Στο επεισόδιο ακούστηκαν το μουσικά κομμάτια Lost των The Earthbound και Τραγουδάμε Δίχως Φόβο από θηλυκότητες της Ανοιχτής Ορχήστρας.
Από την 1η Λυκείου, γενικώς, θυμάμαι πάρα πολύ το αίσθημα του φόβου και της αδικίας. Ο φόβος προήλθε, δηλαδή, κυρίως από… ας πούμε, από το σχολείο, από τα πρώτα σκηνικά.
Το ότι είχαμε έναν καθηγητή, ο οποίος μας παρενοχλούσε, και σε όλο αυτό, δηλαδή, δεν ξέραμε πώς να αντιδρούσαμε. Είχε ξεκινήσει τώρα η φάση με το να λέει, ξέρω ’γώ: «Θα μείνουν μόνο τα κορίτσια στην τάξη. Τα αγόρια θα βγουν όλα έξω».
Εμείς, έξι κορίτσια τώρα, στο Επαγγελματικό Λύκειο—μόνο έξι κορίτσια, και ήταν άλλα δεκαοκτώ αγόρια—και παγώνουμε εμείς.
Λέμε εμείς: «Τι;» Και κλειδώνει και την πόρτα, ξέρω ’γώ.
Και απλά αρχίζει να μας λέει τα θέματα, απλά, για το τεστ. «Εντάξει», λέμε, ξέρω ’γώ, «κάτι λειτούργησε υπέρ μας».
Ε, μετά όμως, άρχιζε γενικότερα… απλά τοπάκια να φοράμε ή οτιδήποτε. Άμα ήταν έξω η κοιλιά μας, κάτι θα έλεγε. Θα ερχόταν, ξέρω ’γώ, θα μας έπαιρνε τις ζακέτες που φορούσαμε και θα τις έκλεινε. Και θα έλεγε: «Τι φοράς τώρα; Κλείσ’ το, με προκαλείς»… και διάφορα τέτοια.
Εμείς εκείνη την ώρα φωνάζαμε, κάναμε χαμό, τον παίρναμε στην πλάκα, αλλά άρχισε αυτό να κλιμακώνεται, με το ότι μια μέρα, τελοσπάντων, βαράει κουδούνι, πάμε να βγούμε, και βγαίνω εγώ τελευταία. Και έτσι όπως πάω να περάσω από την πόρτα, με πιάνει από τον λαιμό, με σπρώχνει μέσα και μου κάνει: «Τα παράθυρα, κούκλα».
Εκείνη την ώρα φοβήθηκα, και μου βγήκε τελείως αντανακλαστικό το να το σκάσω. Ανάποδη σφαλιάρα απευθείας, δηλαδή, κιόλας. Ήταν αυτό που ξέραμε, λίγο-πολύ, από τις γειτονιές, ότι «αμέσως έχεις στα χέρια σου».
Ε; Και έπειτα από αυτό, δηλαδή, έγινε χαμός. Νομίζω… δεν θυμάμαι καλά.
Είχε έρθει και ο διευθυντής, και του λέω: «Κάνε ό,τι γουστάρεις. Εγώ, άμα προσπαθήσεις να με αποβάλεις, οτιδήποτε, δεν θα το ακούσω καν και θα γίνει μεγαλύτερος χαμός. Γιατί ο άνθρωπος μ’ έπιασε από τον λαιμό! Είναι 60 χρονών, με έπιασε από τον λαιμό και με ’βαλε μέσα».
Και, τελοσπάντων, γενικότερα, αυτός, δηλαδή, ήταν ένας πολύ μεγάλος μας φόβος. Είχαμε κάνει άπειρα σκηνικά, και είχε, μια άλλη φορά, στις σκάλες, χουφτώσει μια κοπέλα. Κανονικό χούφτωμα. Κι η κοπέλα στους γονείς της έκανε χαμό. Έριξαν την καταγγελία, και βγήκαν μετά όλοι και υποστήριζαν πως δεν ήταν σεξουαλικό. Ήταν απλά ένα τυχαίο άγγιγμα, που έτυχε πάνω στον συνωστισμό της σκάλας, ξέρω ’γώ, στην ώρα του διαλείμματος.
Δηλαδή, εκείνη την ώρα ήμασταν σε φάση: Δηλαδή, πρέπει να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες; Ξέρω ’γώ… Μας ακύρωναν τελείως το όλο μας συναίσθημα. Και μετά νιώθαμε τρελοί τελείως.
Που σε αυτό είχαμε και τα αγόρια μαζί μας.
Εμείς, μετά, το διαχειριστήκαμε αλλιώς. Τον είχαμε πάρει από πίσω με νεράτζια και χίλια δυο τέτοια. Αλλά τίποτα από αυτά δεν βοήθησε πραγματικά.
Γιατί ο άνθρωπος είναι μέχρι σήμερα εκεί, στην ίδια θέση, να παρενοχλεί ακόμα κοπέλες. Δηλαδή, ρωτάω παιδιά που ακόμα είναι εκεί, και μου λένε: «Ακόμα κάνει το ίδιο. Ακόμα πέφτουν οι καταγγελίες. Ακόμα δεν γίνεται τίποτα».
Είχαμε μαζέψει υπογραφές κιόλας. Είχαμε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι μας ως ανήλικα πλάσματα, 15 χρονών.
Έπρεπε, δηλαδή, μετά, να βρίσκομαι σε μια θέση, στο να προσέχω πάρα πολύ ποιος είναι δίπλα μου, στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Έπρεπε να προσέχω, επίσης, να έχω τα μάτια μου τετρακόσια και να είμαι μόνιμα σε ένα άγχος και μόνιμα σε μια τσίτα.
Δηλαδή, τα χέρια μου σφιχτά, το σαγόνι μου επίσης σφιχτό, να είμαι όλη στην τσίτα, να έχω τον νου μου. Να έχω τον νου μου, να μην πάθω κακό.
Δεν είχα ιδέα πως έπρεπε να με προστατέψω. Τι πρέπει να κάνω; Και ήταν και ο λόγος που μέχρι δηλαδή και το καλοκαίρι δεν είχα τη φωνή μου, δεν μίλαγα, ενώ θα μπορούσα, να έκανα ότι ήθελα να το κυνηγούσα. Δεν μίλαγα γιατί φοβόμουν πάρα πολύ. Και διάφορα τέτοια σκηνικά…. Ας πούμε μια φορά που γυρνάγαμε από το σχολείο και επειδή ήταν σε άλλη περιοχή γυρνάγαμε με τον ηλεκτρικό
Και ήταν ένα κοριτσάκι μόνο του. Και ήμασταν εμείς στη γαλαρία του ηλεκτρικού. Πέντε-έξι κοριτσούδια και, τέλος πάντων, βλέπαμε κάτι τύπους να πάνε να την κολλάνε στον τοίχο.
Αυτή να έχει καθίσει, ξέρω ’γώ, πάγος. Να προσπαθεί να διαφύγει χωρίς να πει κάτι, απλά να προσπαθεί να τους αγνοήσει, ενώ την είχαν στριμώξει τρεις άνθρωποι σε μία γωνία.
Και εκείνη την ώρα το βλέπω, φωνάζω τα κορίτσια, αρχίζουμε, τους φωνάζουμε. Κάνουν πίσω και παίρνω την κοπέλα. Της λέω: «Έλα, κάτσε στη θέση μου», ξέρω ’γώ, και καθόμουν, ξέρω ’γώ.
Έτσι όπως μπαίνεις δηλαδή στη γαλαρία του ηλεκτρικού, που έχει το κοινό, καθόμουν εκεί, ώστε να μην σκεφτούν καν να περάσουν.
Και αυτό το είχαν βρει ως αστείο. Το ότι εμείς είχαμε θυμώσει, το είχαν βρει ως αστείο.
Εμείς είχαμε φρικάρει. Λέμε: «Τι γίνεται; Ξέρω ’γώ, γιατί; Τι φάση;»
Και αυτοί γελάγανε.
Και απλά, σε κάποια φάση, τους κοιτάω και τους κάνω: «Για ποιο λόγο καν γελάτε; Κάνατε έναν άνθρωπο να φοβάται, ενώ απλά γυρνάει σπίτι του. Τι φάση;»
Αλλά, γενικώς, δηλαδή, όποτε δρούσα, πάντα είχα αυτό: «Μην εμπλέκεσαι». Δηλαδή, όταν το έλεγα σε άλλους, οι περισσότεροι μου έλεγαν: «Μην εμπλέκεσαι, δεν ξέρεις εσύ τι θα πάθεις».
Και αυτό με στεναχώρησε πάρα πολύ. Και ήταν, νομίζω, και κάτι που μου σκότωνε πολύ το μέσα μου, τη φωνή μου.
Το ότι: «Μην μπλέκεις, δεν ξέρεις τι θα πάθεις. Μην εμπλέκεσαι. Κοίτα να έχεις τον εαυτό σου καλά».
Αλλά το έβλεπα ότι αυτό είναι πάρα πολύ εγωιστικό. Το να έχω τον εαυτό μου καλά.
Γιατί, αν δεν δείξω εγώ την αλληλεγγύη μου σε οποιονδήποτε άνθρωπο—είτε είναι γυναίκα, είτε είναι άντρας, είτε είναι οτιδήποτε—αν δεν δείξω εγώ την αλληλεγγύη μου και το ότι «ό,τι και να γίνει, είμαι εδώ για σένα»… Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις, αλλά είμαι εδώ.
Και αν δεν το δει μετά κάποιος σε εμένα; Όχι, δεν το δει. Δεν υπάρχει αυτή η αλληλεγγύη μετά.
Εγώ, άμα δεν το κάνω αυτό, ποιος θα με στηρίξει εμένα, ξέρω ’γώ;
Σε μια τέτοια στιγμή, ποιος θα βοηθήσει εμένα;
Άμα δεν δείχνει ο ένας στον άλλον την αλληλεγγύη του…
Δυστυχώς, το θεωρώ αυτονόητο, αλλά προφανώς και είχα ιστορίες σχεδόν κάθε εβδομάδα με το να με ακολουθούν από το μετρό μέχρι το σπίτι μου, ξέρω ’γώ.
Που είναι κάτι.
Δηλαδή, το λέω αυτονόητο.
Πλέον είμαι οκ, ξέρω ’γώ. Αν είμαι με τα κορίτσια, θα αρχίσουμε να ουρλιάζουμε, να κάνουμε τίποτα, θα το παίξουμε τρελίτσα.
Αλλά είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό.
Και απλά…
Πλέον, δηλαδή, το παίρνουμε στην πλάκα για να μη φρικάρουμε.
Όταν έμενα χωρίς τη φωνή μου, ένιωθα μέσα μου ένα πολύ μεγάλο κενό.
Εντωμεταξύ, είχα κι άλλο σκηνικό. Δηλαδή, ήταν back to back. Μπαίνουμε στο μπαρ και μπήκαμε κιόλας σε γκέι μπαρ για να νιώθω πιο ασφαλής. Μπαίνω μέσα και έχουν βρει τώρα ένα κόλπο να μπαίνουν τώρα άντρες, ξέρω ’γώ, γιατί βλέπουν ότι οι γκέι, ξέρω ’γώ, χορεύουν με τα κορίτσια για πιο άγρια κι αυτά. Και χορεύαμε, ξέρω ’γώ, τίποτα βλακείες.
Και με αγκαλιάζει ένα παιδί και κάνω, ξέρω ’γώ, «ασφάλεια». Και με χουφτώνει αμέσως και τον τραβάω.
Τι κάνω; Τι μου λέει; «Γιατί δεν γουστάρεις να κάνουμε τίποτα;»
Όχι, όχι.
Χορεύω με τις φίλες μου και με πήρες αγκαλιά και με χούφτωσες. Όχι, ποιος σου έδωσε αυτό το σήμα; Όχι.
Κι εκεί ήταν η μέρα που είχα φρικάρει. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έκλαιγα πάρα πολύ γιατί ένιωθα τελείως χάλια.
Και είναι αυτό ένα συναίσθημα το οποίο δεν το είχα ξανανιώσει άπειρες φορές και σε πιο προσωπικά μου βιώματα, γιατί μετά ένιωθα το ότι το σώμα αυτό δεν μου ανήκει. Δεν είναι δικό μου. Αλλωνών είναι. Το κάνουν ό,τι γουστάρουν. Δεν μου ανήκει, δεν είναι δικό μου. Δεν… Εγώ απλά υπάρχω και οι άλλοι κάνουν ό,τι γουστάρουν.
Μέχρι όμως που ήρθε η στιγμή και είχα, δηλαδή, και τις κατάλληλες φίλες που με βοήθησαν πολύ να αποκτήσω αυταξία, να αρχίσω να ξαναχτίζω τον εαυτό μου στο ότι, όσο δύσκολο κι αν μου είναι να σου πω εσένα όχι, θα στο πω.
Δεν είναι ότι «ρε συ, όχι, δεν είμαι… δεν πολύ ψήνομαι». Είναι το ότι: «Όχι. Όχι».
Μέσα από την ομάδα μου και τις φίλες μου, τους φίλους μου, όλους. Γιατί γενικότερα… Δηλαδή, σε αυτό είδα φίλους μου να λένε, «Α, εμείς δεν είμαστε φεμινιστές», ξέρω γω, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, γιατί το έχουν κάνει ένα θέμα με τον φεμινισμό ότι είναι κάτι γελοίο, ενώ είναι ένα πράγμα πάρα πολύ απλό, το οποίο για κάποιον λόγο έχει μπερδευτεί πάρα, πάρα, πάρα πολύ. Να μου λένε ότι όντως, «ποιος νομίζεις ότι έχει το δικαίωμα να σε αγγίζει; Ποιος;»
Οποιοσδήποτε. Ποιος νομίζεις ότι έχει αυτό το ελεύθερο; Ξέρω γω; Δεν είναι ότι δεν θέλω να το κάνουν ούτε στη μάνα μου, ούτε στην αδερφή μου. Δεν θέλω να το κάνουν σε κανέναν. Γιατί; Έτσι όπως εμένα δεν μου αρέσει να έρθει μια τύπισσα, ένας τύπος, οποιοσδήποτε στο κλαμπ και να αρχίσει να με πιάνει. Να με πιάνει σε μέρη τα οποία είναι προσωπικά, έτσι δεν θέλω και στον δίπλα μου. Και έβλεπα τους πάντες να παίρνουν θέση σε αυτό. Και όλο αυτό, δηλαδή, με ταρακούνησε πάρα πολύ στο ότι δεν θα δράσεις μόνο για τους γύρω σου. Θα δράσεις για τον εαυτό σου, έτσι όπως θα δρούσες και για τον δίπλα σου.
Και είναι το πράγμα που τώρα με ξυπνάει, δηλαδή μέσα μου. Ας πούμε, σκέφτομαι ότι άμα ήταν όμως η φίλη μου, θα αντιδρούσα έτσι, ξέρω γω. Οπότε θα δράσω για τον εαυτό μου έτσι όπως το αξίζει η φίλη μου, και γι’ αυτό το κάνω και για την κάθε φίλη έξω, έτσι το κάνω και για τον εαυτό μου. Γιατί και εγώ το αξίζω, γιατί δεν μου αξίζει το να κρύβομαι.
Δεν μου αξίζει. Το να περνάνε βράδια κλαίγοντας και να σκέφτομαι γιατί δεν έκανα κάτι, γιατί φοβήθηκα τόσο.
Η ομάδα, οι φίλοι, οι φίλες, όλοι μου έδειξαν ότι ένας για όλους και όλοι για έναν. Παθαίνεις κάτι; Είμαστε εμείς εδώ. Θα πάθω εγώ κάτι; Θα είσαι εσύ εδώ. Είμαστε ο ένας για τον άλλον. Δηλαδή δεν πά να μη σε συμπαθώ, ρε φίλε. Θα σου συμπαρασταθώ. Θα σε βοηθήσω.
Ό,τι και να γίνει, είμαστε εκεί για όλους γιατί είναι το ότι δεν νιώθω μόνο εγώ φόβο, νιώθουν και αυτοί φόβο. Νιώθουμε όλοι φόβο έξω με αυτό το κακό, με το κακό που παραμονεύει σε μια γωνιά και δεν θα το δεις.
Είναι το ότι όταν καθόμασταν και μοιραζόμασταν τέτοιες ιστορίες όλοι, τότε καταλαβαίνεις ότι το έχουμε ζήσει εντελώς διαφορετικά. Αλλά έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα στο συναίσθημα. Είναι αυτό ένα κοινό αποτέλεσμα. Αλλιώς θα έζησες εσύ, αλλιώς το έζησα εγώ. Όμως φτάσαμε ακριβώς στο ίδιο αποτέλεσμα, στο ίδιο σκαλί.
Λοιπόν, αυτό που θα έλεγα στο κορίτσι που ήμουν τότε και στο κάθε κορίτσι, αγόρι ή οτιδήποτε για το τότε είναι: Καταρχάς, βασικά αυτό είναι μια μεγάλη αγκαλιά. Γιατί έρχονται πολλά. Έρχονται πάρα πολλά και πρέπει να είσαι έτοιμος, έτοιμη, έτοιμο για αυτό που έρχεται. Αλλά μη μασάς. Αυτό θα έλεγα. Μη μασάς τίποτα, πες το και μην σκεφτείς το χειρότερο σενάριο. Πρέπει να προφυλαχτείς προφανώς, αλλά μην τους αφήσεις να σε κάνουν να τους φοβάσαι.
Γενικώς, όλο αυτό με έβαζε σε πάρα πολύ, πάρα πολλές σκέψεις, πάρα πολύ δηλαδή σε μια μάχη με τον εαυτό μου, αλλά ήταν σαν να είχα πάντα μια πολύ μεγαλύτερη γυναίκα. Μια έκδοση του εαυτού μου σε μεγαλύτερη ηλικία, η οποία μου έλεγε ότι αυτό δεν είναι δικό σου βάρος, αυτό είναι του άλλου, του αλλουνού βάρος, το οποίο το έχουν δώσει σε ένα, όχι ηθελημένα, αλλά το έχεις πάρει εσύ γιατί έζησες την τάδε στιγμή, έχεις το τάδε άσχημο γεγονός. Και έτσι πάντα έβρισκα το θάρρος να πολεμάω πάρα πολύ μέσα μου, με τον εαυτό μου, με το κεφάλι μου, με τις σκέψεις μου.
Ατελείωτες ώρες σκέψης να ζυγίζω ποιο είναι, ποιο εκείνο. Γιατί μεγάλωσα και σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν μπορείς να το πεις και τόσο υποστηρικτικό στις γυναίκες και στη γυναικεία φωνή. Οπότε ήταν σαν να δημιουργούσα. Δηλαδή εγώ έπρεπε να χαράξω το δρόμο μου. Είχα και λίγο τη βοήθεια της αδελφής μου. Μετά είδα τη μαμά μου να αλλάζει και να παίρνει φουλ τη δική της φωνή.
Γενικότερα, θάρρος. Έπαιρνα. Βασικά πάρα πολύ θάρρος από τους δίπλα μου. Έπαιρνα πάρα πολύ θάρρος με το να συζητάω όντως με γυναίκες οι οποίες είχαν ίδια βιώματα με μένα, με το να βρίσκομαι εγώ στην πορεία 8 Μάρτη, που είναι για μένα ότι κάθε γυναίκα πρέπει να το ζήσει αυτό. Είναι όντως γυναικεία υπόθεση και κάθε άντρας θα πρέπει να το δει. Είναι πολύ όμορφο, ας πούμε, όταν βρίσκεσαι ειδικά σε αυτή την πορεία, το ότι να βλέπεις γυναίκες, παιδάκια, τους πάντες να τραγουδάνε αυτό το τραγούδι: «Το τραγουδάμε δίχως φόβο», που λέει «να τρέμει το κράτος, να κλείνουν οι δρόμοι, να τρέμει όποιος χέρι τολμά και σηκώνει».
Απίστευτο! Δηλαδή ένιωθα ότι εδώ είμαι ασφαλής. Εδώ μπορώ να είμαι ό, τι θέλω. Δεν μπορώ να βγω όπως θέλω. Δεν νιώθω εκτεθειμένη. Εδώ είμαι εγώ.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Nικόλας Καζάζης
Με την υποστήριξη του Mediterranean Women’s Fund.