Στο επεισόδιο ακούστηκαν παραδοσιακά κρητικά τραγούδια.
Το επεισόδιο πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τoν “Σύλλογο Φίλων Διασώσεως και Διαδόσεως του Κοπανελιού, ΧΡΙΣΤΙΝΑ”.
Όταν ήμουν στην ηλικία των 10 ετών, πρέπει να σας πω ότι στη γειτονιά μου ήταν πάρα πολύ ανεπτυγμένο το κοπανελι. Ήταν μια οικοτεχνία. Την εποχή εκείνη ήταν τουλάχιστον 10 κοπέλες της ηλικίας από 20-25-30 χρονών τότε, κάθονταν στο δρόμο, στον τοίχο είχαν τοποθετήσει τα κουσούνια τους και έπλεκαν και βγαίνανε έξω, τραγουδούσαν, έλεγαν τις μαντινάδες τους και έπλεκαν κιόλας. Έμπαιναν μέσα στο σπίτι, κοιτάζανε το φαΐ…
Εγώ πήγαινα και έπαιζα με τα ξυλάκια, με τα κοπανέλια τους, τα μπέρδευα και όταν βγαίναν έξω από τις δουλειές τους, μου δίνανε και ένα χαστουκάκι: “Xριστινιώ μας τα χάλασες”. Εγώ το λάτρευα. Έτσι που έβλεπα, έμαθα πως πλέκεται το κοπανέλι. Κανένας δε μου έδειξε, αλλά βλέποντας τις κυρίες που πλέκανε,τις κοπέλες, το έμαθα το κοπανέλι.
Τι να κάνω όμως εγώ που ήθελα να πλέκω; Πήγα λοιπόν στον κήπο μας, έκοψα ένα φύλλο της φραγκοσυκιάς που είναι μαλακό, έκλεψα της μαμάς μου ένα μασούρι κλωστή που ύφαινε και όμως ήθελα και ξυλάκια, έκοψα λοιπόν από τη χαρουπιά ένα κλαδί και από τα ξυλάκια τύλιξα την κλωστή από το μασούρι.
Τώρα ήθελα και καρφίτσες, αλλά καρφίτσες δε γινόταν να κλέψω. Πήγα λοιπόν κάτω από μια, ήταν εκεί στο κάτω χωράφι από τον κήπο μας, ήταν μια άγρια αχλαδιά και ήξερα ότι είχε ακίδες. Έκοψα τις ακίδες. Πήγα λοιπόν, κρύφτηκα κάτω από ένα θάμνο στο αλώνι γιατί είχα κλέψει το μασουράκι και θα με έδερνε η μαμά μου. Πήγα λοιπόν, ξάπλωσα, άνοιξα τα ποδαράκια μου, έβαλα το φύλλο μπροστά, τύλιξα και τα ξυλάκια, έπλεξα μια ζώνη της κούκλας μου, με τις ακίδες αντί για καρφίτσες. Η μαμά μου όμως με έχασε σα παιδάκι που ήμουνα. Με φώναζε: “Χριστινιώ, Χριστινιώ που είσαι;”
Έρχεται η μαμά μου και με βλέπει ότι είχα κάνει αυτό. Εγώ φοβήθηκα γιατί είχα κλέψει το μασουράκι, θα με έδερνε. Αντί για αυτό, η μητέρα μου, αυτός υπέροχος άνθρωπος. Αυτή η γυναίκα που γεννήθηκε το ‘900 και πέθανε το 2000, εκατό ετών, που δεν πήγε, δε βγήκε από το χωριό καθόλου, αλλά είχε μια μόρφωση, μας έδωσε τέτοια αγωγή…
Με παίρνει από το χεράκι, πάει στο σπίτι, λέει του πατέρα μου: “Το κοπέλι πρέπει να του φτιάξεις ένα σκαμνί”.
“Γιάντα;”, της λέει, “Θεοδοσία;”
“Γιατί το κοπέλι, πρέπει να του κάνουμε ένα κουσουνάκι να του φτιάξουμε να πλέκει”.
Από τότε τελείωσα το Δημοτικό, πήγα γυμνάσιο, την ποδιά μου την πρώτη, τότε φοράγαμε με ποδιά με άσπρο γιακαδάκι, την πήρα με τα λεφτά που έβγαλα από τα πετσετάκια που έπλεξα. Πώς τα έπλεξα: Έπαιρνα το κουσούνι μου αγκαλιά και πήγαινα στο χωράφι και έβλεπα τα πρόβατα και καθόμουν χάμω και έπλεκα.
Και ερχόταν ο έμπορος από την Αθήνα και μάζευε τα πλεκτά και τα πουλούσαν εδώ.
Στην έβδομη τάξη πήρα και τα βιβλία και πήρα και το πρώτο στυλό από τα λεφτά που έβγαζα από τα πετσετάκια που έπλεξα το καλοκαίρι.
Τελείωσε το γυμνάσιο, έδωσα εξετάσεις στα Χανιά. Τότε ήταν η Σχολή Ανωτάτης Οικιακής Οικονομίας Αριάδνη.
Πήγα, τελείωσα τη σχολή μου, πήρα το πτυχίο μου. Χαρά εγώ! Το ’57, ανέβηκα Αθήνα,
Μετά γνώρισα τον άντρα μου και ο διορισμός μου ήρθε το ’73. Πήγαμε με τον άνδρα μου, τον Στέλιο. Πήγαμε στην Τρίπολη να υπογράψω.
Με διόριζαν στο Λεωνίδιο Κυνουρίας. Ήτανε το ’73 και το ’74 παντρευόμαστε. Εγώ ήμουν ερωτευμένη. Δεν μπορούσα να αφήσω το Στέλιο. Αδύνατο. Μου λέει ό,τι θες κάνε. Είσαι ελεύθερη να κρατήσεις τα διορισμό σου, όπως θέλεις. Και του λέω καλά πως θα έρχομαι εγώ άμα πάω στην Πελοπόννησο, να έρχεσαι εσύ κτλ. Όχι του λέω, δεν θέλω, εντάξει είμαι. Δεν δέχτηκα το διορισμό και απορρίφτηκε ο διορισμός.
Παντρευτήκαμε με τον άντρα μου.
Ξεκινήσαμε τη ζωή μας πάρα πολύ ωραία. Έβλεπα όμως ότι στο χωριό άρχιζαν πια και έμπαιναν τα κινέζικα. Ερχότανε από το εξωτερικό. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου.
Και είχε πέσει πια το κοπανέλι, δεν του δίνανε πολύ σημασία. Εγώ όμως, επειδή μορφώθηκα με τα λεφτά που έβγαζα από εκεί, με την αξία αυτής της τέχνης, δεν ήθελα να χαθεί. Τι σκέφτηκα λοιπόν; Λέω θα πάω να ζητήσω ένα χώρο να το διδάξω αυτό το κοπανέλι στην Αθήνα.
Σκέφτηκα να πάω στην ΕΡΤ1. Δεν είχα άνθρωπο γνωστό, κανένα γνωστό. Τι να κάνω, τι να κάνω; Σκέφτηκα λοιπόν. Έβλεπα την ΕΡΤ1 και έβλεπα τον Μυλωνά, ο οποίος είχε μια εκπομπή, Τα Παραδοσιακά Τραγούδια. Λέω θα πάω εκεί, πηγαίνω στην πύλη της ΕΡΤ, χτυπώ, μου λέει: “ Που πάτε;”
Λέω: “Στον κύριο Μυλωνά.”
“Έχετε ραντεβού;”
“Ναι.”
Με αφήνει και εμένα και το Στέλιο και μπαίνουμε μέσα. Στο γραφείο τάδε είναι ο κύριος Μυλωνάς. Χτυπάω την πόρτα, ανοίγει η πόρτα, ήταν η γραμματέας μπροστά. Μου λέει: “Τι θέλετε; Έχετε ραντεβού;”
Πριν μου πει, λέω: “Με συγχωρείτε πάρα πολύ, να σας πω την αλήθεια δεν έχω ραντεβού, είπα ένα ψέμα για να μπω μέσα και να ζητήσω μια χάρη.”
“Τι θέλετε;”, μου λέει. Λέω: “Έχω μια τέχνη, θέλω να την προωθήσω, θέλω να διδάξω. Δεν έχω ανθρώπους ούτε να με βοηθήσουν, ούτε να πάω πουθενά. Ζητάω δυο-τρία λεπτά στην τηλεόραση να με δουν. Μήπως κάποιος θέλει να έρθει να το μάθει”. Μου λέει: “Θα περιμένετε.”
“Θα περιμένω”, λέω. Δεν έφευγα τώρα με τίποτα.
“Θα σε πάρουμε με τηλέφωνο”. Αφήνω το τηλέφωνό μου. Την άλλη μέρα με παίρνουν τηλέφωνο, μου λέει: “Tο Σάββατο το μεσημέρι, θα είσαι εδώ. Θα παρουσιαστείς στην εκπομπή της κυρίας Σακάκου”. Κέλυ Σακάκου. Χαρά εγώ! Είχα πάρει τραπεζομάντηλο, είχα πάρει ένα πορτατίφ και άλλα πολλά.
Κάναμε μια γωνιά με όλα αυτά. Καθίσαμε. Της είπα λοιπόν της κυρίας Σακάκου: “Kυρία Σακάκου, από τούτη την πλευρά θα με βάλετε γιατί είμαι πιο καλά”.
Μου λέει: “Κυρία Κουκουλάρη, έχουν έρθει πολλοί εδώ πέρα, αλλά αυτή την πρόταση, δε μου την έχει κάνει κανένας!”
Ζήτησα από τον κόσμο εάν κάποιος θέλει να μάθει κάτι, δεν με πήρε κανένας τηλέφωνο. Δεν πήρε κανείς.
Τίποτα από την ΕΡΤ, κανένας. από την εκπομπή. Να ‘ναι καλά οι άνθρωποι, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε κανένας. Διαβάζοντας εγώ την εφημερίδα βλέπω ότι στην Αγγελικής Χατζημιχάλη γίνονται μαθήματα.
Και πήγα. Ανεβαίνω. Ήτανε λοιπόν τελικά μια δασκάλα, η συχωρεμένη η κυρία Δήμητρα και λέω ότι ξέρω αυτή την τέχνη και θέλω και εγώ να τη δείξω στις κυρίες. Σηκώνεται η κυρία, θεό σχωρέστηνα, και μου λέει: “Δεν υπάρχουνε μαθήτριες για το κοπανέλι!”
Λέω: “¨Με συγχωρείτε”. Kατέβαινα τις σκάλες και έρχεται μία κυρία δίπλα μου.
“Καλέ κυρία” μου λέει.
“Καλέ κυρία. Εγώ θέλω να το μάθω το κοπανέλι, αλλά να ‘ρθείτε, μου λέει, επάνω στη διευθύντρια. Ελάτε πρωί”.
Τη Δευτέρα το πρωί εγώ εκεί ήμουνα!
Την κοιτάζω λοιπόν και της λέω το και το. “Και βέβαια!”, μου λέει. Μου κλείνει ραντεβού αμέσως να πάω στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, Ακαδημίας 50.
Ξεκίνησα το Φεβρουάριο του ’82 και έφυγα το 2012. Τριάντα χρόνια εκεί δίδαξα κοπανέλι. Συνεχίσαμε τα μαθήματα εκεί, όμως εκεί δεν λεγότανε μαθήματα. Σεμινάρια. Ήταν εξάμηνα σεμινάρια.
Το κοπανέλι, αγαπημένες μου κυρίες και κύριοι, το κοπανέλι, δε μαθαίνεται σε έξι μήνες. Το κοπανέλι θέλει χρόνια για να μαθευτεί.
Όμως μια μαθήτρια μου τότε, δεν είναι στη ζωή, η Ζωή Τερλεξή. Μου λέει: “Άκου να σου πω Χριστίνα μου, θα κάνουμε ένα σύλλογο και θα έρχονται οι κυρίες”.
“Και πως θα κάνουμε το σύλλογο; Τίποτα δεν έχουμε”
“Τι σε νοιάζει;” μου λέει: “‘Όλα τα έξοδα δικά μου”.
Μάζεψα τον κόσμο που καταλάβαινα ότι θα είναι κοντά μου. Πραγματικά υπάρχουν ακόμη γυναίκες οι οποίες ζούνε από το τότε το διοικητικό Συμβούλιο που κάναμε. Σκεφτήκαμε ότι αφού μαζεύτηκαν οι κυρίες και φτιάξαμε το καταστατικό, έπρεπε πριν πάμε να το δώσουμε, πρέπει να δώσουμε ένα όνομα στο καταστατικό. Δώσαμε λοιπόν ραντεβού σε μια ταβέρνα στην Πλάκα, στην Κληματαριά.
Εγώ, είπα να πούμε Πηνελόπη, να πούμε Κλειώ, να πούμε έτσι…Πετάγονται οι κυρίες, που είχαν συνεννοηθεί: “Από πού θα μάθουμε το κοπανέλι; Από την κυρία Χριστίνα; Άρα ο σύλλογος θα ονομαστεί Χριστίνα”.
Η συγκίνησή μου ήταν πάρα πολύ μεγάλη.
Το κοπανέλι, το κρητικό κοπανέλι πια, δεν ήτανε γνωστό. Έχει μια συγγένεια όπως τη βλέπουμε με το κοπέλι το ρώσικο. Δεν ξέρω πώς κατέβηκε στην Κρήτη. Ξέρω ότι το 1908. Το 1908 κατέβηκε η Όλγα, η βασίλισσα Όλγα, στις Κoρακιές και είδε τις καλόγριες που ήτανε φτωχές, ας πούμε, είχανε αργαλειό, είχανε τους κήπους και κάνανε για να μπορούν να εξυπηρετούνται. Και πήρε μια καλόγρια, την Μηνοδώρα Αθανασάκη. Την έφερε στην Αθήνα. Τότε ήτανε μια σχολή εδώ με τριακόσιους μαθήτριες, τις οποίες είχε η βασίλισσα τότε και έμαθε το κοπανέλι. Κατέβηκε στην Κρήτη και τότε στις Κόρακιες, σε αυτό το μοναστήρι, υπήρχαν εφτά καλόγριες από το χωριό μου, από το Γαβαλοχώρι.. Τότε λοιπόν μεταδόθηκε και η ρίζα του Κρητικού, κοπανελιου θεωρείται το Γαβαλοχώρι.
Η Ντέπυ Κούτσικα μας έγραψε το 1994 στον Παγκόσμιο Οργανισμός Δαντέλας (O.I.D.F.A.), που εδρεύει στη Γαλλία και από εκεί και έπειτα ξεκινήσαμε και πηγαίναμε κι εμείς παγκόσμια συνέδρια.
Πρέπει να σας πω ότι έχουμε κάνει 12 συνέδρια, έχουμε πάει στο εξωτερικό, έχουμε αναγνωριστεί πάρα πολύ.
Πρέπει να πω ότι όλη μου την πρόοδο και όλη μου τη δημιουργία όλων αυτών των ετών την οφείλω στην συμπαράσταση του άντρα μου.
Δεν κάναμε παιδιά. Όταν αποφασίσαμε ότι δεν έχουν συνέχεια τα παιδιά , γυρίσαμε σελίδα και είπαμε να ζήσουμε εμείς, όπως θέλει ο Θεός, και πραγματικά έτσι και έγινε. Όλα αυτά τα συνέδρια που σας είπα. Με έστελνε με όλη του την αγάπη, με όλη του την ψυχή.
Ήμουνα πάρα πολύ ευχαριστημένη γιατί τα μαθήματα που πήγαινα και στη Χατζημιχάλη που έκανα και στο σύλλογο που συνεχίζω μέχρι τώρα και πηγαίνω. Ποτέ δε θα μου πει να μην πάω. Ποτέ μα ποτέ, δε θα μου πει.
“Να πας, σήκω να πας, άμα είσαι καλά να πας και τώρα ακόμα να πας. Ήρθε η Πέμπτη; Να πας, να κάνεις μάθημα. Μόνο μην αργήσεις”.
Η μόνη του λέξη τώρα, θα μου πει: “Μόνο μην αργήσεις”.
Γιατί εάν ο άντρας μου ήταν γκρινιάρης, αν με ενοχλούσε, θα κοιτούσα την ησυχία μου και το σπίτι μου, δυστυχώς, και θα ήμουνα δυστυχισμένη, ενώ τώρα είμαι ευτυχισμένη. Είμαι γεμάτη, είμαι ικανοποιημένη και αυτό είναι μεγάλο. Μεγάλη αξία στη ζωή να λες ότι είσαι γεμάτη. Έκανα αυτό που ήθελα, αλλά με κατάλαβε.
Ένα όνειρο είχα και πιστεύω το καταφέρει. Ένα όνειρο είχα. Αυτά που ξέρω, αυτά που γνωρίζω να τα αφήσω πίσω μου, να τα αφήσω σε ανθρώπους να μείνουν. Είναι ιστορία, είναι τέχνη, Πρέπει να μείνει. Nα τη δουν τα παιδιά και να τη μάθουν.
Αυτή την τέχνη την αγάπησα από μικρό παιδάκι και μου έδωσε ζωή. Μου έδωσε αξία. Η τέχνη μου έδωσε αξία. Εμένα αυτό πρέπει να το τονίσω. Αν δεν είχα κάνει αυτή την τέχνη, δεν θα ήμουνα τίποτα. Το καταλάβατε αυτό; ‘Αλλά βρήκα τον κατάλληλο άνθρωπο και με βοήθησε και τα έδειξα όλα αυτά τα έβγαλα. Δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Ιάσων Βογιατζής