταν αυτά τα βραβεία που θα παρουσίαζαν σε αυτούς, οπότε ήταν μεγάλο βάρος αυτό.
Όλη μου η σκέψη περιτριγυριζόταν γύρω από τις Πανελλαδικές.
Τι πρέπει να σπουδάσω; Τι πρέπει να γίνω; Αυτό που θέλει η μάνα μου, ο πατέρας μου.
Οπότε, όταν ήρθε η στιγμή της Τρίτης Λυκείου, που μου φαινόταν τόσο μακριά… να που ήμουν εκεί.
Τρίτη Λυκείου, το 2023. Να έρχομαι Ιανουάριο μήνα από το φροντιστήριο και, αντί να κάθομαι να διαβάζω, να κλαίω.
Για να βάλω τέλος σ’ αυτό το μαρτύριο, που ίσως ακούγεται γελοίο για κάποιους, αλλά για μένα φαινόταν μαρτύριο, έπρεπε να βάλω τέλος στην ύπαρξή μου, για να το πω όμορφα και γλυκά. Γιατί δεν έβρισκα κάποια άλλη διέξοδο. Δεν μπορούσα να κάτσω να διαβάσω. Ήθελα τα πάντα που έπιανα να είναι τέλεια. Είχα αυτήν την τελειομανία ότι:
«Η έκθεσή μου πρέπει να είναι τέλεια. Αν δεν είναι τέλεια, είμαι μια αποτυχία.
Γιατί να το συνεχίσω; Κάτι που δεν είμαι καλή; Γιατί να βλέπω την αποτυχία μου κάθε μέρα;»
Εκείνον τον μήνα, τον Μάρτιο, που ήταν πολύ έντονες αυτές οι άσχημες σκέψεις, είπα:
«Ιωάννα, τέλος! Δεν θα προσπαθήσεις. Αυτό ήταν. Θα γράψεις ό,τι γράψεις.
Θα σταματήσεις το φροντιστήριο. Και δεν θα σκέφτεσαι έτσι για τον εαυτό σου».
Μεγάλος παράγοντας σε όλο αυτό το πράγμα που περνούσα ήταν το φροντιστήριό μου και οι γονείς μου. Το φροντιστήριο αυτό που έκανε ήταν το να σε βαράει εκεί που πονάς.
Έλεγαν γλυκόλογα στους γονείς μας, κι εμάς μάς συμπεριφέρονταν σαν να είμαστε πιόνια. Στρατιώτες. Οπότε, είχα αυτή την πίεση. Και μετά ήταν ότι είχα τις σκέψεις μου κι εγώ. Ότι η μητέρα μου βασανίζεται κάθε μέρα στη δουλειά να πληρώσει την αποτυχία μου. Οπότε, ναι. Μάρτιο μήνα, εκείνη τη χρονιά, αποφάσισα ότι θα τα παρατήσω εντελώς. Ότι θα βάλω την ψυχολογία μου ως προτεραιότητα. Και κανέναν άλλον. Κανέναν άλλον. Ούτε φίλους, ούτε καθηγητές, ούτε οικογένεια, ούτε τίποτα. Εμένα θα βάλω σε προτεραιότητα. Οπότε ήρθε ο Ιούνιος μήνας. Δεν έγραψα αυτό που ήθελα να γράψω. Αλλά, περιέργως, πέρασα. Κάπου έγραψα κάποια μόρια. Πέρασα Κοινωνιολογία Κρήτης. Πέρασα στο μάθημα που ήθελα, αλλά δεν πέρασα εκεί που ήθελα.Ήθελα Αθήνα, γιατί, προφανώς, δεν μπορούσα να υποστηρίξω το να ζήσω έξω από την Αθήνα. Δεν μπορούσα να πάω σε νησί. Δεν είχα τα λεφτά. Δεν ήμουν οικονομικά άνετη για να μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Οπότε δεν γράφτηκα. Δεν έκανα τίποτα.
Δεν το είπα σε κανέναν.
Αφού ήρθε ο Σεπτέμβρης του ’23 και όλοι άρχισαν να γράφονται στα πανεπιστήμιά τους κι εγώ όχι, πήρα την απόφαση:
«Όχι, δεν θα φύγει έτσι αυτή η ευκαιρία από τα χέρια μου. Θα δουλέψω και θα ξαναπροσπαθήσω. Θα ξαναδώσω Πανελλαδικές». Κι αυτό έκανα.
Άρχισα να δουλεύω. Οκτώβρη, μήνα του ’23, στην εστίαση, ως βοηθός σερβιτόρου σε ένα εστιατόριο. Όμως, οι ώρες πολλαπλασιάζονταν. Οι μέρες γινόντουσαν ακόμα περισσότερες που δούλευα την εβδομάδα.
Αυτό που έκανα ήταν να έρχομαι αργά το βράδυ, 10 η ώρα, για 18χρονο κοριτσάκι. Να κοιμάμαι και το επόμενο πρωί να μην έχω κάνει τίποτα. Τη δεύτερη χρονιά δεν είδα καν τα αποτελέσματά μου, γιατί δεν ήθελα να δω αυτή την απαίσια προσπάθεια που είχα κάνει. Ένιωσα ότι το ’23-’24, που έδινα τη δεύτερη φορά, είχα χάσει τη ζωή μου.
Έτσι ένιωθα. Και ακόμα νιώθω για αυτό το κομμάτι.
Όλοι οι φίλοι μου ήταν στα πανεπιστήμιά τους. Έβρισκαν καινούργιους φίλους, καινούργιες σχέσεις. Όλα αυτά τα καινούργια πράγματα που δεν έκανα. Και αυτό με στεναχωρεί. Με στεναχωρούσε πάρα πολύ. Πάρα πολύ.
Και αυτή ήταν η μεγαλύτερη αμφιβολία μου για αυτή τη χρονιά που ξαναδίνω. Ότι έχω μεγαλώσει. Ότι φτάνω είκοσι χρονών. Ότι δεν έχω καταφέρει απολύτως τίποτα στη ζωή μου. Και ότι ο αγαπητός μου φίλος, το τηλέφωνο εδώ πέρα, δεν βοηθάει σε αυτό. Με την έννοια ότι μου μεταδίδει αυτές τις ιδέες καθημερινά. Ως γυναίκα, επίσης, είναι εκατό φορές χειρότερο.
Και αυτό που θέλω να πω και να ακουστεί σε όλο τον κόσμο είναι ότι η ζωή είναι μπροστά σου. Δεν έχεις χάσει τίποτα. Επειδή έχεις πάρει μικρότερα βήματα σε αυτή τη ζωή. Οι άλλοι, ναι, μπορεί να έχουν κάνει άλματα.
Μπορεί να έχουν τρέξει. Εσύ, που το έχεις πάρει σιγά σιγά και νιώθεις ότι έχεις αποτύχει, ότι έχεις χάσει ένα μέρος της ζωής σου… Δεν έχεις χάσει τίποτα.
Δεν είμαι πια αυτό το καταθλιπτικό κορίτσι που τα έβλεπε όλα ως μια αποτυχία.
Έχω αλλάξει το πώς βλέπω τον κόσμο γύρω μου. Τον εαυτό μου. Ευτυχώς, έχω λύσει πολλά προβλήματα σωματικά. Γιατί, όπως εξήγησα και προηγουμένως, δεν ήθελα να μεγαλώσω. Δεν ήθελα να μεγαλώσω επειδή δεν ήθελα να γίνω γυναίκα.
Είχα αυτόν τον φόβο. Αλλά πια είμαι τόσο περήφανη που είμαι γυναίκα. Έχω μια περηφάνια στο φύλο μου και σε μένα. Και θέλω να καθησυχάσω κάθε κοπέλα που είναι εκεί έξω και νιώθει ότι είναι μια αποτυχία. Ότι δεν είναι αρκετή. Ότι…
Είσαι αρκετή. Είμαι αρκετή. Αυτές οι προσπάθειες που έκανες, και αυτές οι προσπάθειες που κάνω εγώ, δεν είναι μια αποτυχία. Ήταν ένα learning curve.
Έμαθα από τα λάθη μου.
Και τώρα συνεχίζουμε.
Είμαι χαρούμενη εδώ που είμαι. Και εύχομαι να πετύχω αυτή τη χρονιά. Γιατί το ξέρω ότι θα πετύχω. Το ξέρουν όλοι γύρω μου. Και δεν το κρύβω.
Και, ναι…
Είμαι υπερήφανη για τον εαυτό μου.
Αυτό.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Nικόλας Καζάζης
Με την υποστήριξη του Mediterranean Women’s Fund.