Άτομο Άνευ Υπηκοότητας

20'

Η Καλλιόπη Άνθη μιλά για την έννοια της πατρίδας και της ταυτότητας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μέσα από τη δική της προσωπική ιστορία και την πορεία της οικογένειάς της. Μέσα από τη ζωή των γονιών της, πολιτικών προσφύγων που έζησαν σε διάφορες χώρες, και τη δική της εμπειρία μεγαλώνοντας στην Τσεχία και αργότερα επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αναστοχάζεται τι σημαίνει να ανήκεις κάπου. Κι ενώ οι γονείς της οραματίζονταν να αλλάξουν τον κόσμο, εκείνη επιλέγει να προσφέρει βοήθεια πιο κοντά — στον άνθρωπο που έχει απέναντί της.

Κέρκυρα, 2025

Μοιράσου την ιστορία

Άκου την ιστορία

Διάβασε την ιστορία

Αν με ρωτούσε κανείς ποιο είναι το βασικό θέμα της ζωής μου, θα έλεγα ότι είναι ίσως η υπόσταση, η αίσθηση της ταυτότητας. Εάν, δηλαδή, εγώ είμαι περισσότερο Ελληνίδα ή Τσέχα, γιατί γεννήθηκα στην Πράγα τη δεκαετία του ’60. Ήταν τότε Τσεχοσλοβακία ακόμα. Οι γονείς μου ήταν Έλληνες. Βέβαια, ήταν πολιτικοί πρόσφυγες και η ζωή τους είχε πολλές περιπέτειες.

Είχαν κάνει πολλές μετακινήσεις σε διάφορες χώρες, πριν φτάσουν στην Τσεχοσλοβακία. Βέβαια, ο πατέρας μου είχε πολύ καθαρή αίσθηση ταυτότητας. Ήταν Έλληνας και, μάλιστα, Κερκυραίος. Η Κέρκυρα ήταν η πατρίδα του, και όχι μόνο δική του, αλλά και των προγόνων του, που η μόνη μετακίνηση που έκαναν ήταν από ένα χωριό σε άλλο. Από το σόι της μητέρας μου τα πράγματα ήταν πιο μπερδεμένα.

Η μαμά μου γεννήθηκε στη Μόσχα. Και ήταν πονεμένη ιστορία. Έζησε εκεί, στην ουσία μόνη της, σε ένα ίδρυμα, γιατί οι γονείς της ήταν κομμουνιστές, ήταν αγωνιστές. Τότε, στη δεκαετία του ’30 και αργότερα, μια ζωή αγωνιστές ήταν. Και η μάνα μου έζησε σε ένα ίδρυμα, σε μια σχολή για παιδιά ξενόγλωσσα, για παιδιά αγωνιστών. Ήταν ένα άσυλο στην ουσία. Και μετά, στην Ελλάδα, ήταν για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, δύο-τρία χρόνια, και έφυγε για Ρωσία και, συγκεκριμένα, για Τασκένδη. Από εκεί βρέθηκε τελικά στην Πράγα. Τώρα, η ίδια έλεγε ότι είναι Ελληνίδα, αλλά ποιος ξέρει τι γινόταν στην ψυχούλα της.

Ερχόμενοι, λοιπόν, στην Τσεχία, άλλος πάλι Γολγοθάς. Το να μιλάς στα τσέχικα, που τα έμαθε αρκετά καλά, με ρώσικη όμως προφορά, δεν ήταν ευπρόσδεκτο από τους κοινούς ανθρώπους, που δεν είχαν πολύ μεγάλη συμπάθεια στους Σοβιετικούς την τότε εποχή.

Ο πατέρας μου είχε μια ξεκάθαρη αίσθηση ταυτότητας, και του ήτανε πολύ ξεκάθαρο ποια είναι η πατρίδα για εκείνον, και ότι αγωνίζεται για την πατρίδα του. Η μαμά είχε πρώτα τη Σοβιετική Ένωση, μετά την Ελλάδα — αλλά σαν ιδέα είχε την Ελλάδα. Δεν έζησε ποτέ εκεί και δεν της φέρθηκε ποτέ η Ελλάδα με αυτή την αγάπη.

Τι δηλαδή σημαίνει η πατρίδα για έναν άνθρωπο; Η πατρίδα είναι ένας τόπος που τον αγαπάς, νιώθεις ότι ανήκεις εκεί, ότι είσαι αποδεκτός και ότι νιώθεις ασφαλής. Αυτό η μάνα μου δεν το ένιωσε ποτέ στην Ελλάδα. Όταν, δηλαδή, πρωτογνώρισε τους γονείς της μέσω Ερυθρού Σταυρού, την φέρανε το ’46 στην Ελλάδα. Άρχισε το κυνηγητό των κομμουνιστών. Και μαζί ήτανε κι εκείνη κατατρεγμένη. Στο δικαστήριο που δικάστηκε η γιαγιά μου, δικάστηκε κι εκείνη. Απλώς την αθώωσαν, γιατί εμφανώς δεν είχε καμία ανάμειξη πολιτική.

Δεκαέξι χρονών κορίτσι, κυκλοφορούσε στους δρόμους της Αθήνας με μια πινακίδα που έγραφε “Είμαι βουβή”, αν την ρωτούσε κανείς, γιατί δεν ήξερε να μιλήσει. Και υπήρχε και φόβος πολύς εκείνη την εποχή. Χαφιέδες, φόβοι… Φοβότανε κανείς μήπως την πάρουν, μήπως την ανακρίνουν, μήπως δεχτεί πιέσεις. Οι γονείς της ήταν υψηλά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος, η γιαγιά και ο παππούς.

Οπότε, από το σόι της μαμάς, έχουμε τη γιαγιά που φεύγει από την Κωνσταντινούπολη και χάνει την πατρίδα της — όμως ξέρει ότι είναι Ελληνίδα, που ζούσε στη Μικρά Ασία. Η μαμά μου αυτό δεν ήξερε τι ακριβώς είναι. Όμως, πιστεύω ότι γαντζώθηκε από το “ανήκειν” στην Ελλάδα, γιατί μόνο έτσι έπαιρνε κάποιο νόημα όλη αυτή η θυσία: ότι οι γονείς της, από αγάπη για την πατρίδα, έκαναν αυτή τη θυσία. Ήταν η μικρή Ιφιγένεια, που όμως τελικά ο ούριος άνεμος δε φύσηξε, και τα καράβια δεν έφτασαν στον στόχο.

Για εμάς, στην Πράγα, φυσικό ήταν η πατρίδα να είναι ένας όρος ιδεατός — να είναι μια ωραία εικόνα ενός νησιού. Για παράδειγμα, αν μιλήσουμε για την Κέρκυρα· όπου θα γυρίσουμε, όταν αυτό θα είναι δυνατόν. Όπου είναι συνέχεια ο ήλιος, όπου υπάρχει θάλασσα.

Και αυτή η ιδέα με εμπόδισε να σχηματίσω την εικόνα ότι είμαι Τσέχα — και πραγματικά, και σε πρακτικό επίπεδο. Δεν είχα εγώ ποτέ τα έγγραφα που είχαν άλλα άτομα. Δεν είχα τσέχικη ταυτότητα. Είχα ένα βιβλιαράκι, ένα έντυπο που έγραφε ότι είναι “άδεια παραμονής” για ένα άτομο με άλλη υπηκοότητα. Υπηκοότητα ελληνική, όμως, δεν είχα. Αν ήθελα να ταξιδέψω εκτός συνόρων Τσεχίας, είχα ένα χαρτί όπου έγραφε ότι ο κάτοχος του εντύπου αυτού είναι “άτομο άνευ υπηκοότητας”.

Αυτό το “άνευ υπηκοότητας” σου δίνει και μια ελευθερία. Του να μπορείς να δεις ότι, τελικά, είναι μια υπόθεση αρκετά εσωτερική το πώς θα δεις την πατρίδα — αν πραγματικά θέλεις να ταυτιστείς με αυτή την έννοια, ή αν θα την αφήσεις να πλανάται έτσι γύρω, σαν μια ιδεολογική κατάσταση. Όπως πολλές έννοιες που έχουν πλέον χάσει την ουσία τους — όπως η λέξη “πατρίδα”, “λαός”, “αλήθεια”.

Καλά, η αλήθεια είναι… Δικαιοσύνη…και πολλές άλλες λέξεις που ο καθένας τις παίρνει και τις χρησιμοποιεί για δικούς του σκοπούς, αλλοιώνοντας την αρχική τους αξία.

Ας πούμε, η λέξη “κομμουνιστής”, που εμείς τουλάχιστον — έτσι που μεγαλώσαμε και με την καταβολή τη δική μας, των γονιών — ο κομμουνιστής ήταν ο ήρωας, που πίστευε σε κάποια δύναμη, σε κάποια ιδανικά, και δεν δίστασε να θυσιάσει και από την προσωπική του ζωή πάρα πολλά, έχοντας την ελπίδα ότι θα πετύχει.

Μετά, λοιπόν, ζεις σε ένα περιβάλλον όπου ο “κομμουνιστής” είναι αυτός που συνεργάζεται, είναι αυτός που κυριαρχεί πολιτικά. Οι κομμουνιστές κυριαρχούσαν στην Τσεχία, και, μάλιστα, ήταν και νόμος στο Σύνταγμα ότι το κόμμα που κυβερνά πρέπει να είναι το κομμουνιστικό. Δεν υπήρχε, δηλαδή, επιλογή.

Εκεί, λοιπόν, βλέπεις ότι άλλη έννοια είχε ο κομμουνιστής τη δεκαετία του ’30, άλλη στη δεκαετία του ’40, άλλη στη δεκαετία του ’50 — με τους καθαρισμούς, που τους σκοτώνανε, που έμπαιναν σε δίκες και τους καταδίκαζαν σε θάνατο, πολλές φορές με προφάσεις, ας πούμε, που δεν έστεκαν. Άλλη χρεία πήρε αργότερα.

Τώρα, αν πεις στην Τσεχία ότι κάποιος ήταν κομμουνιστής, σημαίνει ότι συνεργαζόταν. Ήτανε σχεδόν δοσίλογος, θα μπορούσαμε να πούμε. Έχει αλλάξει τελείως· είναι βρισιά να πεις τώρα στην Τσεχία ότι κάποιος ήταν κομμουνιστής.

Έχοντας, λοιπόν, αυτή την εμπειρία, είμαι πολύ συγκρατημένη. Και θέλω το ουσιαστικό, όχι το θεωρητικό. Θέλω να δω αυτό που πραγματικά μπορώ να επηρεάσω και μπορώ να δω το αποτέλεσμα της επίδρασής μου. Και, αν δω ότι κάτι δεν έγινε σωστά, να μπορώ να το διορθώσω. Αυτή είναι η δική μου στάση, χάρη στην εμπειρία που πήρα από τη δική μου ζωή και από τη ζωή των προγόνων μου.

Οπότε δεν τα λέω για να κρίνω· τα λέω συνειδητοποιώντας. Είναι εύκολο να κρίνεις κάποιον εκ του ασφαλούς, αλλά είναι παντελώς άδικο. Γιατί ο άνθρωπος, εκεί που βρίσκεται, με τα συναισθήματα και με τις πιέσεις της κατάστασης που βιώνει εκείνη τη στιγμή, μόνο εκείνος ξέρει γιατί έκανε κάποιες επιλογές και ποια ήταν τα κίνητρά του.

Εμείς ήμασταν προγραμματισμένοι, κατά κάποιο τρόπο, σαν παιδιά, ότι θα επιστρέψουμε στην πατρίδα όποτε αυτό είναι δυνατόν. Νομίζω κανείς δεν περίμενε ότι αυτό θα κρατήσει τόσα χρόνια — δηλαδή πάνω από τριάντα χρόνια.

Θυμάμαι τον πατέρα μου μια μέρα, το ’73, να ’τανε το ’72 — σίγουρα πριν την πτώση της χούντας. Ήρθα μια μέρα από το σχολείο και τον βλέπω να κλαίει. Ήταν όταν είπε ότι πέθανε ο πατέρας του. Στην ουσία δεν είδε ποτέ ξανά τους γονείς του· δεν μπόρεσε να τους αποχαιρετήσει.

Εμείς μεγαλώναμε με αυτή την ιδέα, ότι όποτε είναι δυνατόν, εμείς θα γυρίσουμε στην πατρίδα. Σχεδόν δεν υπήρχε άλλη εκδοχή — και έτσι και έγινε.

Όταν όμως ήρθα στην Ελλάδα, 26 χρονών ήμουν τότε, εκεί άρχισα να νιώθω κάπως μειονεκτικά, κυρίως λόγω των ελλείψεων στη γλώσσα. Όχι τόσο επειδή δεν καταλάβαινα τις λέξεις, αλλά ίσως επειδή μου έλειπε εκείνο το κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο που σε κάνει να πιάνεις αμέσως το νόημα σε μια κουβέντα ή σε ένα αστείο. Και υπήρξαν πολλές στιγμές που ένιωσα ξένη.

Πιστεύω ότι το κλειδί είναι να συμφιλιώσεις τις διάφορες πλευρές του εαυτού σου και να τις αφήνεις να συνυπάρχουν χωρίς να καταπιέζεται καμία από αυτές.

Για μένα, η έννοια της πατρίδας άλλαξε πολλές φορές. Κάποτε ήταν ταυτισμένη με τα συναισθήματα των γονιών μου, κυρίως του πατέρα μου, που λαχταρούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αργότερα, δεν το κρύβω, πέρασα μια φάση που η λέξη «πατρίδα» άφηνε μέσα μου ένα κενό. Δεν ήταν εύκολο να παραδεχτώ ότι ένιωθα την Τσεχία σαν πατρίδα — σχεδόν έμοιαζε με προδοσία. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι η πατρίδα είναι κάτι βαθιά εσωτερικό. Και τότε αποδέχτηκα ότι έχω δύο: την Τσεχία, όπου γεννήθηκα, και την Ελλάδα, όπου ζω.

Όλα συνδέονται με κάποιον τρόπο. Όλα όσα μας αφορούν. Και όπως οι δικοί μου είχαν αυτό το όραμα — να βοηθήσουν, να υπάρξει επιτέλους ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα, ισοτιμία στις δυνατότητες, να μπορούν να σπουδάζουν όλοι, να μην υπάρχουν οι διακρίσεις που υπάρχουν — αυτό ήταν το όραμά τους. Ήθελαν να βοηθήσουν.

Τώρα, αν ο τρόπος ήταν ο σωστός και αποτελεσματικός, αυτό δεν μου αναλογεί να το κρίνω εγώ. Ήταν μέσα στη διαδικασία να δοκιμαστεί και αυτό.

Πιστεύω ότι έχω κι εγώ μέσα μου βαθιά ριζωμένη αυτή την επιθυμία να βοηθάω. Όμως στη δική μου περίπτωση, θέλω να ξέρω τι κάνω. Δηλαδή, θέλω να βοηθάω μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι μου, μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι μου. Και ας… Πιστεύω σε αυτόν τον κυματισμό· όταν ρίχνεις ένα πετραδάκι στη λίμνη, αυτοί οι κύκλοι απλώνονται.

Ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιώ ως σύμβουλος ψυχικής υγείας είναι η εργασία με τα παραμύθια. Είναι ένας πολύ όμορφος τρόπος για να διεισδύσεις λίγο πιο βαθιά στην ψυχή των ανθρώπων. Γενικά, τα παραμύθια μας δίνουν πάρα πολλά μηνύματα, και αν ήταν να διαλέξω το πιο σημαντικό, πιστεύω πως είναι η αισιοδοξία. Γιατί πάντα έχουν το αίσιο τέλος. Στα παραμύθια υπάρχει αυτή η πίστη ότι όλα θα πάνε καλά, και η υπενθύμιση ότι ο καθένας μας είναι ο ήρωας της δικής του ιστορίας — και γι’ αυτό πρέπει να ζήσουμε τη δική μας ζωή και να ακολουθήσουμε τα δικά μας όνειρα.

Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία: Izzy Moriarty
Μιξάζ: Νικόλας Καζάζης

Στο επεισόδιο ακούστηκαν τα μουσικά κομμάτια Ta naše písnička česká του Jan Koláček (easypiano.cz) και Το Τραδούδι της Σταχτοπούτας της Καλλιόπης Άνθη

O κύκλος ιστοριών “Πόσο με κάνεις;” υλοποιείται με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.