Στο επεισόδιο ακούστηκαν τα μουσικά κομμάτια: Piano Moment – Zakhar Valaha
Είμαστε μέσα στο ΚΤΕΛ. Έχουμε φύγει από την Αθήνα, εγώ δηλαδή έχω φύγει από την Αθήνα και πηγαίνω ένα ταξίδι. Ένα Σαββατοκύριακο στην πόλη που μεγάλωσα, στο Βόλο, να δω τους δικούς μου. Δεν τους το έχω πει, πάω να τους κάνω έκπληξη.
Αυτό το συνηθίζαμε κάποτε με τους γονείς μου. Ωστόσο, εγώ πήγαινα εκεί με σχέδιο. Γιατί είναι η στιγμή που έχω αποφασίσει να πάω και να τους πω ότι μου αρέσουν τα κορίτσια. Πλησιάζοντας προς το Βόλο, αρχίζω να σκέφτομαι πολύ έντονα. Ήταν αυτή η σκέψη ότι “έλα μωρέ τώρα, τι πας να τους πεις και τα αγόρια είναι καλά”. Αρχίσω να διαπραγματεύομαι με τον εαυτό μου την ίδια μου την επιλογή, που έχει γίνει χρόνια πριν.
Φτάνοντας εκεί δεν πάω κατευθείαν στο σπίτι. Πηγαίνω να βρω την αδερφή μου που είναι έξω, κάπως λίγο να χαλαρώσουμε. Είμαι πολύ αγχωμένη. Ύστερα πάμε στο σπίτι. Γίνεται η έκπληξη. Μπαίνω μέσα. Δεν με περιμένουν. Πάρα πολύ χαρούμενοι, που έχω πάει. Εκεί αρχίζω και δυσφορώ ακόμα περισσότερο, γιατί κάπως σκέφτομαι ότι χάρηκαν τόσο πολύ. Και τώρα αυτό που έχω να τους πω είναι κάτι φρικτό ας πούμε ή δεν ξέρω κάτι που θα τους επιβαρύνει.
Οπότε καθόμαστε λέμε τα νέα μας, ξαφνικά προκύπτουν εκείνη τη φορά πάρα πολλά νέα, που είχαμε να πούμε, γιατί προσπαθώ να καθυστερήσω να πω αυτό που θέλω να πω. Λέμε όντως πάρα πολλά νέα. Κάθε φορά που υπάρχει μια παύση, η αδερφή μου, που έχει αρχίσει να κουράζεται, από την τόση ώρα εκεί λέει: “Κάτι άλλο;” και εγώ βρίσκω ένα καινούριο, πολύ γρήγορα. Λέω οπότε κάτι άλλο. Έχουν περάσει πια κάμποσες ώρες. Εγώ δεν έχω καταφέρει να το πω, ούτε καν να πλησιάσω προς τα εκεί με κάποιο τρόπο. Αρχίζω και σκέφτομαι ότι εντάξει, είναι πολύ κουρασμένη η αδελφή μου. Πρέπει κάποια στιγμή να φύγουμε. Θα έμενα στο σπίτι της εκείνο το βράδυ και όχι στους γονείς μου. Δουλεύει την άλλη μέρα το πρωί. Κάπως πρέπει να τελειώνουμε με αυτό το πράγμα, οπότε ξεκινάω και λέω την εξής φράση: “Eεε λοιπόν, να σας πω τώρα και τον σκοπό της επίσκεψής.” Παύση. Μου λένε: “A, υπάρχει και σκοπός;”. Λέω: “Nαι.”. Θυμάμαι εκείνη την ώρα να λέω αυτή τη φράση μέσα στο μυαλό μου. Δεν ξέρω πόσες φορές. Και την ίδια στιγμή να συνειδητοποιώ ότι δεν έχει ανοίξει το στόμα μου.
Δεν τη λέω. Πράγματι νομίζω ότι την έλεγα, δεν την έλεγα, δεν κατάφερα να το πω. Απλώς κάποια στιγμή κατάλαβα ότι και η αδερφή μου κάπως, πλέον, με κοιτούσε με μια αγωνία. Οπότε το μόνο που κατάφερα να πω ήταν: “Πες εσύ”. Εκείνη ξαφνικά σηκώνεται ανασυντάσσεται και μου λέει: “ Tι να πω;”
“Ε”” λέω “ναι, πες.” Oπότε δεν το είπα ποτέ εγώ, το είπε εκείνη.
Είπε απλώς: “Μαμά, μπαμπά της Λήδας, δεν της αρέσουν τα αγόρια, της αρέσουν τα κορίτσια”. Ήταν τόσο απλό, αλλά εγώ δεν το κατάφερα.
Η αντίδραση ήταν ήπια εκείνη την ώρα, ο μπαμπάς είπε: “Αυτό ήταν όλο;”. Κάτι τέτοιο. Η αδερφή μου έκανε ένα χιουμοράκι εκεί είπε: “‘Όχι είναι και έγκυος.”. Γελάσαμε, εντάξει, το ξεπεράσαμε. Η μαμά δεν είπε πολλά. Εγώ θα έμενα εκεί κάνα δυο μέρες μόνο γιατί δούλευα στην Αθήνα. Ωστόσο, καταλάβαινα πως ίσως χρειαζόταν λίγο παραπάνω. Για εκείνους, έλεγα παλαιότερα, όταν έλεγα αυτή την ιστορία. Τώρα καταλαβαίνω ότι μάλλον και για μένα χρειαζόταν λίγο παραπάνω. Εκείνο το βράδυ έφυγα από το σπίτι λέγοντάς τους: “Ωραία, εγώ θα φύγω, τώρα. θα πάω να να μείνω με την αδερφή μου. Αν θέλετε αύριο, θα τα πούμε αν δε θέλετε θα το καταλάβω”. Εκείνοι δεν είχαν πει κάτι. Όλο αυτό ήταν δικό μου.
Την επόμενη μέρα βγήκαμε. Πήγαμε για τσίπουρα.
Ήταν όλοι μια χαρά. Έμεινα λίγες μέρες παραπάνω. Ακολούθησαν κάποιες συζητήσεις κυρίως με τη μαμά μου, η οποία προσπαθούσε να καταλάβει αν αυτό ήταν μία επιλογή ή αν έχω κάπως περάσει άσχημα και γι’ αυτό κάνω αυτή την επιλογή. Αφού το διαλευκάναμε και το ησυχάσαμε αυτό το θέμα. Η πιο πολύ έννοια της,νομίζω, είχε να κάνει με το αν θα αντιμετωπίσω δυσκολίες στη ζωή μου βάσει αυτής της επιλογής, γιατί έτσι δυστυχώς είναι ο κόσμος.
Ακολούθησε μια περίοδος που ο καθένας, εννοώ από τους δύο τους, υποστήριζε με το δικό του τρόπο. Η μαμά με περισσότερη κουβέντα, ο μπαμπάς με έναν πολύ γλυκό δικό του τρόπο. Θυμάμαι ότι λίγο καιρό αργότερα, που είχα ξαναπάει στο Βόλο, είχα βρεθεί σε μια κουβέντα με τη μαμά μου και μια φίλη της, κοινή μας φίλη. Η κουβέντα ήταν περί παιδιών. Εγώ δεν είχα σκεφτεί αυτό το θέμα για μένα, αλλά ήταν εντυπωσιακό πόσο η μαμά υποστήριζε ότι : “Ναι και γιατί εσύ να μην κάνεις παιδί;”. Και αυτό συνέβη λίγο μετά.
Κάπως όλη αυτή η δυσκολία. Που ήμουν σίγουρη ότι θα υπήρχε. Δεν είχε να κάνει με τους άλλους. Είχε να κάνει με μένα. Και είναι σαφές αυτό γιατί ακόμη και σήμερα δεν είμαι σίγουρη αν θέλω να την πω αυτή την ιστορία ή όχι.
Δεν ξέρω αν θα μου είχε γεννηθεί η ανάγκη να μοιραστώ κάτι τέτοιο με τους γονείς μου, αν δεν ήταν αυτοί οι άνθρωποι που είναι. Όπως δεν μου γεννιέται η ανάγκη να το μοιραστώ με τον καθένα στη ζωή μου γενικώς, όχι μόνο αυτό, οτιδήποτε προσωπικό. Τελικά η ανάγκη μου δημιουργήθηκε γιατί κατάλαβα κάποια στιγμή, αφού πια είχα αρχίσει να κάνω σχέσεις στη ζωή μου με κορίτσια. Ότι κάπως πια δεν περνάω το ίδιο καλά με τους γονείς μου. Και σκέφτηκα τότε ότι ίσως να φταίει πως εγώ κάτι τους κρύβω, που είναι για μένα πολύ σημαντικό και μάλλον θα ήθελα να το μοιραστώ για να περνάμε καλύτερα. Γι’ αυτό πήγα.
Δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος που έχω κάποια ανάγκη άμα τη εμφανίσει να δηλώσω κάτι τέτοιο. Δεν έχω καμία ανάγκη να δηλώσω τίποτα άμα τη εμφανίσει. Προτιμώ να γνωριστούμε. Όμως το γεγονός ότι το είχα μοιραστεί αυτό με τους γονείς μου με έκανε να νιώθω ότι δεν πρέπει να το κρύβω, για κάποιο λόγο. Μήπως από κάποιο περίεργο μονοπάτι φτάσει κάτι στα αυτιά κάποιου που δε θα ήθελα.
Δε θυμάμαι αν ανακουφίστηκα εκείνο το βράδυ γιατί ήμουν πολύ μπερδεμένη και από το γεγονός ότι δεν κατάφερνα να το πω εγώ. Δεν είχα καταφέρει να το πω ούτε νωρίτερα στην αδερφή μου και εκεί υπήρξε μια παρόμοια ιστορία με την κολλητή μου μαζί που εγώ ήθελα να το πω στην αδερφή μου και πάλι οι λεξούλες δεν έβγαιναν και το ‘πε η κολλητή μου, τόσο που αργότερα υπήρχε και αυτό το αστείο, ότι “Εντάξει η πια. Τι είναι αυτό το θέμα; Γράμμα- αλυσίδα που πρέπει να το πούμε ο καθένας σε άλλους εφτά για να ευτυχήσουμε, να μη συμβεί κάτι φρικτό.”.
Κάπως έτσι το έκανα εγώ στην άλλη μου αδερφή. Το είχα πει μόνη μου, αλλά πήρα ένα τριήμερο. Είχαμε φύγει ένα τριήμερο με σκοπό εγώ να της το πω. Γι αυτό ήθελα και είχα κάνει έναν τεράστιο πρόλογο για το τι έχω να της πω. Κάτι τρομερό που έχω κάνει, κάτι τρομερό που έχω κάνει, όχι κάτι που είμαι ή κάτι που θέλω. Κάτι τρομερό που έχω κάνει, νόμιζα πως είναι. Δεν ξέρω γιατί.
Δεν μεγάλωσα σε μια κλειστόμυαλη οικογένεια. Μπορεί να μεγαλώσω σε μια κάπως κλειστόμυαλη κοινωνία και αυτό δεν αναιρείται ακόμα και όταν η οικογένεια είναι ανοιχτόμυαλη. Ήξερα ότι έχω το χώρο να το πω στους γονείς μου. Προφανώς και γι’ αυτό μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να το πω, αλλά εγώ σε μένα να το πω, μπορεί να ήταν και πιο δύσκολο. Πέρασε αρκετός καιρός που θεωρούσα πως δεν δικαιούμαι να πω σε ένα κορίτσι ότι μου αρέσει γιατί θεωρούσα πως θα το προσβάλω. Δεν είχε να κάνει με τους γονείς μου αυτό.
Δεν υπήρχε κάποια έκρηξη χαράς. Απλώς ήταν πιο εύκολα. Δεν άλλαξε ποτέ τίποτα. Ήμασταν ήδη κοντά. Ούτε πιο κοντά μας έφερε, ούτε πιο μακριά. Δεν άλλαξε κάτι. Εξακολουθούσα να είμαι ο άνθρωπος που ξέρανε και που γνωρίζουν ξανά κάθε μέρα με κάτι καινούργιο που μπορεί να προκύπτει, όπως κι εγώ εκείνους.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Ιάσων Βογιατζής