Logo
Άκου τις ιστορίες
  • Αρχική
  • Ιστορίες
  • Η Ομάδα
  • Όραμα
  • Εκπαιδευτικό Υλικό
  • Επικοινωνία

Δεν σκέφτεσαι ποτέ ότι όλα αυτά θα τα χάσεις

Πόσο με κάνεις;

18'

Η Ευφροσύνη Βασιλοπούλου περιγράφει τα παιδικά της χρόνια στην οδό Μακρυγιάννη στην Ακρόπολη.Το παιχνίδι στη γειτονιά, οι γείτονες, οι οικογενειακές καταβολές και το άρωμα της γαζίας. Μια νοσταλγική, γλυκιά αφήγηση για ένα κόσμο που δεν υπάρχει πια.

Αθήνα, 2025
Ακρόπολη αναμνήσεις γειτονιά Μακρυγιάννη Ματαρόα Πλάκα Τα γαλλικά

Άκου την ιστορία στο Spotify

Μοιράσου την ιστορία

Άκου την ιστορία

Διάβασε την ιστορία

είχαμε το “Rondes et Chansons de France”, ου είναι που το έχω ακόμα δηλαδή, δίσκοι 45 στροφών με παραδοσιακά τραγούδια της Γαλλίας, με ένα κουαρτέτο που τα τραγουδάει, τα οποία τα είχα μάθει όλα χωρίς να ξέρω τι λένε, μιμούμενη αυτά που λέγανε.

“Le bon roi Dagobert A mis sa culotte à l’envers ….” * “À la claire fontaine, M’en allant promener….“**

Γεννήθηκα το 1954, στις 7 Ιανουαρίου, και τώρα συνειδητοποιώ ότι η Ελλάδα δεν είχε καν συνέλθει από όλα αυτά που είχε περάσει με τον πόλεμο και τον Εμφύλιο. Μετά τον πόλεμο, τα πνεύματα ήταν ακόμη οξυμένα μεταξύ των δε και των αριστερών και των δεξιών.

Γεννήθηκα στου Μακρυγιάννη, που ήταν τα χτήματα του Μακρυγιάννη. Η πολυκατοικία χτίστηκε από δύο — έναν αρχιτέκτονα, ο οποίος είχε κάνει στην Αμερική τη δεκαετία του ’50. Ήταν από τις πρώτες που χτίστηκαν και ήταν ακριβώς απέναντι από το Σύνταγμα Χωροφυλακής, το οποίο είχε — μέχρι να το γκρεμίσουν για να κάνουν το μουσείο — τον τοίχο τον εξωτερικό που ήταν γεμάτος σφαίρες, από την περίφημη μάχη μεταξύ των αριστερών και των χωροφυλάκων εκεί πέρα.

Και φυσικά έχει και το κτίριο Βάιλερ, το οποίο ήταν το πρώτο στρατιωτικό νοσοκομείο. Μετά το χρησιμοποιούσαν οι χωροφύλακες, και τώρα το χρησιμοποιούν για τα γραφεία του μουσείου. Και αυτό έχει σχέση με την οικογένειά μου. Εντελώς συμπτωματικά, ο πρώτος διευθυντής του στρατιωτικού νοσοκομείου ήταν ο πρόγονός μου, ο Φον Τράιμπερ, ο οποίος ήταν γιατρός από τη Βαυαρία που ήρθε να πολεμήσει το 1821 στην Ελλάδα.

Όλα μου τα παιδικά χρόνια, το απόγευμα πηγαίναμε στο Ζάππειο και το πρωί πηγαίναμε — δεν θυμάμαι πια ποια ώρα ακριβώς — στο πρώτο, τέλος πάντων, θέατρο, το θέατρο του Διονύσου, που ήταν τότε ανοιχτό. Δεν είχαν γίνει οι ανασκαφές που έχουν γίνει τώρα.

Κάποιοι μου είπαν ότι στην περιοχή είχαν βρει, εντελώς στην επιφάνεια, νομίσματα — αρχαία νομίσματα. Εμείς είχαμε βρει θραύσματα από αγγεία. Εκεί παίζαμε πάρα πολύ ωραία, εγώ κυρίως με τα αγόρια, βέβαια. Όλη η πολυκατοικία τότε είχε παιδιά. Γινόταν ένας πανικός, τέλος πάντων, από φασαρία.

Α, και το Ηρώδειο πάλι δεν είχε φτιαχτεί τότε. Ανεβαίναμε στις Καμάρες. Οι μαμάδες πάθαιναν ένα εγκεφαλικό κάθε φορά, ας πούμε, ότι θα πέσουμε. Δεν πέφταμε, εντάξει.

Και στο Ζάππειο, όταν ήμουν τεσσάρων χρονών, ως συνήθως, κοίταζα γύρω γύρω και είχα αφαιρεθεί και άφησα το χέρι της μαμάς μου και χάθηκα. Εκείνοι προχώρησαν, δεν το κατάλαβαν προς στιγμήν, και εγώ πήγα στη λιμνούλα και κάθισα. Αλλά φυσικά τότε ήταν άλλα χρόνια, και ήρθε ένας αστυνομικός και μου λέει:
«Τι κάνεις εδώ; Πού είναι οι γονείς σου;» κτλ.

Και του είπα εγώ και το όνομά μου και όλα, και μου λέει:
«Πού μένεις;»
Του είπα τη διεύθυνση και με πήρε και με πήγε σπίτι.

Και τότε μου έδωσε ένα χαστούκι ο μπαμπάς μου — νομίζω το μοναδικό που μου ’χει δώσει — και η γιαγιά μου νευρίασε πάρα πολύ, διότι φυσικά δεν έφταιγα εγώ για όλο αυτό, και δεν του το συγχώρησε ποτέ.

Στο Ζάππειο πηγαίναμε στις κούνιες. Κυρίως κρυφτό, κυνηγητό παίζαμε, αλλά φτιάχναμε διάφορες ιστορίες. Γιατί θυμάμαι ότι ξέρω όλα τα αγριολούλουδα που έχει στου Διονύσου και τις εποχές που βγαίνει το καθένα, δηλαδή και πολύ μικρά λουλουδάκια, τοσοδούλα δηλαδή, τα οποία κάθε φορά που τα βλέπω, έτσι, μου έρχονται στο μυαλό οι εικόνες αυτές — που παίζαμε με τα λουλουδάκια, που τα κάναμε δήθεν ότι είναι το φαγητό.

Μετά, όλη αυτή η ιστορία: «μην πας κοντά στις τσουκνίδες» και αν πας στις τσουκνίδες, να βρεις πού έχει μολόχες για να περάσεις μετά το χέρι μ’ αυτές, να σου περάσει η κοκκινίλα. Και το άλλο μεγάλο που ήταν η ημερήσια διάταξη ήταν την άνοιξη, που έπρεπε να αποφεύγουμε τις κάμπιες, γιατί είχε πάρα πολλά πεύκα. Πάρα πολλές κάμπιες και όλοι κάτι είχαν πάθει.

Και ένα από τα παιχνίδια, βέβαια, που κάναμε είναι που παίρναμε τις πευκοβελόνες και τις ενώναμε και τις κάναμε κολιέ, τη μία με την άλλη — το οποίο κρατούσε πέντε λεπτά βέβαια, γιατί μετά χαλούσε. Δηλαδή, ήταν κάτι που κάναμε κάθε φορά που πηγαίναμε στου Διονύσου. Θα κάναμε και κάτι, ένα κολιέ, ένα βραχιόλι.

Επίσης, τότε ήταν η μόδα με τις χάρτινες κούκλες, που η βάση ήταν μια κούκλα φτιαγμένη από χαρτόνι, στην οποία προσαρμόζεις ρούχα φτιαγμένα από χαρτί. Την αγόραζες σε καρτέλες που ήταν με διαχωριστικά γύρω γύρω. Τα έβγαζες από εκεί, ας πούμε, και είχες την κούκλα και τα πρώτα της ρούχα. Αλλά όλη η πλάκα ήταν ότι ζωγραφίζαμε εμείς άλλα και τους φτιάχναμε και τις άκρες έτσι, από δω κι από κει, για να μπορούν να προσαρμοστούν πάνω στην κούκλα.

Η τελευταία φορά που είχα χτυπημένα γόνατα ήταν στα δώδεκά μου, στο Ζάππειο, που παίζαμε κυνηγητό και πέφταμε και χτυπάγαμε τα γόνατα, και το φέρω βαρέως ότι αυτή ήταν η τελευταία χρονιά.

Οι γονείς μου — ο πατέρας μου ήταν στο Ματαρόα και ο θείος μου στο Ματαρόα. Ο πατέρας μου σπούδασε ιατρική, ο θείος μου ήταν αρχιτέκτονας, αλλά διατήρησαν μια φιλία. Πήγε η μαμά μου τότε — πολύ δύσκολο να κάνεις ταξίδια τότε — για να δει τον αδελφό της. Γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και έμεινε και εκείνη εκεί κάμποσα χρόνια. Μείνανε στο Παρίσι, αλλά μετά γύρισε. Γιατί; Για να υπηρετήσει στην Ελλάδα. Και έμεινε έγκυος τότε.

Οπότε μπορεί να μην είχα γεννηθεί κιόλας, αλλά όλα είναι μια σύμπτωση σε αυτή τη ζωή, τελικά.

Μου έλεγε πάρα πολλές ιστορίες. Κατ’ αρχάς, όταν φτάσανε στην Ελβετία, νομίζω, τους έβγαλαν έξω και τους ρίξανε ένα πράγμα σαν βροχή — ας πούμε, fumigation — δηλαδή, τους κάνανε για να υποτίθεται ότι είχαν, ξέρω ’γώ, τι είχανε; Τους θεώρησαν ότι έχουν ψείρες, ότι έχουν, ξέρω ’γώ, τι έχουνε. Εντάξει, πολύ… Πώς να πει κανείς; Σε θεωρούνε τελευταίας τάξεως, ας πούμε, άνθρωπο. Αλλά γενικά ήταν ένα πάρα πολύ περιπετειώδες ταξίδι. Φτάσανε δηλαδή πάρα πολύ ταλαιπωρημένοι.

Ο πατέρας μου είχε μάθει γαλλικά μόνος του. Γενικά, τις ξένες γλώσσες τις είχε μάθει όλες μόνος του. Είχε μια έφεση, τέλος πάντων, χωρίς να υπάρχει κάτι στην οικογένεια που να τον ωθήσει. Και τα γαλλικά τα έμαθε σκαρφαλωμένος σε μια μουριά στο χωριό, για να έχει σκιά, από «Μέθοδο άνευ διδασκάλου». Δεν ξέρω τώρα πώς είχε και πολύ καλή προφορά, χωρίς να έχει κάποιον να του δείξει. Και κατά τύχην βρέθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο και, κατά τύχην, από το Γαλλικό Ινστιτούτο στο Ματαρόα.

Δηλαδή, ο πατέρας μου είχε τελειώσει την Ιατρική και ξανάκανε την Ιατρική στη Γαλλία και μετά έκανε ντοκτορά. Έμενε στη Νεάπολη, στο βουνό ψηλά εκεί, που έμεναν όλοι οι φοιτητές Ιατρικής, και βρέθηκαν μπροστά του δύο κοπελίτσες που γελούσαν μεταξύ τους και πήγαιναν στο δρόμο. Και τους λέει: «Πού πηγαίνετε;» Και του λέει αυτή: «Πάμε στο Γαλλικό Ινστιτούτο να δώσουμε εξετάσεις». «Α!», λέει, «θα ’ρθω κι εγώ». Και αυτές φυσικά συνέχισαν να γελάνε. Σου λέει τώρα αυτός…

Φτάσανε λοιπόν εκεί πέρα, τις βλέπει, δίνουν ένα χαρτάκι στον θυρωρό. Πάει κι αυτός στον θυρωρό. Του λέει: «Απόδειξη ότι έχετε δώσει τα εξέταστρα;» Λέει: «Δεν έχω». Πάει αυτός στον διευθυντή, του λέει: «Υπάρχει ένα παιδί εδώ πέρα που θέλει να δώσει εξετάσεις αλλά δεν έχει πληρώσει τα εξέταστρα». «Φέρτε τον», λέει, «στο γραφείο μου», λέει ο Μερλιέ.

Πηγαίνει στο γραφείο του. Αρχίζουν μία συζήτηση στα γαλλικά. Έμεινε ο Μερλιέ με το επίπεδο των γαλλικών του. Λέει: «Θα πληρώσω εγώ τα εξέταστρα». Και έτσι πήρε το πτυχίο της γαλλικής γλώσσας και άρχισε και η σχέση του με το Γαλλικό Ινστιτούτο και τον ίδιο τον Μερλιέ. Και όταν αποφάσισε ο Μερλιέ να στείλει αυτούς τους υπότροφους της γαλλικής κυβέρνησης, μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο πατέρας μου.

Οι μισοί από αυτούς ήταν γιατί ήταν αριστεροί, και ήθελε, κατά κάποιο τρόπο, να τους φυγαδεύσει, και γι’ αυτό και είχε μετά προβλήματα ο Μερλιέ με το γαλλικό κράτος. Και οι υπόλοιποι ήταν υπότροφοι λόγω επιδόσεων που φύγανε. Και έτσι άρχισε η γαλλική τους περιπέτεια. Δηλαδή, από αυτό. Αν δεν γινόταν αυτό, δεν θα είχε καμία σχέση με τη Γαλλία.

Η γειτονιά μας ήταν επίσης τελείως διαφορετική. Φαντάσου ότι στη στοά που έχουμε τώρα από κάτω ήταν καφεκοπτείο, που το είχε Αρμένης. Μέσα στη στοά ήταν που έφτιαχνε — διόρθωνε παπούτσια. Από κάτω ήταν γαλακτοπωλείο, που μετά έβαλε και μερικά γλυκά, ας πούμε. Αυτός που πουλούσε τα ρολόγια, ο οποίος είναι επίσης Αρμένης, η γυναίκα του είχε ένα μηχάνημα, το οποίο κανείς δεν το θυμάται πια, με φακό και ένα ειδικό πράγμα από κάτω, που βάζανε τις κάλτσες και σου διόρθωνε τους πόντους, όποτε δεν τις πέταγες.

Ο ΕΒΓΑ, ας πούμε, που ήταν λίγο παρακάτω, έκανε τη διανομή με το ποδήλατο. Μέχρι πρότινος — όταν λέμε πρότινος εννοούμε ότι πέθανε, ξέρω ’γώ, στα 80, να μην πω μέχρι τα 79 — έδινε τα γάλατα έτσι, τη διανομή δηλαδή με το ποδήλατο.

Επίσης, το άλλο που ήταν πάρα πολύ αστείο με αυτόν ήταν ότι η Πλάκα έχει διάφορες κυρίες του καλού κόσμου, οι οποίες παίζανε τα λεφτά από τα γάλατα στα χαρτιά και έρχονταν μετά και του έλεγαν: «Έχουμε τόσο χρέος, αλλά μην το πεις στον άντρα μου, θα στα φέρω εγώ κάποια άλλη στιγμή». Αυτό ήταν το μυστικό.

Οι γονείς μου μιλούσανε — όχι, μιλούσαν γαλλικά μεταξύ τους με την έννοια να μας αφήσουν απ’ έξω. Απλώς πολλές φορές, ας πούμε, λέγανε διάφορες φράσεις γαλλικές, που μου ’ρχονται και εμένα, δηλαδή, σε άσχετες στιγμές.

Παραδείγματος χάριν, αυτό που έλεγε η μαμά του Ναπολέοντα, όταν της λέγανε: «Ο γιος σου που έγινε τόσο μεγάλος στρατηγός κτλ.» και έλεγε αυτή: «pour vour que s’adure», γιατί ήταν από την Κορσική και δεν τα ’λεγε, ας πούμε, με προφορά στα γαλλικά, δηλαδή: «Ας ελπίσουμε ότι θα διαρκέσει». Αυτό ήταν το πρόβλημά της και φυσικά δεν διήρκεσε. Είχε δίκιο, δηλαδή.

Τα γαλλικά δεν νομίζω ότι τα αγάπησα. Ήταν εκεί. Δηλαδή, δεν σκέφτηκα ποτέ «τι σχέση έχω εγώ με αυτό;» Φυσικά τότε ήταν χρόνια που μαθαίναμε γραμματική. Μας έβγαινε από τ’ αφτιά η γραμματική. Θυμάμαι ακόμα τις εξαιρέσεις, πώς τις μαθαίναμε.

Εγώ το μεταπτυχιακό το έκανα σε 5 καλοκαίρια στην Αμερική, με δύο μωρά, που τα άφηνα επί ενάμιση μήνα κάθε φορά. Και στα γαλλικά, επειδή έκανα όλη μου τη ζωή γαλλικά — τα γαλλικά στο σπίτι κτλ. Δεν είχα πάει όμως ποτέ να πάρω τα πτυχία. Τα πήρα και τα τρία. Στο ένα, στο Sorbonne 1, ήμουν έγκυος και σε λίγες μέρες γέννησα. Στο Sorbonne ήμουν έγκυος στο γιο μου όταν το έδωσα, έξι μηνών, και κουνιόταν αυτός — γινόταν ένας χαμός.

Όλη την ώρα που έδινα το Sorbonne 2, ήμουν λίγο πριν γεννήσω την κόρη μου, γιατί έχουν 17 μήνες μόνο διαφορά, και στο Sorbonne 3, όλη η συζήτηση που έκανα με την εξέταστρα των προφορικών ήταν για τα μωρά μας, γιατί και αυτή δεν είχε πού να τα αφήσει και το είχε φέρει μαζί, να σκεφτείς, στη Γαλλική Ακαδημία, δηλαδή εξέταζε και είχε και το μωρό από πίσω. Είχε πολύ πλάκα. Όλα, τα πάντα, μπορείς να τα κάνεις όταν θέλεις.

Προτιμούσα πάντως τη γειτονιά μου όπως ήταν τότε, από αυτό που είναι σήμερα. Αυτό που μου λείπει περισσότερο από τη γειτονιά του τότε ήταν το γεγονός ότι όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, ήξερες όλους μέσα στην πολυκατοικία, πού δεν αισθανόσουν καθόλου ότι κάτι θα σου συμβεί. Αλλά όταν τα περνάς όλα αυτά, δεν σκέφτεσαι ποτέ ότι όλα αυτά θα τα χάσεις. Δηλαδή, ότι μια μέρα δεν θα υπάρχει πια ο ρολογάς της γειτονιάς, δεν θα υπάρχει πια το καφεκοπτείο, δεν θα υπάρχει η ΕΒΓΑ.

Ίσως κάποια πράγματα για πολλούς ήταν πολύ χειρότερα. Δηλαδή, υπήρχε πάρα πολλή φτώχεια, προφανώς. Απλά εμείς δεν την βλέπαμε. Ένα παιδί δεν βλέπει κάποια πράγματα. Βλέπει μόνο αυτά που ζει εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι ακόμα τη γαζία που είχαμε στην αυλή. Αυτή η γαζία, κάθε φορά που βλέπω γαζία, μυρίζω γαζία, θυμάμαι το σχολείο.

*Παιδικό γαλλικό τραγούδι: «Ο καλός βασιλιάς Δαγοβέρτος Φόρεσε το παντελόνι του ανάποδα…»
**Παιδικό γαλλικό τραγούδι: «Στο τόσο καθαρό συντριβάνι, αφού περπάτησα εκεί…»

Στο επεισόδιο ακούστηκαν τα μουσικά κομμάτια Waltz in C – Beyza & Shudder Waltz – France Gordon.

Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Δάφνη Ανέστη
Μιξάζ: Νικόλας Καζάζης

O κύκλος ιστοριών «Πόσο με κάνεις;» υλοποιείται με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.


Κανε Subscribe για να ακους πρωτος
Καθε μια ιστορια

    Ο κύκλος ιστοριών «Πόσο με κάνεις;» υλοποιείται με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

    Higgs Logo

    Οι κύκλοι Εργασία, Η Πόλη και Ιστορίες μιας Ζωής πραγματοποιήθηκαν με την υποστήριξη

    Higgs Logo

    Ο κύκλος Εφηβεία πραγματοποιείται με την υποστήριξη

    Higgs Logo

    ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


    Higgs Logo
    @ 2025 - All rights reserved. kathemiaistoria.gr
    Πολιτική προστασίας παιδιού  |  Προστασία Προσωπικών Δεδομένων  |  Πολιτική Απορρήτου
    {{playListTitle}}
    • {{ index + 1 }} {{ track.track_title }} {{ track.track_artist }} {{ track.album_title }} {{ track.lenght }}
    {{list.tracks[currentTrack].track_title}}{{list.tracks[currentTrack].track_artist && typeof sonaar_music.option.show_artist_name != 'undefined' ? ' ' + sonaar_music.option.artist_separator + ' ' + list.tracks[currentTrack].track_artist:''}}
    {{list.tracks[currentTrack].album_title}}
    {{ currentTime }}
    {{ totalTime }}