Στο επεισόδιο ακούστηκαν τα μουσικά κομμάτια: Love, love… της Ιdra Kayne, Dramatic Hip hop & African Percussions.
Η ιστορία υλοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Generation 2.0
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Είμαι Νιγηριανή. Και γενικά το όλο μου στόρι είναι αρκετά, έχει έναν πλούτο τέλος πάντων και λόγω των ταυτοτήτων μου. Μπορώ να πω ότι ο τρόπος που πατούσα τέλος πάντων πάνω στην πόλη ως Νίκη διέφερε, ήταν αρκετά εξελικτικός, ακριβώς επειδή είχα μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι σαν εμένα. Βασικά ήμουν η μόνη, οπότε μπήκα στη διαδικασία του να προσαρμοστώ πλήρως στη λευκή νοοτροπία, να το πω έτσι, με την έννοια του ότι έκανα όλες τις δραστηριότητες τέλος πάντων που έκαναν οι συμμαθητές μου, γιατί ήθελα να ακολουθήσω το πρότυπο του ότι δεν είμαι η μειονότητα που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει και να κάνει τις δραστηριότητες που επιδιώκει, αλλά ταυτόχρονα είναι αρκετά αμυντικό εκ μέρους μου, ακριβώς επειδή απαρνήθηκα το άλλο που είμαι… Γιατί με τον καιρό απέκτησε η μητέρα μου ένα μαγαζί στην πλατεία Αμερικής που είναι ο κολοσσός, τέλος πάντων, των Αφρικανών μεταναστών στην Αθήνα και απέφευγα πάρα πολύ το να πηγαίνω εκεί πέρα, ακριβώς επειδή εναντιωνόταν στην κουλτούρα που προσπάθησα να υιοθετήσω, τη λευκή, του ότι κάνω πράγματα οπότε δεν έχω χρόνο να πάω στην πλατεία Αμερικής, αλλά έχω χρόνο να πάω στον Πανελλήνιο που είναι ακριβώς δίπλα. Ακριβώς επειδή δεν ήθελα, δεν ένιωθα άνετα. Ένιωθα ότι πηγαίνω στο χωριό μου που θα με βλέπουν όλοι και θα μου λένε: «α, και μεγάλωσες και τι κάνεις;» που ήταν εντελώς φυσιολογικό, αλλά δεν ένιωθα ότι μου ταιριάζει αυτό που βλέπω ενώ είναι ακριβώς σαν εμένα. Και ήταν πάρα πολύ αστείο γιατί ήταν σαν να είμαι ρατσίστρια εγώ η ίδια απέναντι στον εαυτό μου και στους ανθρώπους που μου μοιάζουν. Οπότε ναι, συνέχισε αυτό και όλη αυτή η κουλτούρα με τα χρόνια του «α, διαβάζω, κάνω πράγματα, δεν έχω χρόνο να αγγίξω και να έρθω κοντά στην κουλτούρα μου», εκτός σπιτιού γιατί μέσα στο σπίτι ήμουνα φουλ ενταγμένη σε αυτό.
Μέχρι που… τι έγινε; Μπήκα στο πανεπιστήμιο, οπότε άλλος κόσμος, ενώ κυκλοφορούσα κυρίως μέχρι τότε στη γειτονιά μου και στις δραστηριότητές μου, ήθελα να ανοιχτώ, ήθελα να γνωρίσω κόσμο. Αλλά πάλι κανένας δεν ήταν σαν εμένα και στο πανεπιστήμιο, οπότε δεν μπορούσα να επικοινωνήσω κάποια πράγματα που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν οι υπόλοιποι, ακριβώς επειδή κανείς δεν είχε τις ίδιες ρίζες με μένα, παρόμοιες τουλάχιστον. Οπότε άρχισα να γίνομαι “το παιδί του κέντρου”: Εξάρχεια, Παγκράτι, Κουκάκι. Εξακολουθώ και λατρεύω αυτές τις περιοχές. Αλλά πάλι η Κυψέλη δεν υπήρχε. Η πλατεία Αμερικής δεν υπήρχε. Ακόμα κι όταν μπήκα σε μια σχέση παίζει να περάσαμε από κει μόνο μια φορά. Και παρατηρούσα και στον κόσμο, όταν με ρωτούσαν που δουλεύει η μητέρα μου και τους έλεγα ότι δουλεύει στην πλατεία Αμερικής, δεν ήξεραν ποια είναι η πλατεία Αμερικής ενώ είναι δέκα λεπτά από το Σύνταγμα. Αυτή ήταν η ζωή μου, οπότε ναι, απλά το συνέχιζα αυτό. Περπατούσα στα στενά των περιοχών που ανέφερα προηγουμένως γιατί εκεί ένιωθα την ασφάλεια. Ένιωθα ότι εξακολουθώ και μπαίνω στη λογική του να εντάσσομαι του να προσαρμόζομαι, του να ανοίγομαι.
Είχα επιλέξει να σπουδάσω Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στον Πειραιά. Ήξερα ότι θα μου αρέσει επειδή μου αρέσουν οι γλώσσες, αλλά ταυτόχρονα με το που μπήκα δεν είδα κάποια πράγματα που επιδίωκα, την αποικιοκρατική βάση των πραγμάτων δηλαδή, δεν την έβλεπα, ενώ έπρεπε να αναφερθεί γιατί υπήρχε και ένα άτομο που σχετιζόταν πολύ πιο άμεσα με αυτό. Εγώ δηλαδή. Αλλά… ναι. Μπαίνω στο πανεπιστήμιο και λέω ότι στόχος μου είναι να πάω Erasmus γιατί είναι ένα άλλο άνοιγμα. Μ’ αρέσει γενικότερα να ανοίγομαι. Είμαι φουλ εξωστρεφής και μου αρέσουν τα γαλλικά, οπότε θα πάω στη Γαλλία. Έκανα όλη τη διαδικασία και με πήραν εκεί που ήθελα.
Φτάνω λοιπόν στη Γαλλία και μπαίνω στη σχολή, η οποία ήταν όντως απίστευτη και το απίστευτο κομμάτι ήταν το γεγονός ότι τα παιδιά, οι φοιτητές, μπαίνανε σε διάφορες συλλογικότητες που ονομάζονται associations με διαφορετικό σκοπό. Και πάω εκείνη τη μέρα στην καφετέρια και βλέπω, ξέρω γω, τα διάφορα stands με τα associations που μας εξηγούσαν τι κάνουνε. Και αριστερά είναι οι “Melalille”. Oι “Melalille” λοιπόν είναι ένα association της σχολής που στόχος είναι να ευαισθητοποιήσει για την αφρικανική διασπορά, το όλο θέμα του ρατσισμού, του appropriation και διαφόρων ζητημάτων που αφορούν τη Γαλλία και την Αφρική, χώρες βασικά της Αφρικής. Και λέω «εντάξει, ας μπω, δεν έχω κάτι να χάσω. Γιατί να μην το γνωρίσω αυτό και δεν το έχω στη σχολή στην Αθήνα, οπότε είναι ευκαιρία». Και μπαίνω. Αρχίζουμε. Ξέρω εγώ είχαμε βγει να φάμε, μου εξήγησαν όλο το concept και με ρωτάνε: «ποιο πόστο θέλεις να πάρεις;». Και τους λέω «γενικά, εμένα μου αρέσει πολύ να μιλάω, οπότε θα μπω στο πόστο των podcast και αρχίζω κάθε Κυριακή με την Juliette να ανεβάζουμε για διάφορα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα που λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικές χώρες της Αφρικής. Και συνειδητοποιώ ότι όσο περισσότερο μαθαίνω όλες αυτές τις ειδήσεις, τόσο περισσότερο έρχομαι κοντά στις ρίζες μου. Δηλαδή, όταν ακούω ότι: «α, άρχισαν οι γυναίκες το 2017 να κάνουν ποδήλατο στο Σουδάν με αφορμή μια δράση τέλος πάντων που είχε γίνει από έναν οργανισμό, Συνειδητοποιώ αρχικά ότι κάποιες γυναίκες δεν κάνουν ποδήλατο επειδή δεν τους επιτρέπεται να κάνουν ποδήλατο ή την περίπτωση της Νιγηρίας όπου τα παιδιά δεν είχαν πάει, είχαν κλείσει τα πανεπιστήμια για ένα χρόνο οριακά λόγω απεργίας των καθηγητών που δεν πληρώνονταν ή το οτιδήποτε, που έβγαλε ένα βιβλίο κάποιος από την Αλγερία. Πολύ μικρό, από το πιο μικρό, στο πιο μεγάλο, που αφενός με στενοχωρεί, αφετέρου μου ξυπνά το ηθικό του: «Κάτι πρέπει να κάνω. Πρέπει. Πρέπει να μιλήσω γι αυτό το πράγμα, αρχικά, και κάπως πρέπει να λυθεί. Κάπως, κάπως πρέπει να αγγίξουν αυτές οι ψυχές είτε εκεί είτε όσες βρίσκονται εδώ. Γιατί μεταφέρουμε τον κόσμο αυτό τέλος πάντων και στη Δύση.
Και αρχίζει και εμφανίζεται ένα φως, από κάθε άποψη. Και ταυτόχρονα συνειδητοποιώ ότι κάτι γίνεται. Κάτι βλέπουν αυτοί οι άνθρωποι πάνω σε μένα, πάνω στη Νίκη και στις ταυτότητές της. Και το κατανοώ αυτό όταν με ρωτάνε από πού είμαι και τους λέω: «είμαι από τη Νιγηρία και από την Ελλάδα» και σοκάρονται όταν αναφέρω το Ελληνικό, γιατί έχω πάρα πολύ καλή προφορά στα αγγλικά, τα οποία επικοινωνούμε, οπότε δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί είμαι και Ελληνίδα και ούτε και εγώ το δείχνω, προφανώς. Οπότε αρχίζει μια κρίση του «εφόσον είμαι και τα δύο, γιατί δεν το βλέπουν; Γιατί δεν το καταλαβαίνουν; Γιατί νομίζουν ότι είμαι από την Αμερική; Γιατί φέρομαι σαν Αμερικανίδα;» (Εννοώ δεν φέρομαι, απλά μιλάω, η προφορά μου είναι αρκετά παρεμφερής). Οπότε αρχίζει και χτυπάει κάτι μέσα μου. Μήπως δεν έχω γνωρίσει αρκετά καλά τις δύο μου ταυτότητες στην χώρα στην οποία ζω; Μήπως κάτι πρέπει να ψάξω καλύτερα μέσα μου; Μήπως πρέπει να παρατηρήσω καλύτερα την κοινότητά μου όταν επιστρέψω; Εφόσον παρατηρώ πολύ πιο έντονα τους μαύρους, τέλος πάντων, που είναι γύρω μου εδώ στη Γαλλία.
Οπότε επιστρέφω σε μια νέα Αθήνα την οποία εγώ τη δημιούργησα, πάντα υπήρχε, απλά δεν έμπαινα στη διαδικασία να την παρατηρήσω. Και αρχίζει αυτή η Αθήνα με μια πρακτική που επέλεξα να κάνω σε μια ΜΚΟ που ανήκει σε ένα Νιγηριανό, στην “Generation 2.0”, και ταυτόχρονα προκύπτουν άλλες εμπειρίες, άλλοι άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια κοινότητα με μένα. Και πάρα πολλές από αυτές τις δράσεις γίνονται «πού;», στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης. Και η Νίκη αρχίζει και πηγαίνει στην Κυψέλη. Και εντελώς τυχαία η καθηγήτρια των Ισπανικών της έχει σπίτι στην Κυψέλη. Εντελώς τυχαία η φίλη της δουλεύει στην Κυψέλη, οπότε θα περάσει και από αυτήν να της πει ένα «γεια». Οπότε παρόλο που ο κύκλος μου είναι λευκός και εξακολουθεί και είναι, αρχίζω και βλέπω πάρα πολύ πιο έντονα τους άλλους ανθρώπους τέλος πάντων αφρικανικής καταγωγής που είναι κυρίως στην Κυψέλη. Και αρχίζει και μ’ αρέσει η Κυψέλη και αναρωτιέμαι γιατί μου αρέσει και βλέπω τα μαγαζιά της Κυψέλης και μπαίνω στα μπαρ της Κυψέλης και αράζω στην Κυψέλη. Και είμαι σε φάση «αυτό ή είναι μια πλάνη ή επέλεξα όντως να το κάνω» και το αγκαλιάζω πολύ περισσότερο». Οπότε πέρα από το Κουκάκι, το Παγκράτι, τα Πετράλωνα, μπαίνει και η Κυψέλη στη λίστα μπαίνουν και οι δράσεις εκεί πέρα. Μπαίνουν και άλλοι άνθρωποι και άλλες αγκαλιές και άλλο φως. Και το απολαμβάνω, αρκετά. Είναι όμορφο.
Και μπαίνω στο μαγαζί της μητέρας μου με μεγαλύτερη άνεση. Δεν θα πάω μόνο για τα μαλλιά μου, αλλά θα παρατηρήσω λίγο παραπάνω τι λένε αυτές οι γυναίκες που μπαίνουνε και έχουν ταξιδέψει από τον Ελαιώνα, που είναι το camp το προσφυγικό για να αγοράσουν κάποια πράγματα και να πάνε να τα πουλήσουν εκεί πέρα. Παρατηρώ την άλλη, τη γυναίκα που πουλάει τις σερβιέτες πάνω στην πλατεία Αμερικής με το παιδί στην πλάτη της. Παρατηρώ τον θείο μου, ξέρω ‘γω, που με βλέπει και χαίρεται που μεγάλωσα και που μιλάω τόσες γλώσσες και πάει καλά. Ακούω και τα στερεότυπα της νοοτροπίας του «πότε θα κάνεις παιδιά;», αλλά ‘ντάξει. ΟΚ, αυτό θα συνέβαινε και συμβαίνει έτσι κι αλλιώς. Και όταν πηγαίνεις στη Νιγηρία συμβαίνει. Απλά είναι ένα μεταβατικό στάδιο στο οποίο απολαμβάνω λίγο περισσότερο τον εαυτό μου, δηλαδή τον Νιγηριανό μου κομμάτι σε συνδυασμό με το Ελληνικό μου. Και αυτό ταυτίζεται στα μέρη στα οποία, μάλλον, αντανακλά τα μέρη στα οποία περπατάω και κυκλοφορώ και τον τρόπο που μιλάω με τον κόσμο. Και παρόλο που ο κύκλος μου είναι κυρίως λευκός, έχω αρχίσει να νιώθω πιο άνετα και νιώθω, βασικά, πιο άνετα με τη μαύρη κοινότητα. Την αγκαλιάζω πολύ περισσότερο. Αντιλαμβάνομαι ότι έχουμε πάρα πολύ κοινά πράγματα και κοινά βιώματα, οπότε είναι πολύ όμορφο να βρίσκεις έναν άνθρωπο που μπορεί να μοιραστεί, που θα σου πει μια λέξη βασικά και θα το καταλάβεις κατευθείαν. Ή μπορεί να μην πει καν τίποτα και το κοίταγμα να δείξει ότι έχετε θιχτεί, ότι νιώθετε όμορφα με τη συγκεκριμένη κατάσταση και είναι ωραίο. Αυτό.
Το μαγαζί της μητέρας μου… Ας τη φωνάξουμε “Mama Africa” που τη φωνάζουνε όλοι. Το χει, πόσα χρόνια, 6 χρόνια, 7; Κάπου εκεί. Είναι ένας ωραίος χώρος από πλευράς ότι έχει τα πάντα. Έχουμε και κρέμες, έχουμε μαλλιά, αλλά έχουμε ρούχα, έχουμε φαγητά, τύπου κάτι μικρά που τρώνε. Αλλά πέρα από αυτό, πέρα από τα προϊόντα που έχουμε, είναι ταυτόχρονα ένας χώρος κοινωνικοποίησης και εκφράζεις και τα προβλήματά σου είναι και λίγο ψυχοθεραπευτικό ως χώρος είναι και λίγο… Έχει και την πίεση του, το τρέξιμο του, αλλά εγώ, ο τρόπος με τον οποίο τον απολαμβάνω είναι αρκετά ιδιαίτερος. Γιατί όσο ενταγμένη να είμαι και στη Νιγηριανή κουλτούρα, τόσο ενταγμένη είμαι και στην Ελληνική. Οπότε έχω και μια διαφορετική ιδιοσυγκρασία σε ορισμένα πράγματα που άμα τα ακούσει η Μελίνα θα σοκαριστεί, θα της πάρει παραπάνω από χρόνο να το επεξεργαστεί ας πούμε. Είναι ωραίο να βλέπεις τη γυναίκα ή τον οποιονδήποτε να μπαίνει στο μαγαζί και να κάνει αυτό το, αυτή τη διαπραγμάτευση για το πόσο θα πληρώσει. Αλλά ο λόγος για τον οποίο μπαίνει στη λογική της διαπραγμάτευσης είναι επειδή δεν έχει λεφτά, έχει τρία παιδιά και δεν μπορεί να τα θρέψει. Μπορεί, θα κάνουν μια πολύ μικρή αναφορά στις δυσκολίες τους ή θα πούνε ότι δούλευαν δέκα ώρες, ξερω ’γώ και καθάριζαν το ξενοδοχείο και είναι πολύ κουρασμένες. Μέχρι εκεί. Δεν θα πουν πολλά, αλλά θα δεις την οπτική τέλος πάντων του μετανάστη στην Ελλάδα, πώς τη βιώνει, με μεγαλύτερη αμεσότητα. Ή όταν η Mama Εbuka μου κάνει τα μαλλιά και μπορεί να τη ρωτήσω για την ιστορία της λίγο, πώς ήρθε στην Ελλάδα και να μου εξηγεί ότι «άστο, μεγάλη διαδικασία ήτανε. Περάσαμε ξέρω ‘γω, έπρεπε να κολυμπήσω. Μετά άρχισαν κάτι πυροβολισμοί. Μετά φτάσαμε στην Ελλάδα. Δεν είχαμε χαρτιά. Κρυβόμασταν. Πολύ περιληπτικά, αλλά μπαίνεις κι εσύ σε αυτή την ιστορία, οπότε είναι ένας χώρος που θα έλεγα ότι περνά στη δική σου ιστορία. Οπότε μαθαίνουμε κι εμείς ή μαθαίνω και εγώ τουλάχιστον όταν τους βλέπω να εκτιμώ λίγο παραπάνω ορισμένα πράγματα και την αγανάκτησή τους αυτή την … μπορεί να μην τη βιώνω ακριβώς, αλλά την καταλαβαίνω και με προβληματίζει όλο και περισσότερο το πώς θα εξυγιανθεί. Αυτό.
Αλλά σε κάθε περίπτωση έχει ωραία αρώματα. Ακούς πολλές γλώσσες, πολλές διαλέκτους, βασικά, ιδίως όταν μπορώ και επικοινωνώ με τους γαλλόφωνους που έρχονται χαίρονται πάρα πολύ και είναι σε φάση και τι ωραία! Και τώρα μπορούμε να επικοινωνήσουμε καλύτερα και να τους εξηγήσουμε τι θέλουμε. Και η mama Africa δεν καταλαβαίνει πολύ καλά, αλλά δεν πειράζει. Ή αν έρθει ο άλλος Νιγηριανός στην αντίστοιχη περίπτωση και μιλήσουμε στη διάλεκτο επίσης θα χαρεί πολύ. Οπότε γενικά νιώθω ότι η γλώσσα είναι ένας πολύ μεγάλος συνδετικός κρίκος. Είναι απλά η γέφυρα μου με αυτούς τους ανθρώπους και το εκτιμώ πολύ που μου το πέρασαν οι γονείς μου αυτό. Και παρόλο που δεν πηγαίνω συχνά. Είναι ένας τρόπος για να θυμηθώ από πού προέρχομαι, πέρα από το σπιτικό μου που είναι «Νιγηρία».
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Δάφνη Ανέστη
Μιξάζ: Βασίλης Τσιγκρής