Στο επεισόδιο ακούστηκε το μουσικό κομμάτι Μedieval Fantasy.
Το επεισόδιο πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Δράσεις στη Γειτονιά.
Εγώ έφυγα από την από την Ελλάδα 20 χρονών. Eίχα τον αδελφό μου ο οποίος ήταν στην Αφρική και ήθελα να ταξιδεύω. Μου άρεσε να ταξιδεύω παντού, ας πούμε, κι αυτά και βρήκα την ευκαιρία τέλος πάντων και πήγα μαζί του. Όταν εγώ πήγα εκεί και μου άρεσε πάρα πολύ, είπα ότι θέλω να μείνω, αλλά για να μείνω έπρεπε να παντρευτώ εκεί. Τώρα τι κάνουμε; Αρχίσαμε λοιπόν, το ρίξαμε και λίγο στο σορολόπ που λέμε ξέρω ‘γω και αυτά και στην πλάκα. Κάθε φορά μου ‘φερναν και από έναν νεαρό για να το του. Και η αποθέωση είναι ότι εγώ δεν μίλαγα καθόλου και μόνο τους παρακολουθούσα και μόλις φεύγανε λέγανε, έλεγε η ξαδέρφη μου: «δεν μ ‘αρέσει, πάμε για άλλον και πάμε για άλλον. Κάποια στιγμή λοιπόν ήρθε σεισμός, μέχρι εκεί πάνω μόλις τον είδα, «αμάν λέω». Τέλος πάντων, με αυτόν παντρευτήκαμε κιόλας. Κάναμε το παιδάκι μας το πρώτο, ήταν η Μαίρη μου.
Πέρασα πάρα πολύ ωραία όμως μαζί του ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος. Μας αγάπαγε και τις δύο και εμένα και την κόρη μας πάρα πολύ. Ήτανε πάρα πολύ όμορφα. Κάποια στιγμή όμως είχε αρχίσει ο αδελφός μου και αρρώσταινε. Αρρώστησε. Τι συμβαίνει; Δεν ήθελε, γιατί εγώ ήμουν έγκυος τότε και τους είπε ότι δεν θα πείτε τίποτα, ότι εγώ είμαι άρρωστος κτλ, αλλά τον έχανα κάποιες στιγμές «που είσαι Χρήστο μου, αυτός ήταν στο νοσοκομείο, μου έλεγε «εδώ, εγώ έχω πολύ δουλειά, έχω, του το έχω εκείνο». Τέλος πάντων, κατάλαβα ότι κάποια στιγμή, μου το είπαν, μου το είπαν, έτρεξα και κάποια στιγμή μου πέθανε. Τον έφερα εδώ στην Αθήνα, στην Ελλάδα για να τον δει η μαμά και ο μπαμπάς μου ήταν όταν πέθανε 29 χρονών. Ήταν το πρώτο χτύπημά μας, πάρα πολύ δυνατό. Και ήταν αγαπημένος μου αυτός αδελφός μεσαίος. Τέλος πάντων. Και κάποια στιγμή σιγά-σιγά, πάνω που είπαμε «δόξα τω Θεώ», έρχεται μια μέρα ο σύζυγος και μου λέει ότι ξέρεις κάτι. Έχουμε ένα θέμα, «τι θέμα;». Μου λέει κάτι συμβαίνει με την υγεία μου. Λέω: «τι έπαθες καλέ; Γιατί». Μου λέει πάμε σε μια γιατρό. Τέλος πάντων, και είχε καρκίνο. Όμως εγώ ήμουν έγκυος στην Τζίνα. Και τώρα τι γίνεται; Μου λέγανε όλοι εκεί «ρίξ’ το». Εγώ; Να ρίξω παιδί; Με τίποτα. Δε με νοιάζει θα το πολεμήσω. Τέλος πάντων. Όντως αναγκαστήκαμε και τον φέραμε εδώ τον άντρα μου και σε ένα μήνα μέσα πέθανε. Ήμουν έγκυος έξι μηνών. Η μαμά με τον μπαμπά μου ήταν μεγάλοι άνθρωποι, αλλά ήταν και ταλαιπωρημένοι πολύ. Και ήταν και ο γιος τους που πέθανε, μετά είδαν το γαμπρό που πέθανε. Και εγώ μόνη μου με δύο παιδιά τι θα έκανα; Δεν γινόταν διαφορετικά. Να πάω εκεί κάτω στην πόλη μας κτλ. δεν γινόταν γιατί δεν υπήρχαν δουλειές, δεν υπήρχαν τίποτα. Πώς εγώ να κάθομαι να με ταΐζει ο μπαμπάς μου, δεν γινόταν. Τέλος πάντων, αναγκαστήκαμε και ερχόντουσαν πότε ο ένας πότε ο άλλος, ξέρω ‘γω, κι αυτά, με τη μικρή πιο πολύ, τη Τζίνα, γιατί ήταν μωράκι πολύ, για να μπορέσω κι εγώ να δουλέψω, να βγάλω κάτι, να ταΐσω τα παιδιά. Αnyway.
Μετά από κει και ύστερα η μαμά μου δε μπορούσε. Ο μπαμπάς μου πάλι είχε προβλήματα υγείας με την καρδούλα του. Η μαμά μου ήταν με οξυγόνο. Δηλαδή, όλα αυτά τα πράγματα ήταν μαζεμένα, όλα είχαν μαζευτεί πολλά. Και κάποια στιγμή. Έρχονται. Μου χτυπάνε την πόρτα τα ξαδέρφια μου και λέω τι συμβαίνει ήταν η ώρα 2 τη νύχτα. Μου λένε «Σήκω». Τι έγινε; Νόμιζα ότι ήταν η μαμά μου. Να σου πω την αλήθεια μου, για τη μαμά μου ήταν πιο πολύ έτσι, είχε προβλήματα η γυναίκα. και μου λέει ο μπαμπάς πέθανε. «Τι είπες;» Ήταν η καρδιά του, στεναχωριόταν πάρα πολύ ο μπαμπάς μου. Αnyway. Μετά πέρασε αυτό λίγος καιρός, ήταν Νοέμβριος, και τον Αύγουστο τους μιλούσα εγώ και αυτά, αν είναι καλά, πώς είστε κτλ. «Όλα καλά παιδάκι μου, μην ανησυχείς κλπ. ΟΚ να πάρεις το παιδί κάτω. Παίρνει να πάρει το παιδί κάτω το μικρό και κάποια στιγμή δεν μπορούσε να αναπνεύσει διότι είχε οξυγόνο και την παίρνει ο αδερφός μου που ήταν εδώ με άλλους να την φέρει στην Αθήνα με το ταξί. Και ήταν και γυναίκα του μαζί και της πέθανε στο δρόμο.
Άλλο ήταν αυτό. Από κει και ύστερα πλέον ήταν πάρα πολύ δύσκολο για μένα, διότι δεν είχα τους γονείς μου. Τα αδέρφια μου είχαν τις γυναίκες τους. Δεν… Ούτε ένα δολάριο. Και δεν ήθελα κιόλας, ήμουν άνθρωπος που δεν ήθελα κιόλας. Από εκεί και ύστερα πλέον είχαμε προβλήματα. Μέχρι που κάποια στιγμή μου είπαν ότι στα καράβια δίνουν καλά χρήματα. ΟΚ, θα πάω.
Πήγα στο νοσοκομείο γιατί ήμουνα 35 κιλά και δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου και είπα ότι «Παναγία μου, αυτά τα παιδιά τι θα κάνω; Τι θα γίνει αν εγώ πάθω κάτι;» Με είχαν εκεί μέσα ένα μήνα σχεδόν. Οι ίδιοι οι γιατροί ερχόντουσαν να μου πουν ένα ανέκδοτο, να μου πει έτσι κάτι να γελάσω. Και στην αρχή δε γέλαγα καθόλου. Και όταν μπήκε μέσα ένας γιατρός με έναν άλλον και του είπε ότι έχουμε την αγέλαστη, του λέει εδώ πέρα που δεν γελάει ποτέ, λέει «αποκλείεται», λέει ο άλλος γιατρός, δεν ξέρω τι ήταν εκείνος. Λοιπόν, και τους κοίταζα και τους δύο και έλεγα μέσα μου «Ναι, εσείς… καλά…». Εγώ όμως σκαφτόμουν τα παιδιά μου που τα είχα αφήσει μόνα τους. Ήμαστε μόνοι μας. Ήταν οι γονείς ότι είχαν πεθάνει και εν τω μεταξύ δεν είναι μόνο αυτό. Άρχισαν μετά και τα αδέρφια μου και πέθαιναν, το ένα μετά το άλλο. Όλο αυτό μου κόστισε πάρα πολύ. Δεν είχα βοήθεια από κανέναν και είμαι υπερήφανη και είμαι πολύ περήφανη διότι μπόρεσα, κρατήθηκα, κράτησα τα παιδιά μου με όλες αυτές τις δυσκολίες της ζωής και προσπάθησα όσο μπορούσα να τα έχω δεμένα. Αλλά δεν είναι εύκολο. Καθόλου εύκολο, ιδιαίτερα όταν δεν έχεις μια σταθερή δουλειά.
Γιατί εγώ όταν πρωτοήρθα δεν ήξερα τι γίνεται. Δηλαδή εδώ πέρα δεν… ήμουν στην Αφρική με τον άνθρωπό μου, δεν με άφηνε να δουλέψω. Πήγαινα από δω, πήγαινα από κει, τα λούσα μου, το ένα, το άλλο. Ήμουν τελείως, μια φάση, ας πούμε, η οποία εφτά χρόνια, οκτώ, νόμιζα ότι ζω σε ένα άλλο μέρος, σε μια άλλη οντότητα, σε μια άλλη. Δεν ξέρω πώς, πώς το είχα πάρει. Γιατί ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος του άρεσε να είμαι ντυμένη ωραία, να, πέντε η ώρα, τεσσερισήμισι ώρα έπρεπε να έχει έρθει στο σπίτι, να έχουμε ετοιμάσει το φαγητό, να πάμε για, να φάμε και μετά να πάρουμε το αυτοκίνητο με την κόρη μας και να πάμε βόλτες. Και απότομα. Μου γύρισαν όλα ανάποδα. Όταν ήρθα εδώ. Πέθανε ο άνθρωπός μου. Πέθανε μπροστά μου. Τον έντυσα. Όλα αυτά ήταν μέσα, εδώ, και δεν μπορούσες να τα πιάσεις και να πεις τι γίνεται κτλ. Ήμουν ένα… ένα σώμα χωρίς ψυχή, χωρίς τίποτα μέσα. Απλά προσπαθούσα να βρω πώς θα το κάνω, πώς θα το φτιάξω. Όλη νύχτα δεν κοιμόμουνα γιατί έπρεπε να έχω πάντα τη σκέψη μου στα παιδιά.
Εκεί όμως, στο νοσοκομείο που ήμουνα, ήταν ο άντρας μου που είναι τώρα, που έχω παντρευτεί, και είχε μπει για εξετάσεις. Ο άντρας μου με είχε καταλάβει ότι κάτι συμβαίνει κι ήταν δίπλα μου και καθόταν δίπλα μου και μπροστά εδώ είχε ένα μεγάλο σταχτοδοχείο. Και όπως καθόμουν εγώ και σκεφτόμουν τα παιδιά μου, βλέπω σε τη στιγμή. Μου κάνει ένα «κα κα κα» χωρίς να υπάρχει κάτι. Κάνω έτσι, λέω «Παναγία μου, τρελός είναι». Και ρίχνει δύο αυγά μέσα στο τέτοιο [σταχτοδοχείο]. Εκεί λοιπόν πραγματικά ξεραθήκαμε όλοι κι εγώ μαζί στα γέλια κι από κει και ύστερα κάναμε μια φιλία. Προσπαθούσε να με βοηθήσει, ας πούμε και τα λοιπά. Και μετά από δύο χρόνια, πόσο ήτανε; Μου λέει «κοίτα να δεις κάτι, εγώ σ’ αγαπάω. Θέλω να είμαστε μαζί, θα παντρευτούμε να τελειώνουμε».
ΟΚ, το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα, μου λέγανε όλοι ναι. Εγώ έλεγα όχι. Να είμαι ειλικρινής. Δεν ήθελα γιατί δεν ήξερα πώς θα αντιμετωπίσω τα παιδιά μου, τα κορίτσια. Και από κει και ύστερα άρχισα και λέω ό,τι είναι θα είμαι μαζί με τα παιδιά μου. Δεν γινόταν διαφορετικά. Αν είχα τη μαμά μου και τον μπαμπά μου που τους είχα πριν, δεν θα είχα πρόβλημα. Πραγματικά θα ήμουν μια χαρά. Ούτε θα παντρευόμουνα. Δεν το είχα ανάγκη. Όμως. Το έκανα γιατί έπρεπε.
Με την Τζίνα είχε ένα πρόβλημα αυτός. Τώρα βέβαια, από την μια πλευρά βέβαια ήταν άσχημο κι από την άλλη δεν ήξερε κι αυτός γιατί ήταν νέος, ήταν, δεν ήταν πατέρας, ας πούμε, δεν είχε παντρευτεί ποτέ κτλ. Και όταν βλέπεις τώρα ένα παιδάκι ας πούμε και παίζει από ‘δω, ήξερε. Όλο το μάλωνε το παιδί. Εγώ εκνευριζόμουνα. Από την άλλη όμως δεν ήξερα και τι να κάνω. Λέω «να τον διώξω; Να πάρω το διαζύγιο; Από κει και ύστερα τι γίνεται;»
Αλλά προσπαθούσα όσο μπορούσα να φέρνω έναν balance μέσα στην οικογένεια, να μην τσακώνεται ο ένας με τον άλλον και ιδιαίτερα να μην ενοχλεί ο ένας με τον άλλο. Σιγά-σιγά τα καταφέραμε. Άρχισε κι ο άντρας μου να είναι ήρεμος, να έχει ηρεμήσει. Τα παιδιά τον λένε «μπαμπά» και τα δύο, μας εκτός από το γιό μου, βέβαια, τα κορίτσια μου τον λένε «μπαμπά» και τους είπα ότι «κοίταξε να δεις κάτι, θέλω να μπορέσετε εσείς αν σας λέει κάτι δεν θα του απαντάτε. Θα ‘ρχεστε σε μένα και από κει και ύστερα το κανονίζω εγώ». Περάσαμε δύσκολα, όμως περάσαμε αρκετή δυσκολία. Το πολεμήσαμε όμως πολύ και πολλές φορές και μετά και με την μεγάλη μου που κράταγε κακία. Δεν έλεγα εγώ δεν μίλαγα εύκολα ούτε και στα παιδιά μου ούτε σε κανέναν. Και στην Τζίνα και στον γιο μου ακόμα και μου ‘λεγε το παιδί το μικρό «μαμά, γιατί δεν λες του μπαμπά» ας πούμε όταν νευρίαζε ο μπαμπάς «μαμά, γιατί δεν του λες τώρα να σταματήσει, να σταματήσει;» Του ‘λεγα: «Άσ’ τον, αγάπη μου, θα του περάσει και μετά θα μιλήσω μαζί του». Όλο αυτό όμως τα κορίτσια νόμιζαν ότι ήμουν πίσω και ότι έκανε εκείνος ό,τι ήθελε. Δεν ήταν όμως έτσι, γιατί εγώ είμαι και ένας άνθρωπος που δεν μου αρέσει οι καυγάδες και δεν μου αρέσουν ποτέ. Από τότε που ήμουνα μικρό παιδάκι και μέχρι και αυτή τη στιγμή είναι σπάνιο να τσακωθώ και με τον άντρα μου και με τα παιδιά μου. Αλλά γενικά όμως και παντού. Όχι γιατί φοβάμαι. Απλά δεν μου αρέσουν οι καβγάδες και όλα αυτά. Θέλω μια ήρεμη ζωή. Θέλω ένα ήρεμο σπίτι.
Τελείωσε όλο αυτό. Σιγά-σιγά μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά. Αλλά, μέσα μας όμως ήμασταν όλοι… δεν ήταν, ας πούμε, αυτή η ηρεμία που είχα με τον άντρα μου. Αλλά τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά ίσως κατάλαβαν κάποια πράγματα και γιατί και με μένα ακόμα είχανε όχι μίσος, προς Θεού. Δεν μπορούσαμε να ταυτιστούμε με τα παιδιά μου, ενώ προσπαθούσα και προσπαθούσα να τους πω πέντε πράγματα κλπ. «Μαμά, δε χρειάζεται εσύ έχεις το δρόμο σου και ‘μεις το δικό μας. Κάπως έτσι,
Τώρα πλέον είμαστε όλοι καλά. Ας το πούμε έτσι «καλά». Είναι πάρα πολλά και μικρά και μεγάλα και πρέπει κάποια στιγμή να τα διώξουμε, να πάνε προς τα πίσω και να προχωρήσουμε μπροστά. Γιατί εμείς τώρα, εντάξει, είμαστε οι μεγάλοι άνθρωποι. Κάποια στιγμή θα φύγουμε από τη ζωή. Τουλάχιστον να είναι αγκαλιασμένα τα τρία αδέρφια. Αυτό με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή. Ότι είχαμε περάσει πάρα πολλά, είχαμε πάρα πολλά περάσει. Έχω ρίξει πάρα πολύ κλάμα, πολύ κλάμα, έχω ρίξει πολύ στενοχώρια. Δεν ήθελα να βγω έξω να πάω οπουδήποτε, παρά έβαζα το κεφάλι κάτω και δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ, ίσα-ίσα για να μην δίνω δικαιώματα ακόμη και στον άντρα μου, και στα παιδιά μου να είναι κάπως καλά. Όταν παντρεύεται μια κοπέλα ένας άνθρωπος γενικότερα πιστεύω ότι θέλει να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια και να περάσει όλη τη ζωή του όμορφα και ωραία. Λοιπόν, εμάς δε μας βγήκε γιατί ο μπαμπάς μας ο πρώτος μας είχε φύγει πολύ νωρίς.
Και πραγματικά, τώρα είμαστε μια χαρά. Δόξα τω Θεώ, με τον άντρα μου, τουλάχιστον, δεν έχουμε τσακωθεί ποτέ. Και άμα καμιά φορά μόνο εγώ φωνάζω, εκείνος δεν φωνάζει.
Όλα αυτά που πέρασα και δεν πέρασα μόνο εγώ, πέρασαν και τα παιδιά μου. Ακόμα κι γιος μου ήταν νευρικός γιατί έβλεπε ότι τσακωνόταν, ας πούμε, με τα παιδιά. Εγώ δεν μπορούσα. Αυτό μου είπε και η Τζίνα κάποια στιγμή, μου λέει: «Μαμά δεν είχες το σθένος να του πεις «ώπα, εκεί εσύ. Αυτά είναι δικά μου παιδιά». Ναι, γιατί δεν το έκανα; Ήθελα να το κάνω, αλλά φοβόμουνα ότι μπορεί να φύγει. Και μετά τι θα κάνω; Αυτός ο φόβος είναι ό,τι χειρότερο. Ό, τι χειρότερο. Και τώρα έχω καμιά φορά που κάθομαι και του μιλάω του άντρα μου και του λέω, κοίταξε να δεις κάτι, μη νομίζεις ότι ήσουν και καλύτερος και εσύ, το και το, τα θυμάσαι; Αυτό είναι το άσχημο που έκανα εγώ. Γιατί εγώ αν, ας πούμε, είχα πιο πίστη στον εαυτό μου και πιο δύναμη με το πρώτο που πήγαινε να μαλώσει το παιδί, του ‘λεγα: «βγες έξω τώρα!» όπως θα το έκανα τώρα. Τώρα θα το ‘κανα. Τότε όμως δεν μπορούσα να το κάνω γιατί είχα την ανάγκη. Είχα την ανάγκη. Αυτά. Τι να κάνουμε, Έτσι είναι.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία: τράπεζα εικόνων
Μιξάζ: Nικόλας Καζάζης