Στο επεισόδιο ακούστηκε τα μουσικό κομμάτι: Road To Paris – ArtMusic
Το επεισόδιο πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την People Behind.
Θα χρησιμοποιήσω το ψευδώνυμο Βάβα γιατί ήταν το όνομα της μούσας του αγαπημένου μου και χαρισματικού ζωγράφου Μαρκ Σαγκάλ, του Ρώσου αυτού καλλιτέχνη εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος έζησε ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του στη Γαλλία.
Ο ζωγράφος του ονείρου και του φεγγαριού, ο οποίος στα 80 του χρόνια ανέβαινε σε σκαλωσιές μέσα στην Όπερα του Παρισιού για να ζωγραφίσει την οροφή της και συνέχισε να ζωγραφίζει ταξίδια ονειρικά και μαγεμένα μέχρι το θάνατό του στα 97 του χρόνια.
Λαμπρό παράδειγμα ότι ο άνθρωπος μπορεί να μείνει δραστήριος, ζωντανός και δημιουργικός μέχρι και τα βαθιά γεράματα του.
Αυτή η δίψα για ζωή και δημιουργία ήταν καθοριστική για μένα και με επηρέασε βαθιά.
Έκανα αυτήν την εισαγωγή γιατί μέσα από αυτό το μικρό διήγημα του δικού μου ταξιδιού ζωής, θα ήθελα να βάλω ένα λιθαράκι για την κατάρριψη της στερεότυπης εικόνας της γυναίκας των ’60 – ’65, η οποία από καλή σύζυγος και καλή μητέρα γίνεται καλή γιαγιά.
Έχει λοιπόν τελματώσει στην επαγγελματική, προσωπική και κοινωνική ζωή και το μόνο που της μένει να κάνει είναι να περιοριστεί στο σπίτι και στις δραστηριότητες αυτού, να ασχοληθεί με τον παππού και τα εγγονάκια και να περιμένει να την φροντίσουν τα παιδιά της όταν αρρωστήσει.
Είμαι και εγώ μια γυναίκα που έφτασε αισίως τα 65 plus και φυσικά παραμένω δραστήρια.
Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια Αιγύπτου από Έλληνες γονείς και είναι αλήθεια ότι είχα την τύχη να ζήσω μέσα σε μια πολύ πολιτισμική κοινότητα.
Οι γονείς μου ήταν μορφωμένοι, μιλούσαν πολλές γλώσσες, ήταν κοινωνικοί και κοσμοπολίτες. Δυστυχώς δεν γνώρισα ούτε παππούδες, ούτε γιαγιάδες και πρακτικά πολύ λίγους συγγενείς, γιατί γύρω στο ’60 επί Νάσερ δηλαδή, διαλύθηκε αυτή κοινότητα. Άλλοι πήγαν Αμερική, άλλοι Αυστραλία, Κονγκό, Ελλάδα, άλλοι στην Αφρική. Πολύ λίγες αναμνήσεις μου από εκεί.
Θυμάμαι τις όμορφες άμαξες με τους οποίες μετακινούμαστε, τα κόκκινα σκαλιά του περίφημου ζαχαροπλαστείου Τριανόν – υπάρχει ακόμη. Τα κατέβαινα, σήκωνα το φουστανάκι μου κι έλεγα ποιήματα και φυσικά το Ναυτικό Όμιλο.
Λίγο πριν το ’60 φύγαμε κι εμείς και εγκατασταθήκαμε στην Κύπρο.
Ζήσαμε στη Λευκωσία, μετά στην Αμμόχωστο και μετά στη Λεμεσό. Όντας η πρωτότοκη κόρη της οικογένειας, είμαστε δύο αδερφές, ήμουν η αδυναμία του πατέρα μου. Έκανε όνειρα για μένα, θα έκανα λαμπρές σπουδές και μετά θα γινόμουν ηθοποιός.
Ο μπαμπάς ήταν λάτρης του κινηματογράφου. Μου έδωσε μάλιστα και το ψευδώνυμο Βάβη, η αδερφή μου ή κάποιοι παιδικοί φίλοι με φωνάζουν ακόμη έτσι. Μοιάζει λίγο με τον Βάβα.
Εγώ όμως, όταν με ρωτούσαν τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις, απαντούσα δασκάλα. Το πρώτο μεγάλο δώρο που ζήτησα από τους γονείς μου ήταν ένας μαυροπίνακας και κιμωλίες.
Τον είχαμε βάλει στον κήπο και φώναζα τα παιδάκια για να τους κάνω μάθημα. Όνειρο το οποίο κατάφερα φυσικά να εκπληρώσω αργότερα.
Δυστυχώς όμως, στα 12 μου χρόνια η ανέμελη αυτή περίοδος τελείωσε. Ο πατέρας μου έπαθε ξαφνικά έμφραγμα και έφυγε από τη ζωή. Απότομος θάνατος και απότομη αλλαγή ζωής.
Η μητέρα μου, όντας νέα, ακόμη και αρκετά ωραία γυναίκα, ξανάφτιαξε τη ζωή της και ακολούθησε τον σύζυγό της στο εξωτερικό. Είναι αλήθεια, δε θα έλεγες ότι είχε έντονο μητρικό ένστικτο, γι’ αυτό και μας αποχωρίστηκε με κάποια σχετική ευκολία. Δεν με ενοχλεί να μιλώ γι αυτό, πάνε πολλά χρόνια από τότε.
Μας έβαλε λοιπόν οικότροφες, εμένα και την αδερφή μου, στο γαλλικό – ιταλικό σχολείο Καλογραιών στη Λεμεσό. Την βλέπαμε πολύ λίγο.
Δύσκολα χρόνια, αλλά συνάμα και ευτυχισμένα. Όλα αυτά τα κορίτσια με τα οποία συνυπήρχαμε και μοιραζόμασταν την καθημερινότητά μας και τα συναισθήματά μας, τους προβληματισμούς μας, τις χαρές μας, τις λύπες μας, τα μουσικά μας ακούσματα, τα διαβάσματα μας, είχαν η καθεμιά τη δική της ιστορία. Πολλές είχαν έρθει από άλλες χώρες, μιλούσαν άλλη γλώσσα, αγγλικά, ιταλικά, αραβικά. Γνώρισα από μικρή τι θα πει κοινότητα, αλληλεγγύη, ομάδα, φιλία. Ήταν πραγματικά συναρπαστικό.
Οι καλόγριες ήταν αυστηρές, αλλά μας έδωσαν πολλή αγάπη και πολλά εφόδια και δύναμη για τη ζωή. Μας έμαθαν να αγαπάμε τους ανθρώπους και να πιστεύουμε σ’ αυτούς και να παλεύουμε για το δίκιο και για τα όνειρά μας. Παραδόξως, εγώ άντλησα δύναμη από γυναίκες οι οποίες δεν είχαν κάνει οικογένεια και δεν είχαν ζήσει μέσα στην κοινωνία. Δεν είχαν ζήσει αυτό που λέμε, συνήθως, μια φυσιολογική ζωή.
Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια και από μικρή, λόγω της καταγωγής μου, είχα πάθος με την τάξη και χάρη στις καλόγριες είχα πάθος με τα γαλλικά και με τη διδασκαλία.
Έτσι στα 18 μου, μπήκα σε ένα καράβι στο λιμάνι της Λεμεσού, έφτασα Μασσαλία και από εκεί Παρίσι, σε μια οικογένεια Γάλλων που μου παρείχε στέγη και εγώ σε αντάλλαγμα παρείχα τη φύλαξη των παιδιών. Τρία ξανθά διαβολάκια, έκανα baby sitting δηλαδή.
Έμεινα στο Παρίσι πάνω από δέκα χρόνια. Τη γνώρισα και την αγάπησα βαθιά αυτή τη χώρα, το λαό και την κουλτούρα της.
Τον πρώτο καιρό θυμάμαι έμενα σε ένα δώμα κάτω από τις στέγες, στον 7ο όροφο, χωρίς ασανσέρ και με την τουαλέτα στο διάδρομο. Έτσι ζούσαν οι φοιτητές τότε.
Όμως αργότερα ήταν τόσο καλές οι σχέσεις με την εν λόγω οικογένεια που μου παρείχαν ένα μεγάλο δωμάτιο στον τρίτο όροφο με ασανσέρ και θέρμανση στο διαμέρισμά της Γκράνι. Η Γκράνι, ήταν η γιαγιά της οικογένειας, ήταν 90 χρονών βαρόνη. Θυμάμαι το όνομα της ακόμη Μαντάμ ντε Μελβίλ.
Είχε μεν κινητικά προβλήματα, αλλά είχε κρατήσει αλώβητη τη μνήμη της. Περνούσα πολλές ώρες μαζί της. Μου διηγήθηκε τόσες όμορφες ιστορίες, πώς διέσχισε τη Γαλλία στον πόλεμο με ένα σκυλάκι, πώς γλίτωσε, πώς πέθανε ο σύζυγός της, πώς ήταν η ζωή τότε.
Είχε χιούμορ, ευγένεια και πολύ καλή ψυχή.
Πραγματικά με είχε εντυπωσιάσει και οι εμπειρίες της με επηρέασαν στη μετέπειτα πορεία μου.
Και μετά ήρθαν και άλλες εξελίξεις. Στο Ινστιτούτο Διδασκαλίας Γαλλικών σε ξένους, όπου φοίτησα τον πρώτο χρόνο, είχα κάνει ένα professorat με ειδίκευση στη διδασκαλία, μου προτάθηκε να δουλέψω σε γραμματεία γιατί μιλούσα αρκετές ξένες γλώσσες. Ήταν αναπάντεχο και φυσικά το δέχτηκα. Οπότε συνέχισα τις σπουδές μου, στη Σορβόννη μεταξύ άλλων, και έκανα και άλλες σπουδές, αλλά εργαζόμουν συγχρόνως 8-9 ώρες την ημέρα και τα Σάββατα. Κάναμε όλες baby sitting. Με αυτό τον τρόπο, δε ζήτησα ποτέ οικονομική βοήθεια από κανένα. Ήμουν ανεξάρτητη. Και να φανταστείτε ήμουν παιδί ακόμα.
Βοήθησα μάλιστα και την αδερφή μου όταν ήρθε Παρίσι και πολλές άλλες φίλες. Θυμάμαι ότι είχε μαθευτεί από τη φοιτητική κοινότητα στην Ελλάδα ότι υπήρχε μια Ελληνίδα στο Καθολικό Ινστιτούτο που βοηθούσε τους Έλληνες και έπαιρναν το Magic Bus από το Σύνταγμα και έρχονταν να με βρουν.
Ήξεραν όλοι στη δουλειά ότι έψαχναν La Greque, την Ελληνίδα, να τους φιλοξενήσω, να τους καθοδηγήσω.
Ήταν ωραία, πολύ ωραία χρόνια. Περπατούσα στους δρόμους του Παρισιού και αναρωτιόμουν τι καλό είχα κάνει στο Θεό και γιατί είχα τόση τύχη. Ατέλειωτες, απίστευτες αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο. Όταν ξανά πηγαίνω, τριγυρίζω πάντα με νοσταλγία στα γνώριμα μέρη.
Εκεί γνώρισα και τον πρώην σύζυγο, ο οποίος ήταν Έλληνας φοιτητής αρχιτεκτονικής τότε και κάποια στιγμή τον ακολούθησα στην Αθήνα.
Δεν πολύ ήθελα στην αρχή, αλλά ερωτεύτηκα την Αθήνα με την πρώτη ματιά. Δεν είχαμε σχεδόν τίποτα. Ένα μικρό διαμέρισμα, ένα στρώμα πάνω σε καφάσια, ένα γραφείο – τραπέζι φτιαγμένο με καβαλέτα, ένα ψυγείο με δόσεις και μια τεράστια βιβλιοθήκη την οποία φτιάξαμε μόνοι μας από τάβλες. Τηλεόραση δεν είχαμε και με φώναζε η νεαρή γειτόνισσα από δίπλα να δω τη Δυναστεία γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί πώς μπορεί κάποιος να ζει χωρίς να την παρακολουθεί.
Ψάχνοντας για δουλειά, ανέβηκα λοιπόν την οδό Σίνα, λέω ανέβηκα γιατί είναι ανηφόρα, προς το Γαλλικό Ινστιτούτο. Πόσα νέα παιδιά στην αυλή… Κόσμος, γέλια, ομορφιά. Κατάλαβα ότι εκεί θα περνούσα τον υπόλοιπο επαγγελματικό μου βίο. Και έτσι έγινε.
Στην αρχή της καριέρας μου δίδασκα γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία σε ενήλικες. Μετά έγινα συντονίστρια τμημάτων και τέλος ασχολήθηκα με την παιδαγωγική στελέχωση των εξετάσεων και της επιμόρφωσης των καθηγητών.
Επίσης πριν από μία δεκαετία περίπου αναλάβαμε με μία συνάδελφο να δημιουργήσουμε την αίθουσα πολυμέσων την ΕΜΙ στην οποία παρείχαμε εκπαίδευση μέσω υπολογιστή. Το αναφέρω γιατί όταν το ανέλαβα δεν ήμουν νέα και όμως χρειάστηκε να ειδικευτώ στις τεχνολογίες, να μάθω καλά υπολογιστή, διάφορα προγράμματα και να τα δείξω στους συναδέλφους και στα παιδιά. Δεν ήταν εύκολο εγχείρημα, αλλά με θέληση και επιμονή τα καταφέραμε.
Δεν υπάρχει λοιπόν ηλικία που καθορίζει πότε πρέπει κάποιος να κάνει τι. Συνεχίζω ακόμη τις δραστηριότητές μου σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο και το Γραφείο Εξετάσεων, με λιγότερες ώρες φυσικά, γιατί ονομάζομαι πλέον εργαζόμενη συνταξιούχος. Συνεχίζω και τη διδασκαλία πολλές φορές και εθελοντικά, α ναι συγγράφω και κάποια εκπαιδευτικά βιβλία.
Με το σύζυγό μου έχουμε χωρίσει, αλλά έχουμε ένα παλικάρι ο οποίος είναι ανεξάρτητος και αυτόνομος, από τα 18 του. Ασχολείται με την πληροφορική και ήταν αρκετό καιρό στην Αμερική. Στο Σαν Φρανσίσκο. Ήταν το όνειρό του και είναι πολύ καλός σε αυτό που κάνει. Είμαι λοιπόν μεγάλη και πρακτικά χωρίς μεγάλη οικογένεια. Κι όμως έχω μια γεμάτη ζωή με επαγγελματικές δραστηριότητες, εθελοντισμό, πολλά ταξίδια, εκδρομές, θέατρο, μαθαίνω ισπανικά, πεζοπορίες, τις οποίες άρχισα τελευταία και αποτέλεσαν για εμένα ένα ακόμη μάθημα ζωής.
Μαθαίνεις να υπερβαίνεις τον εαυτό σου, την έννοια της ομάδας, τη συνύπαρξη με άλλες γυναίκες, πολλές ίδιας ηλικίας, την αλληλεγγύη.
Με ρωτάνε πολλές φορές πώς ένιωσα με τις συνεχείς αλλαγές στα μέρη που ζούσα όταν ήμουν μικρή και να πω την αλήθεια, το ξέρω είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς, δεν θυμάμαι αν ένιωσα στενοχώρια, χαρά, ενθουσιασμό. Νομίζω ότι θεωρούσα ότι αυτό ήταν μια φυσική πορεία και εξέλιξη της ζωής η οποία, κατά κάποιο τρόπο, παρέχει και κάποια σχετική ελευθερία, κοινωνικότητα και πολλές εναλλαγές.
Θυμάμαι όμως έντονα την πρώτη μέρα που πηγαίναμε εγώ και αδερφή μου, με τα πόδια σε ένα καινούργιο σχολείο και αυτό συνέβαινε συχνά κάθε χρόνο, κάθε δύο χρόνια. Ήταν σαν να ανακαλύπτεις κάθε φορά ένα καινούργιο κόσμο.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο, στη ζωή μου έχω υπάρξει πάντα μαχητική. Είναι ίσως το ταμπεραμέντο μου, το γεγονός ότι από μικρή έπρεπε να πάρω τη ζωή στα χέρια μου, η καταγωγή, η εκπαίδευση, όλα αυτά με έκαναν να θέλω να παλέψω όχι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά και για όλους όσους θεωρώ αδύναμους.
Και καταλήγοντας, αυτό ήθελα να τονίσω, πολλοί είναι οι μύθοι που αφορούν τις γυναίκες άνω των 65, ότι δεν τις ενδιαφέρει εμφάνισή τους, έχουν χάσει τη φυσική τους κατάσταση και τη νοητική τους διαύγεια, δεν είναι ενημερωμένες, δε συμβαδίζουν με την εποχή τους και πάσχουν από ψηφιακό αναλφαβητισμό. Μύθοι φυσικά, τους οποίους εμείς οι ίδιες πρέπει να καταρρίψουμε. Εγώ νιώθω πολύ περήφανη γιατί κατάφερα να φτάσω μέχρι εδώ δίνοντας τον δικό μου αγώνα και δεν άφησα τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες να με συνθλίψουν.
Είμαι πολύ χαρούμενη όταν βλέπω τα μάτια των μαθητών μου να λάμπουν όταν τους διηγούμαι ιστορίες για τη Γαλλία. Στα γαλλικά φυσικά. Νιώθω μεγάλη ικανοποίηση και συγκίνηση όταν οι παλιοί μου μαθητές που έχουν διαπρέψει μου στέλνουν μηνύματα, φωτογραφίες και με ευχαριστούν που τους βοήθησα να τα καταφέρουν. Νιώθω μεγάλη ικανοποίηση και ευγνωμοσύνη όταν οι καθηγητές μας, με ευχαριστούν κάθε φορά και τα σεμινάρια και για τις συμβουλές που τους δίνω.
Φυσικά και στεναχωριέμαι που μεγαλώνω φυσικά και αναρωτιέμαι τι θα γίνει στο μέλλον. Φυσικά και νιώθω άσχημα όταν με αντιμετωπίζουν καμιά φορά σαν γιαγιά ή θείτσα. Ευτυχώς δε μου συμβαίνει συχνά. Όχι ακόμη τουλάχιστον.
Την πρώτη φορά ήταν όταν χρειάστηκε να κάνω δήλωση σε μια ασφαλιστική εταιρία για το αυτοκίνητο. Μου είχαν κλέψει έναν καθρέφτη. Εφόσον έδωσα τα στοιχεία μου στην υπάλληλο, με ρώτησε αργά-αργά εάν ήξερα να χρησιμοποιήσω το κινητό και αν ήξερα να ανοίξει το email και αν έστελνα μηνύματα μέσω viber.
Δεύτερη φορά που πήρα μου προτάθηκε ευγενικά να στείλω κάποιον να πάρει το αυτοκίνητο μήπως και δεν μπορώ να οδηγήσω. Με θλίβει βέβαια αυτή η στερεότυπη εικόνα του μεγάλου ανθρώπου που δεν μπορεί να ακολουθήσει την πρόοδο και την τεχνολογία, που δεν ξέρει, δεν γνωρίζει, είναι φοβισμένος και αποκλεισμένος.
Δεν είναι έτσι.
Και στο εξωτερικό ιδιαίτερα, οι seniors έχουν άλλη αντιμετώπιση και ειδικά οι γυναίκες.
Σήμερα βλέπουμε γύρω μας και στην Ελλάδα παραδείγματα μεγαλύτερων γυναικών που κατέχουν ενεργό ρόλο στην πολιτική, στην τέχνη, στα γράμματα, στα κοινά, στην κοινωνία γενικότερα.
Και τελειώνω με αυτή τη φράση που είπε η Μπέττυ Φρίνταν, μία από τις ιδρύτριες του φεμινιστικού κινήματος, με την οποία επαναπροσδιορίζει τα γηρατειά ως μια περίοδο ανάπτυξης και όχι αναπόφευκτης πτώσης.
“Τα γηρατειά δεν είναι η χαμένη νεότητα, αλλά ένα νέο στάδιο ευκαιρίας και δύναμης”.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Ιάσων Βογιατζής