Στο επεισόδιο ακούστηκαν τα μουσικά κομμάτια: Το κουκλί της Κοκκινιάς – Στελλάκης Περπινιάδης, Death Pop – Monolithic
Γεννήθηκα στην Κατερίνη. Που από την αρχή θα πω ότι την Κατερίνη την αγαπώ, αλλά σίγουρα δεν είναι η πόλη της καρδιάς μου και ουδέποτε υπήρξε. Εκεί. Το 1990 ξεκινάω. Είμαι το πρώτο παιδί της οικογένειας. Γεννιέται μέσα στην πόλη της μαμάς μου, στην πόλη που μεγάλωσε και εκείνη τα περισσότερα της χρόνια και στην πόλη στην οποία απ ό,τι μου είχε πει, δεν πέρασε και τα πιο χαρούμενα παιδικά χρόνια. Δεν μένουμε για πολύ εκεί. Πηγαίνουμε στο Λιτόχωρο, που είναι το στρατόπεδο του μπαμπά μου και μεγαλώνουμε σε ένα μικρό υπόγειο, γιατί απ’ ό,τι μου λέγαν οι γονείς μου αυτό το σπίτι είχαμε τα λεφτά να νοικιάσουν.
Μένουμε λοιπόν σε αυτό το υπόγειο για δύο χρόνια, μέχρι που αρχίζω να περπατάω. Και τότε έρχεται η πρώτη μετάθεση, η πρώτη μετάθεση από το Λιτόχωρο για το Πολύκαστρο. Εκεί πηγαίνω στο νηπιαγωγείο, περνάω καλά, κάνω τις πρώτες μου παρέες και συνειδητοποιώ ότι πρέπει γρήγορα να τις αφήσω. Γιατί έρχεται και η επόμενη μετάθεση του μπαμπά μου για τον Έβρο αυτή τη φορά και πάει λέγοντας. Η ζωή μου είναι αυτή. Τα παιδικά μου χρόνια ταυτίζονται με όλες αυτές τις πολλαπλές μετακινήσεις, με τους φίλους που χρειάστηκε να χάσω και να αφήσω πίσω και με μια διαρκή συμβουλή της οικογένειας ότι μη φοβάσαι να αφήσεις πράγματα πίσω, γιατί αν δένεσαι πάρα πολύ θα πληγωθείς και σίγουρα εκεί που θα πάμε κάτι καινούργιο θα βρεις. Πάντα με πείραζε αυτή η συμβουλή. Παρ’ όλα αυτά έκλεινα το στόμα μου και έκανα ακριβώς αυτό που έπρεπε να κάνω εκείνη τη στιγμή. Μεγαλώνω στην επαρχία, σπουδάζω στην επαρχία, κάνω και μεταπτυχιακό στην επαρχία. Ταυτόχρονα βρίσκω και την πρώτη μου δουλειά στην πόλη των σπουδών μου στην Αλεξανδρούπολη. Αυτά τα βήματα είναι τα πρώτα μικρά βήματα που νιώθω ότι με κάνουν λίγο πιο ανεξάρτητη. Παρ’ όλα αυτά, νιώθω πάντα ότι έχω έναν κόμπο στο στομάχι. Νιώθω πάντα ότι η επαρχία με κάνει και ασφυκτιώ Παρόλα αυτά δεν αντιστέκομαι σε αυτό. Αφήνομαι σε αυτό. Νιώθω ότι η πορεία της ζωής μου με κάποιον τρόπο είναι προδιαγεγραμμένη. Δεν υπάρχουν πάρα πολλές επιλογές. Αυτή ήταν η πρώτη αντίληψη του πώς χρειάζεται να είναι μια γυναίκα. Σε εκείνη τη φάση. Μέχρι που κάποια στιγμή γίνονται κάποια πάρα πολύ, συμβαίνουν κάποια πάρα πολύ έντονα γεγονότα τα οποία αλλάζουν τον τρόπο που σκέφτομαι. Και αποφασίζω να φύγω. Αποφασίζω να αφήσω πίσω μου την παλιά μου ζωή και να φύγω σίγουρα μακριά από την Αλεξανδρούπολη και μακριά από την οικογένειά μου, για να μπορέσω να βρω τον πραγματικό μου εαυτό.
Σε εκείνη τη φάση συναντώ και γνωρίζω μια φίλη πάρα πολύ αγαπημένη φίλη και δεν είναι τυχαίο που οι αλλαγές που θα αφηγηθώ από εδώ και πέρα για τη ζωή μου είναι όλες συνδεδεμένες με κάποια πολύ σπουδαία γυναίκα. Έρχεται λοιπόν η Ιφιγένεια, η οποία ακούει για πρώτη φορά την ιστορία μου και καταλαβαίνει το σφίξιμο που νιώθω, το οποίο δεν το είχα παραδεχτεί σε κανέναν τόσο ανοιχτά μέχρι τότε. Με βρίσκει στην Αλεξανδρούπολη και με συμβουλεύει πως είναι καιρός πια να φύγω από εκεί Όποτε αρχίζω και δίνω συνεντεύξεις, δίνω συνεντεύξεις για να μπορέσω να βρω δουλειά σε μια άλλη πόλη και έχω τελικά προσφορά εργασίας από μία οργάνωση στη Θεσσαλονίκη και από μια οργάνωση διεθνή στη Χίο και στη Σάμο. Το Χίος και Σάμος πήγαινε πακέτο σε εκείνη τη φάση. Θα έπρεπε να δουλεύω και στα δύο νησιά.
Και έτσι χωρίς να το σκεφτώ, αποφασίζω να κάνω το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι μακριά από τους τόπους που έχω μεγαλώσει και να πάω στα νησιά. Αποφάσισα να πάω σε αυτά τα δύο νησιά για να μπορώ να μετακινούμαι διαρκώς μεταξύ τους και να μην χρειάζεται να στέκομαι σε ένα μέρος, να μην χρειάζεται να στέκομαι σε ένα μέρος για να μην χρειάζεται να σκέφτομαι πολύ, για να βρίσκομαι σε διαρκή κίνηση, για να μη δεθώ και τόσο αυτούς τους ανθρώπους που θα έβλεπα εκεί πέρα, για να καταφέρω να φύγω ξανά τη στιγμή που θα χρειαζόταν. Εν πάση περιπτώσει μένω εκεί για 2 χρόνια. Όντως κάνω πολύ ισχυρές φιλίες και στα δύο νησιά, παρότι δεν ήταν αυτό το μεγάλο μου ατού στο χαρακτήρα μου. Δουλεύω στο προσφυγικό. Δούλεψα για δύο χρόνια σε μια οργάνωση που ασχολούνταν με την παιδική προστασία. Και όλο αυτό το πράγμα είχε πάρα πολύ πόνο και πάρα πολύ φθορά και για εμένα ως εργαζόμενη. Οπότε. Μετά από αυτά τα δύο χρόνια που έμεινα εκεί, αποφάσισα να φύγω. Να κλείσω δηλαδή τον κύκλο των νησιών και να πάω πίσω στην οικογένειά μου για να μπορέσω να ξεκουραστώ. Όμως για έναν περίεργο λόγο εμφανίζεται η Ιφιγένεια και πάλι στη ζωή μου, η οποία επίσης δούλευε ανά την Ελλάδα σε μια άλλη μη κυβερνητική οργάνωση και με προσκαλεί να πάω στην Ορεστιάδα γιατί έχει ανοίξει μια θέση εκπαιδευτικού σε ένα τελείως διαφορετικό καμπ, σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο. Εκεί συναντάω την άλλη Αναστασία. Μία κοπέλα που είναι από την Ορεστιάδα και κάνουμε μία απίστευτη μικρή ομάδα και στήνουμε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα μέσα στο camp αυτό.
Όμως έρχεται η ώρα που αρχίζω και αναρωτιέμαι αν μπορώ, αν είμαι σε θέση, αν είμαι έτοιμη να κάνω κι ένα ακόμη μεγαλύτερο βήμα ή ίσως να πάω σε μια μεγαλύτερη πόλη να δουλέψω και εκεί αλλά σε εκείνη τη φάση τίποτα δεν προχωράει και παρ’ όλα αυτά μέσα στο μυαλό μου εμένα γυρνάει ακόμα η σκέψη ότι πρέπει να φύγω από εκεί που είμαι και κάπως να βρεθώ σε ένα άλλο μεγαλύτερο μέρος. Και παίρνω την απόφαση να πάω στην Αθήνα. Και ο λόγος που βρήκα για να το κάνω αυτό ήταν ένα μεταπτυχιακό ανθρωπολογίας για το οποίο μάλλον αποφάσισα να κάνω τα χαρτιά μου. Και κάπως τα κατάφερα. Έδωσα συνέντευξη, περάσαμε, πήρανε και μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες χρειάστηκε να αφήσω τη θέση που είχα στο φυλάκιο και να έρθω στην Αθήνα.
Ο μικρότερος εαυτός μου δεν θα σκεφτόταν σε καμία περίπτωση να ζήσει σε μια τόσο μεγάλη πόλη. Μέσα στην οικογένειά μου υπάρχουν διάφορες ιστορίες ανθρώπων, οι οποίοι απέτυχαν να ζήσουν σε μια μεγαλούπολη και γύρισαν πίσω στα χωριά τους ηττημένοι. Θα σταθώ στην ιστορία της πιο αγαπημένης μου γιαγιάς η οποία κάποια στιγμή χωρίζει με τον παππού. Είναι σε ένα χωριό του Ολύμπου, μένει μόνη της με το παιδί της και τη μάνα της. Και επειδή δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα, αποφασίζει να πάει στην Αθήνα να δουλέψει σε μια βιοτεχνία. Όταν ήταν στην Αθήνα μου έλεγε ότι υπήρχαν κάποια ωραία πράγματα που δεν είχε ξαναδεί και πολύ της άρεσαν. Αλλά της συνέβαιναν συνέχεια διάφορες αναποδιές. Μια από τις περιπέτειες της γιαγιάς μου στην Αθήνα ήταν ότι έχασε το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε. Ήρθε για δουλειά. Πήρε κάποια ένσημα, τα οποία τότε κολλούσαν σε βιβλιαράκια, και κάποια στιγμή έχασε αυτό το βιβλιαράκι, οπότε ήταν σαν να μην είχε έρθει ποτέ στην Αθήνα για να δουλέψει και φαινόταν όλη της η προσπάθεια μάταιη. Κάποια στιγμή, ενώ είχε μείνει ένα αρκετά μεγάλο διάστημα στην Αθήνα, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο χωριό, στο μωρό της που είχε πια μεγαλώσει. Στη μάνα μου δηλαδή. Η μαμά μου πρέπει να ήταν τριών ή τεσσάρων χρονών. Και την ώρα που ανοίγει την καγκελόπορτα γιαναμπει μέσα, βλέπει τη μαμά μου που ήταν πια μεγάλη και της λέει: «Έλα παιδί μου, να σε αγκαλιάσω». Και η μαμά μου έφυγε τρέχοντας και κρύφτηκε πίσω από τη φούστα της προγιαγιάς μου, γιατί δεν αναγνώριζε τη μαμά της. Και εκείνη τη στιγμή, γεμάτη με δάκρυα στα μάτια, όπως μου λέγε η γιαγιά, μου είπε ότι δεν θα ξαναφύγει ποτέ να πάει στην Αθήνα και ότι θα μεγαλώσει το παιδί της.
Οπότε η Αθήνα ήταν ένας τόπος που είχε αρνητικό πρόσημο στη βιογραφία, ας πούμε, των μελών της οικογένειας. Και ήταν κάτι το οποίο αν αποφάσιζα εγώ να έρθω και να το ζήσω, θα ήταν μια παράτολμη, τελείως προσωπική δική μου απόφαση. Παρ’ όλα αυτά ένιωθα ότι έπρεπε να το κάνω σε εκείνη τη φάση και όπως είπα, δεν το σκέφτηκα. Και κάπως έτσι βρέθηκα εδώ. Με θυμάμαι να σκάω με μία βαλίτσα στην Αθήνα, να μου εξηγούν οι φίλες μου πού θα βρω το σπίτι που θα μείνω, το οποίο ήταν το σπίτι της Ιφιγένειας και με φιλοξένησε η μαμά της μέχρι να καταφέρω να πατήσω στα πόδια μου και να βρω ένα σπίτι να νοικιάσω στην Αθήνα. Όλο αυτό για μένα ήταν πραγματικά πάρα πολύ περίπλοκο στην αρχή. Οι πρώτες μου, ας πούμε, βόλτες που έκανα στην Αθήνα είχαν συνέχεια τη σκέψη από πίσω του ότι κάτι κακό θα συμβεί. Κάποιος θα μου την πέσει, κάποιος θα με χτυπήσει, κάποιος θα με ληστέψει, αλλά σίγουρα δεν θα τη βγάλω καθαρή. Και σιγά-σιγά όλος αυτός ο φόβος μειώθηκε. Και άρχισε να μεγαλώνει σταδιακά μια ανάγκη να εξερευνήσω περισσότερο την πόλη και να συνδεθώ με αυτή. Και τότε έσκασε ο Covid. Φοβήθηκα ότι θα μείνω τελείως μόνη μας σε μια ξένη πόλη. Παρ’ όλα αυτά, όπως είπα, αυτοί οι άνθρωποι που ήδη υπήρχαν στην πόλη, που με είχαν υποδεχτεί, που είχαν αρχίσει να με ξεναγούν σε αυτή και ήταν ήδη κομμάτι της ζωής μου, δεν με άφησαν ούτε και τότε. Οπότε δεν έμεινα. Και κάπως έτσι πήρα την απόφαση ότι η άδεια Αθήνα και η περιφρουρημένη Αθήνα δεν είναι τελικά και τόσο περίεργο μέρος. Είναι ένα μέρος που μπορείς να το δεις κάπως διαφορετικά, να δεις διαστάσεις του που δεν θα έβλεπες όταν ο πολύς κόσμος κυκλοφορεί μέσα σε αυτή την πόλη.
Όταν αρχίζει και τελειώνει η ιστορία με τον Covid, εγώ χάνω την αγαπημένη μου γιαγιά. Όχι από αρρώστια, από ένα φριχτό ατύχημα, οπότε. Είχα αυτή την τεράστια απώλεια κατά τη διάρκεια αυτής της πανδημίας, που πραγματικά εγώ είχα αρχίσει να μην φοβάμαι και τόσο. Τη στιγμή που χάθηκε κατάλαβα ότι αυτό που μπορώ, ας πούμε, να κρατήσω από εκείνη για να μπορέσει να έχει νόημα και όλη η συναναστροφή μας και όλα όσα, ας πούμε, έχω καταφέρει να μάθω μαζί της, είναι το να κρατήσω τις ωραίες μας στιγμές και κάποιες συμβουλές οι οποίες ήταν πραγματικά ενδυναμωτικές για εμένα. Οπότε σε εκείνη τη φάση αρχίζω και θυμάμαι ότι η γυναίκα αυτή, που μεγάλωσε παρά πολύ φτωχικά, μεγάλωσε σε ένα χωριό που ο εμφύλιος το κατασπάραξε, που οι άνθρωποι τρώγονταν μεταξύ τους για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους, η γυναίκα αυτή, που δέχτηκε πάρα πολύ βία στη ζωή της και αργότερα από τον σύντροφό της, κατάφερε να σταθεί στα πόδια της. Μου έλεγε κυρίως τις ιστορίες για το πώς κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και στη συνέχεια μου υπενθύμιζε ότι εγώ χρειάζεται να κάνω το ίδιο. Να μην τα παρατάω ποτέ και να βρίσκω τρόπους για να είμαι αυτόνομη, σε αλληλεξάρτηση, πάντα σε δημιουργική αλληλεξάρτηση με άλλους. Και αυτή η γυναίκα επίσης ήταν που με βοήθησε να σπουδάσω. 17.03 (αν γίνεται ) Όταν χάνεται η γιαγιά θυμάμαι να την έχω πάρα πολύ έντονα μέσα στο μυαλό μου και να συζητάω πια νοερά μαζί της για το αν έχει κάποια επιθυμία για εμένα, αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσα να κάνω για εκείνη. Και εκείνη την περίοδο είχαν αλλάξει οι πίνακες για τους τρόπους που γίνονται οι προσλήψεις των αναπληρωτών και με προσκαλούν πρώτη φορά σε ένα σχολείο της Αθήνας για να δουλέψω ως αναπληρώτρια σε νηπιαγωγείο. Και γυρνάω καινούργια και αυτό είναι ξεκάθαρο σημάδι. «Ευχαριστώ. Ήταν πολύ δύσκολο. Δεν θα την έπαιρνα την απόφαση, αλλά αφού τα λες εσύ, θα το κάνω».
Πηγαίνω σε ένα σχολείο στα Άνω Πετράλωνα, ένα πολύ γλυκό σχολείο, το οποίο μου δίνει την ευκαιρία λίγο να, να θυμηθώ πώς είναι αυτό που έχω σπουδάσει αρχικά στη ζωή μου, δηλαδή το να είμαι νηπιαγωγός. Τελειώνει η πρώτη χρονιά. Και την τελευταία μέρα πριν οριστικοποιηθεί η καινούργια μου δήλωση για τα καινούργια σχολεία που είχα δηλώσει να το Σεπτέμβρη με καλεί μια άλλη φίλη από την Αθήνα και μου λέει ότι υπάρχει μια κενή θέση στο σχολείο της και ότι θα μπορούσα να κάνω τα χαρτιά μου για να πάω εκεί. Οπότε το βάζω και αυτό ως πρώτη επιλογή. Και τυχαίνει και με παίρνουν εκεί πέρα.
Αυτά τα δύο χρόνια με βοήθησαν να μάθω και τη γειτονιά και τους ανθρώπους της, να βοηθάω πάρα πολύ τα παιδιά της και. Με όλη την κοινότητα θα πω η Τα Εξάρχεια πραγματικά είναι μια περιοχή που αν αποφασίσεις να συμβάλεις σε όλες τις προσπάθειες, στα κινήματα, στις ομάδες, στις συνελεύσεις, σίγουρα όλο το πλαίσιο θα αγκαλιάσει και θα σου προσφέρει αντίστοιχα πάρα πολλά πράγματα.
Η αρχική συμβουλή που μου είχαν δώσει κάποτε οι γονείς μου Ό, τι καλό είναι να μη δένεσαι, καλό είναι να μην πληγώνεσαι, νομίζω ότι πλέον έχει, έχει σβήσει, έχει ξεθωριάσει μέσα στο μυαλό μου και στην ψυχή μου. Γιατί πλέον δεν φοβάμαι να δεθώ. Δεν φοβάμαι να δημιουργήσω κάτι, γιατί νιώθω ότι ό,τι δημιουργηθεί, ακόμα και αν κάποια στιγμή ξεπεραστεί, ανανεωθεί ή χρειαστεί να μείνει πίσω, πάντα θα υπάρχει στη ζωή μου, πάντα θα υπάρχει στις αναμνήσεις μου και πάντα θα τροφοδοτεί το παρόν μου.
Όταν πήρα την απόφαση να πάω στα νησιά για να δουλέψω οι γονείς μου ήταν κάθετοι ότι εγώ αυτό το πράγμα δεν μπορώ να το καταφέρω και ότι είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο βήμα για εμένα, Από τους γονείς πήρα ένα ξεκάθαρο και μεγάλο «όχι». Το οποίο εμένα μου είχε μείνει, είχε έναν ισχυρό αντίκτυπο μέσα μου. Και πάλευα καθημερινά για να μη με καταβάλει. Όταν πήρα την απόφαση να κάνω το βήμα για να έρθω στην Αθήνα και να κάνω το μεταπτυχιακό. Πίστευα ότι για ακόμη μια φορά θα έτρωγα μια ακόμη τεράστια απόρριψη. Θα άκουγα ένα ακόμα μεγάλο όχι από εκείνους, αλλά ήμουν έτοιμη πια να το ακούσω. Αλλά σε αυτή τη φάση η απόκρισή τους είναι τελείως διαφορετική. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι όταν τους ανακοίνωσε ότι ήρθε η ώρα να φύγω για το μεταπτυχιακό, μου είπαν: «Παιδί μου, πήγαινε και θα τα καταφέρεις. Άλλωστε ό,τι έχεις βάλει στο μυαλό σου να κάνεις μέχρι σήμερα το έχεις καταφέρει. Σου έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη και αν χρειαστείς κάτι από εμάς μπορείς να μας το ζητήσεις».
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τελείως απελευθερωμένη. Ένιωσα ότι μπορούσα να έρθω πια στην Αθήνα και να κάνω πάρα πολύ μεγαλοπρεπή πράγματα, χωρίς να με κρατάει κάτι πίσω. Αυτό όμως που δεν περίμενα καθόλου ήταν αυτό που έγινε. Το ότι ήρθα στην Αθήνα και για πρώτη φορά είχα να αντιμετωπίσω τους δικούς μου δαίμονες, τις δικές μου δυσκολίες, να προσαρμοστώ στις δικές μου δυσκολίες, να πάρω πολύ σημαντικές αποφάσεις για τον εαυτό μου. Πλέον, με απόλυτη συνειδητότητα για το τι θέλω. Είναι πολύ δύσκολο να παίρνεις αποφάσεις απολύτως συνειδητά και να κεντράρισμα σε αυτό που πραγματικά θέλεις και πολύ μεγάλη ευθύνη. Και είναι πολύ πιο εύκολο να αντιστέκεσαι απέναντι σε κάτι και να προσπαθείς να το πολεμήσεις για να αποδείξεις ότι θα τα καταφέρεις. Οπότε αυτή τη φορά είχα να αντιμετωπίσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Και να δοκιμάσω τις δικές μου αντοχές και να χαράξω το δικό μου δρόμο. Στην αρχή ήτανε πάρα πολύ τρομαχτικό αυτό.
Μετά από πολλές δοκιμές και πλάνες, κατάφερα τελικά να λέω σήμερα ότι έχω πατήσει στα πόδια μου, ότι πλέον μπορώ να πάρω σημαντικές αποφάσεις και γρήγορες αποφάσεις για τη ζωή μου, χωρίς να έχω έγνοια για το αν θα τα καταφέρω ή όχι. Χωρίς να έχω έγνοια να πρέπει να αποδείξω σε κάποιον κάτι.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Δάφνη Ανέστη
Μιξάζ: Nικόλας Καζάσης