Από το τίποτα, στα πάντα. Και από το μηδέν, μια αρχή.
Υπάρχει στη ζωή μας το πριν και το μετά, σε πολλά στάδια. Πριν εργαζόμουν, τώρα είμαι συνταξιούχος, αλλά πριν τη σύνταξη ή πριν τον κορωνοϊό ή πριν παντρευτώ. Πάντα χωρίζουμε ένα «πριν» και «μετά». Εγώ δεν ένιωσα την κατάθλιψη του συνταξιούχου ή «τι θα κάνω τώρα, δεν έχω τι να κάνω», γιατί προσπαθούσα από την πρώτη μέρα που πήρα σύνταξη να δραστηριοποιηθώ, να δω τι θα κάνω, με τι μπορώ να ασχοληθώ.
Από τότε, το ’11 που πήρα σύνταξη, εγώ γιορτάζω τα Σαββατοκύριακα, παρόλο που και τα Σαββατοκύριακα μπορεί να έχω εκδηλώσεις, αλλά τα παίρνω σαν να είναι η εβδομάδα μου εργάσιμη πενθήμερη και έχω το Σαββατοκύριακο. Μπορεί να έμενα στο σπίτι, αλλά ασχολιόμουν με κάτι. Ή θα έγραφα ή θα ζωγράφιζα. Ή θα προσπαθούσα να κάνω, να δω τις συλλογές μου, να κάνω πράγματα που δεν μου έδινε ευκαιρία ο εργασιακός κόσμος να τα κάνω.
Αλλά δεν με ικανοποιούσε μόνο αυτό. Το να μείνεις μέσα στο σπίτι και να κάνεις πράγματα, βρίσκεις και τρως και όλο το 24ωρο καμιά φορά. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό η ζωή. Ήθελα κάτι παραπάνω. Ήθελα να εμπλουτίσω αυτό τον χρόνο με πιο ουσιαστικά πράγματα.
Πριν τον κορωνοϊό είχα θέληση για να κάνω κάποια πράγματα. Λίγο ο χρόνος, λίγο οι υποχρεώσεις, δεν με άφηναν. Και για εθελοντισμό πίστευα ότι δεν θα μπορούσα να αφιερώσω χρόνο για να βοηθήσω. Μετά τον κορωνοϊό, και αφού μείναμε μέσα μέχρι την καραντίνα, άρχισα να αλλάζω, να βλέπω τα πράγματα διαφορετικά. Είχα πια εξοικειωθεί και λίγο περισσότερο με το laptop. Έτσι, άρχισα να βλέπω και να ψάχνω στα διάφορα sites κάτι που να με ιντριγκάρει, να με κάνει να βγω από το σπίτι.
Βρήκα μία έκθεση που ήταν και σχετικά κοντά, στο Μέγαρο Μουσικής. Μία έκθεση που είχε αναφορά σε δύο γενιές. Σκέφτηκα ότι αυτό είναι ένα πολύ καλό γεφύρι και θα ’θελα να μάθω κάτι πάνω σε αυτό. Έτσι, ήταν μια βροχερή μέρα, νομίζω το ’21, που πήγα στο Μέγαρο Μουσικής. Ο κόσμος είχε αρχίσει να φεύγει, γιατί η βροχή ήταν πιο έντονη. Ήταν γεμάτο φωτογραφίες η έκθεση· ήταν αυτό το θέμα: η φωτογραφία των δύο γενιών. Παππούδες με εγγόνια είχαν βγάλει φωτογραφίες πριν και τις εμφάνισαν στην έκθεση. Μου άρεσε έτσι το περιβάλλον. Είχαν διάφορα παιχνίδια για τα παιδιά και, θυμάμαι, συμπτωματικά βρήκα μια κοπέλα με πορτοκαλί ποδιά — και έχει σημασία το «πορτοκαλί ποδιά» — και τη ρώτησα: «Ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ για όλο αυτό το στήσιμο;». Και μου λέει: «Είναι δύο κοπέλες, εκεί κάτω από το δέντρο θα τις βρεις». Πλησίασα, βρήκα δύο πολύ νέες κοπέλες. Δεν το περίμενα… και ρώτησα: «Ποια είναι η υπεύθυνη;». Λένε: «Και οι δυο. Ναι, με λένε Λιάνα. Με λένε Σοφία». Τι σύμπτωση! Την αδελφή μου τη λένε Λιάνα, την κόρη μου Σοφία. Βάλαμε τα γέλια και αμέσως νιώσαμε οικειότητα.
Από εκείνη την ημέρα τα κορίτσια με πήραν, που λέμε, από το χεράκι, κι εγώ πλάι τους ακολουθώ ό,τι δραστηριότητα γίνεται και προσφέρω και δέχομαι τις ευεργεσίες αυτής της ομάδας. Η οποία είναι μια ομάδα που ξεκίνησε από το μηδέν, από την αγάπη αυτών των κοριτσιών για τους γονείς, με κατ’ επέκταση τους ανθρώπους της ίδιας ηλικίας των γονιών τους. Και εκεί είναι και ο τίτλος: «Αντάμα».
Και έτσι ξεκίνησε ένας πάρα πολύ ωραίος κύκλος, που ακόμα δεν έχει κλείσει, ευτυχώς. Μπήκα πιο πολύ στον εθελοντισμό όταν ήρθε ένα πρόγραμμα να δουλέψουμε με το Παιδικό Μουσείο Αθηνών ως βοηθοί ερευνητές. Κάναμε και πρακτική, βγαίναμε έξω και κάναμε διάφορες δράσεις πάνω στη μάθηση και μετά ξεκινήσαμε να βοηθάμε και εμείς το Παιδικό Μουσείο, φορώντας τις πορτοκαλί ποδιές· είναι το σήμα κατατεθέν των ερευνητών. Γίναμε μια ομάδα, γίναμε μια γροθιά. Εξακολουθούμε να έχουμε επαφή και αυτό το οφείλω στην «Αντάμα».
Από αυτό άρχισαν οι δράσεις. Βγήκα από το σπίτι σχεδόν κάθε μήνα. Πήγαμε στο Γκάζι, κάναμε με την αιγίδα του Δήμου το φεστιβάλ. Θέλω να πω ότι περισσότερο ωφελούμενη ήμουν εγώ, γιατί έστω και με το μπαστούνι κυκλοφορούσα. Δεν έλεγα: «Ουφ, βαριέμαι να πάω να πιω καφέ με κάποιον». Πήγαινα εκεί και έμενα πολλές ώρες, και όρθια και καθιστή, για να παρακολουθώ και να βοηθώ τους νέους και τους αδαείς ανθρώπους να μάθουν τι σημαίνει εθελοντισμός, τι σημαίνει το πρόγραμμα το δικό μας. Χαίρομαι που είχαν συνεργασία η «Αντάμα», το People Behind και άλλες οργανώσεις μαζί, και δεν ήμασταν απλά, τυφλά, έτσι μεμονωμένα.
Εξαιτίας αυτού του βροχερού απογεύματος στο Μέγαρο Μουσικής — το ορόσημο μηδέν — έκανα και κάνω πάρα πάρα πολλά πράγματα: όπως είπα με τον εθελοντισμό στο Παιδικό Μουσείο, διάφορες δράσεις στο κέντρο της Αθήνας, με περιπάτους, με γνωριμίες, με μουσεία, με περιηγήσεις. Και αυτό, βασικά, εμένα μου έδωσε μεγάλη ώθηση, και ψυχολογικά και πνευματικά και σωματικά, γιατί δεν έμεινα με ένα μπαστούνι και έναν καναπέ, μια καρέκλα, κλεισμένη σ’ ένα σπίτι. Βγήκα έξω!
Η προσφορά γυρνάει σε σένα. Ψυχολογικά νιώθεις καλά, αλλά μπορεί και κάτι να πάρεις. Πέρα από το ότι δίνεις και νιώθεις ψυχολογικά καλά, γιατί δίνεις, παίρνεις από τα νιάτα, βασικά. Από τα παιδιά. Η επαφή με τα παιδιά, επειδή δεν έχω εγγόνια, ήταν πολύ σημαντικός τομέας για μένα, σε αυτή την ηλικία των 75+, να έχω κοντά μου 5–7 χρονών παιδιά. Γιατί αλλιώς δεν θα είχα αυτή την επαφή. Ούτε με εφήβους· πού θα τους έβρισκα; Πάω στη Λέσχη Φιλίας του Δήμου, αλλά εκεί είμαστε μόνο η ηλικία μου. Δεν έχουμε επαφή με νεότερες γενιές.
Έπρεπε να βρω κάτι να είναι και με το σώμα μου να συμβαδίζει και με το μυαλό της ηλικίας μου. Γιατί η ψυχή μου είναι παιδική, αλλά το μυαλό, όσο να ’ναι, κουράζεται· δεν παίρνει στροφές γρήγορα τώρα, τα κύτταρα αλλοιώνονται θέλοντας και μη. Οπότε δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα φορέσω την πορτοκαλί ποδιά. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ακολουθούσα ομαδικά — και αυτό έχει μεγάλη σημασία — το «μαζί». Να ακολουθήσω διάφορες εκδηλώσεις. Να κάνουμε χειροτεχνία, να κάνουμε πράγματα με τα χέρια, να…
Γενικά, αυτό το «μαζί» μου έλειπε και δεν το είχα μάθει, γιατί και στη δουλειά ήμασταν μεν σε ένα γραφείο π.χ., αλλά μεμονωμένα, γιατί ο καθένας δούλευε στον τομέα του. Τελειώναμε, χτυπούσαμε κάρτα και φεύγαμε να τρέξουμε σπίτι. Δεν είχαμε αυτό το «μαζί». Στο σπίτι, κυρίως, μόνη σου κάνεις τα πάντα. Σπάνια έχεις βοήθεια ώστε να κάνεις κάτι μαζί.
Και αυτές οι εκδηλώσεις των διαφόρων οργανώσεων με φέρανε κοντά στο «μαζί» και αυτό νομίζω έχει πολύ μεγάλη αξία: το ότι πια δεν είμαι μόνη μου, αλλά έχω κάτι που λέγεται «μαζί». Είμαι πλούσια. Έχω ευεξία.
Ήμουν δραστήριο άτομο, ήθελα να μαθαίνω, ήθελα να κάνω διάφορα πράγματα, αλλά δεν ήξερα πώς. Δεν είχα κάποιον να με καθοδηγήσει και πάλευα. «Πρέπει κάτι να κάνεις, να ψάξεις, να βρεις για να μη μείνεις στον καναπέ». Το να μείνω στον καναπέ δεν μου άρεσε. Δεν θα το ήθελα ποτέ. Δεν είμαι από τις κλασικές γιαγιάδες του πλεξίματος, να βλέπω τηλεόραση και να πλέκω. Δεν ήμουν αυτός ο τύπος, οπότε έπρεπε κάπου αυτή τη δραστηριότητα, την ενέργεια που ένιωθα, να τη διοχετεύσω αλλού.
Και έτσι, με το «Άγιο κομπιούτερ», λέω εγώ — γιατί στην ηλικία μας ήταν πάρα πολύ δύσκολο να μπούμε στην τεχνολογία, είμαστε ακόμα αναλφάβητοι, η γενιά μου — όμως κατάφερα σιγά σιγά, με πείσμα, να μάθω αρκετά πράγματα και έτσι, μέσω του laptop, βρήκα σελίδες, βρήκα ενέργειες που θα μπορούσα να βγω έξω. Πήγα κάπου, πήγα σε αρκετά πράγματα, δεν με τραβούσαν, δεν είχα δυνάμεις. Γιατί πρέπει να ακούω και το σώμα μου; Και κατέληξα σε τέσσερις. Τέσσερις είναι οι ομάδες μου οι βασικές.
Η πρώτη μου, έτσι να βγω έξω και να κάνω κάτι, ήταν το θέατρο, η υποκριτική. Από το ’18 πήγαινα σε εργαστήρια και πάω. Το θέατρο όμως είναι και μαζί και ατομικό. Δεν βγαίνεις έξω· είσαι σε έναν χώρο, κάνεις τις πρόβες σου, τα μαθήματα, τη δραματοθεραπεία, την υποκριτική, τις ανάσες κτλ., και βγαίνεις στη σκηνή. Εκτίθεσαι. Μέχρι εκεί. Δεν βγαίνεις έξω στον δρόμο. Ήταν η πρώτη μου επαφή με κάποιους να κάνουμε κάτι και μετά το να ανοιχτώ, να μπω σε άλλες ομάδες.
Έρχεται ο «Άγιος κορονοϊός». Γιατί «Άγιος»; Γιατί, ενώ κλειστήκαμε μέσα, ήρθε το People Behind και βοήθησε να μη νιώσω τη μοναξιά, να μη βιώσω αγωνία, άγχος, φόβο, και να πάρω γνώσεις και να έχω επικοινωνία με πάρα πολλούς ανθρώπους. Ακόμα και από την Αμερική παρακολουθούσαν τα μαθήματα. Το πανεπιστήμιο που αναφέρω — μη νομίζετε ότι πήγα στην ηλικία των 70 στο Καποδιστριακό — ήταν μια έμπνευση δυο κοριτσιών και έφτιαξαν το Πανεπιστήμιο Τρίτης Ηλικίας. Ήταν με καθηγητές Πανεπιστημίου, είχε πολλά μαθήματα. Ήταν τα μαθήματα εβδομαδιαία, κάθε εξάμηνο αλλάζαμε τομέα. Είχαμε Ιστορία Τέχνης, Ιστορία Νεότερου Πολιτισμού, Ψυχολογία.
Μετά ήρθε το «Αντάμα». Συμπληρώθηκε το καρέ, φτάσαμε στο Παιδικό Μουσείο και τώρα θα ’θελα να μάθω κάτι καινούργιο, να πάω κάπου αλλού, να προσφέρω λίγο περισσότερο.
Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Δεν ζει στη σπηλιά, όπως παλιά. Έχουμε ανάγκη επαφής. Το να αγγίξω, το να δω, να ακούσω, οι αισθήσεις όλες να παίρνουν μέρος, γιατί νομίζω ότι αυτό έχει σημασία.
Δεν ξυπνάω απλά: «Ξύπνησα και σήμερα, θα πάρω τα φάρμακά μου, θα δω τι θα κάνω». Όχι! Έχω μια ατζέντα. Είναι σχεδόν γεμάτη, έχει προγράμματα, πού θα πάω. Βγαίνω με προοπτική: θα κάνω τρία πράγματα σήμερα. Θα πάω σε αυτή την εκδήλωση, θα κατέβω και σε κάποια άλλη, θα πάω και σε μια έκθεση ζωγραφικής ή στο μουσείο.
Έλα όμως που γυρνάω σπίτι μετά από μια εκδήλωση, γιατί το σώμα δεν ακολουθεί… Ωστόσο, έχω ευχαριστηθεί, γιατί το άλλο μέρος, αυτό του «μαζί», η επικοινωνία, έχει λάβει μέρος, έχει γίνει κτήμα μου εκείνη την ημέρα. Δεν φεύγω, δεν πάω σπίτι άδεια· έχω εμπλουτιστεί και ψυχικά και με πνευματικά αγαθά.
Έχω την εντύπωση ότι οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας πρέπει να αντιληφθούν ότι κάνοντας κάτι για τον εαυτό τους, προσφέρουν στους τρίτους. Γιατί όταν εσύ νιώθεις καλά, όταν εσύ είσαι καλά, και η οικογένεια και οι φίλοι θα είναι καλά.
Όταν εγώ πηγαίνω χαρούμενη σε μια συνάντηση για να πιούμε καφέ και δεν είμαι μουρτζούφλα — γιατί έχω τα ιατρικά μου θέματα, έχω τα προβλήματα και σκέφτομαι όλα αυτά — αλλά πάω χαρούμενη, γιατί είχα την προηγούμενη μέρα μια εκδήλωση, είχα συναντήσει αγαπημένα πρόσωπα, και αυτή η ομάδα παίρνει το θετικό στοιχείο από εμάς. Δεν είναι εγωιστικό να νιώθουμε καλά. Και παλιά το λέγαμε, αλλά δεν το κάναμε: «Μια ευτυχισμένη μαμά είναι μια καλή μαμά». Αλλά δεν είχαμε τότε τον χρόνο για να μπορούμε να κάνουμε πράγματα για εμάς, για να είμαστε ευτυχισμένοι.
Πιστεύω ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει, καταρχήν, ποτέ να το βάζει κάτω. Πιστεύω ότι πρέπει πάντα να ψάχνει. Να μην αναπαυόμαστε. Κάποτε, μια κυρία στη λέσχη μου είπε: «Γιατί πας στο πανεπιστήμιο; Τι θα καταλάβεις αν πας στο πανεπιστήμιο; Τι θα το κάνεις το πτυχίο;». Εγώ τα ’χασα, γιατί δεν την περίμενα μια τέτοια ερώτηση. Αλλά δεν πάω για το πτυχίο, δεν πάω για κάτι παραπάνω. Όμως — κι αυτό είναι η αλήθεια — τη γλύκα που ένιωθα… Πώς τρως μια σοκολατίνα ποντικάκι, αυτό το πράγμα που ένιωθα ειλικρινά από τον λαιμό, από τον λάρυγγα, και κατέβαινε κάτω μέχρι το στομάχι, την κοιλιά… αυτό δεν θα μου το έδινε κανείς άλλος. Και μόνο για αυτή τη γλύκα, εκείνη την ώρα, εκείνη τη στιγμή που είμαι στο zoom, και μόνο αυτό ήταν αρκετό να μου αναπτερώσει το ηθικό, να με βοηθήσει. Να πω: «Ακόμα υπάρχω. Δεν είμαι παροπλισμένη. Είμαι ενεργή!». Εάν μου ζητήσει κάποιος κάτι, μπορώ να αντεπεξέλθω, όσο μπορώ. Σε εισαγωγικά, «σπουδάζω» κάτι, ώστε να βοηθήσω σε αυτόν τον τομέα, σε αυτό το κάτι. Δεν το αφήνω στην άκρη.
Σαν άνθρωπος θέλω να ξυπνάω με αισιοδοξία: «Όλα θα πάνε καλά σήμερα, ό,τι έχει η ατζέντα μου, το πρόγραμμα, θα τα φέρω εις πέρας». Προσπαθώ να σηκωθώ. Εκείνο το μεγάλο πρόβλημα: να σηκωθώ από το κρεβάτι. Και να κάνω τα πρώτα βήματα, που είναι πάρα πολύ δύσκολα. Αφού γίνουν τα πρώτα βήματα και ρίξω νερό στο πρόσωπό μου, μετά λέω: «Βγαίνεις τώρα!».
Αν όμως τα πράγματα δεν είναι καλά, το σώμα δεν λειτουργεί κάθε μέρα το ίδιο. Το ακούω το σώμα μου και λέω: «Δεν πειράζει, μείνε μέσα σήμερα, πάρε δυνάμεις για να κάνεις κάτι αύριο». Έχω, σαν τους βαρυποινίτες, μια αλυσίδα με μια σφαίρα: η ασθένεια. Γιατί έχω δυσκινησία. Δεν μπορώ να σταθώ όρθια. Δεν μπορώ να περπατήσω πολύ. Δεν μπορώ να καθίσω πολύ, και αυτό με τραβάει προς τα πίσω, άσχετα αν διψάω να βγω έξω και το «μαζί» να γίνει περισσότερο «μαζί». Πολλές φορές δεν θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι, δεν έχω δυνάμεις να σηκωθώ. Σηκώνομαι και κάθομαι. Έτσι, εξαρτάται από το σώμα μου. Αλλά σαν άνθρωπος προσπαθώ: «Ναι, θα πάω. Ναι, είμαι καλά. Ναι, θα βγω».
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Νικόλας Καζάζης
Στο επεισόδιο ακούστηκε το μουσικό κομμάτι Monkeyman (#mobygratis).
O κύκλος ιστοριών “Πόσο με κάνεις;” υλοποιείται με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.
Η ιστορία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την οργάνωση Aντάμα.