Στο επεισόδιο ακούστηκε το μουσικό κομμάτι: Σύννεφα και κρύβουν τ’ άστρα – Νάνσυ Μπούκλη/ Χρίστος Θεοδώρου
Η συνάντηση με το Χατζιδάκι ήταν τυχαία στο μαγαζί που λεγότανε «Πάρτι». Τυχαία τον είδα μπροστά μου και ήθελα κάτι να του πω. Ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Ήθελα κάτι να του πω, να του μιλήσω. Πήγα να του πω πόσο με έχει συγκινήσει, πόσο σημαντικός ήταν για μένα. Και μου λέει: «τραγουδάτε;». Λέω: «ναι, μου αρέσει». Μου λέει: «αν θέλετε ετοιμάστε μια κασέτα και στείλτε την». Ξεκίνησα αλλά δεν το ολοκλήρωσα γιατί μου φάνηκε ότι δεν ήταν τόσο καλή για να την πάω στο Χατζιδάκι. Και έτσι, δεν το έκανα.
Ήθελα να μάθω πιάνο, αλλά μου είπε η μαμά μου: «Πιάνο; Γαλλικά και πιάνο οι γεροντοκόρες το κάνουν.» Δεν της άρεσε, οπότε είπα «κιθάρα» και ξεκίνησα τα μαθήματα της κιθάρας με σκοπό να μπορώ να παίζω κιθάρα και να τραγουδάω. Έφτασα λοιπόν μετά από ένα χειμώνα σε αυτό το επίπεδο και τότε συνέπεσε και το Πολυτεχνείο, το οποίο διαδραματίστηκε πάρα πολύ κοντά στο σπίτι μας. Γιατί εμείς μέναμε Πιπίνου και 3η Σεπτεμβρίου. Από εκεί κατέβαιναν τα τανκς. Εκεί άδειαζαν οι κλούβες της ΕΣΑ (ΕΑΤ-ΕΣΑ: Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) τους αφιονισμένους Εσατζήδες. Από κει περνάγανε οι διαδηλώσεις. Εκεί σφραγίστηκα με αυτή την ταυτότητα. Ήταν συγκλονιστικό το γεγονός. Οπότε βγήκανε από τις βιβλιοθήκες και από τα ράφια οι δίσκοι του Θεοδωράκη και ξεκινήσαμε να ακούμε, να ακούμε, να μαθαίνουμε και να βγάζω στην κιθάρα τα τραγούδια. Δηλαδή ήταν το κέντρο πλέον, σαν να κάναμε διάφορα και «τώρα θα τραγουδήσουμε!». Με τον αδερφό μου κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο. Είχαμε ένα χρόνο διαφορά μόνο και ήμασταν περίπου σα δίδυμοι, δηλαδή μοιραζόμασταν τις εμπειρίες. Με το που ξυπνάγαμε, έμπαινε η βελόνα στο δίσκο. Ακούγαμε συνέχεια μουσική. Συνέχεια! Θεοδωράκη, Λοΐζο, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο και Σαββόπουλο.
Ο Σαββόπουλος ήταν ο αρχηγός της γενιάς μας, ας πούμε, ο μουσικός αρχηγός. Με την πρώτη παρέα των διακοπών. Ήταν το καλοκαίρι του ‘73. Καθόμασταν, είχαμε γνωριστεί με κάτι μεγαλύτερους. Εγώ ήμουνα δεκατεσσάρων, ο αδερφός μου δεκατριών και τα παιδιά ήταν 19 και ήταν φοιτητές. Όταν τελείωσαν οι διακοπές και μαζευτήκαμε κάτω από ένα δέντρο για να χαιρετηθούμε, με ρώτησαν τι πολίτευμα νομίζω ότι έχουμε. Και εγώ είπα, δεν ήξερα. Λέω «ολιγαρχικό;». Από τα βιβλία της ιστορίας. Αυτά ήξερα. Τα βιβλία της ιστορίας. Και μου λένε: «Ειρήνη, έχουμε Χούντα. Και όταν ανέβουμε στην Αθήνα θα σας πάρουμε να πάμε στην μπουάτ του Ζωγράφου, στην Πλάκα». Και όντως το κάναμε. Κι ήταν Νοέμβρης, παραμονές του Πολυτεχνείου τότε. Ήταν μόνο με κεριά. Με σιγανές φωνές τραγουδούσαν Θεοδωράκη. Ήταν συγκλονιστικό. Νομίζω ότι κλαίγανε κιόλα κάποιοι. Και μετά έσκασε το Πολυτεχνείο. Μετά από… τίποτα, δύο βδομάδες. Οπότε είχαμε ήδη μυηθεί, δηλαδή όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία καταλαβαίναμε πια τι συμβαίνει και έτσι μετά το τραγουδήσαμε κιόλα. Τα τραγούδια μετά που ακούγονταν, τα τραγούδια που λέγαμε, έγινε η ταυτότητά μας. Και έτσι εγώ μετά ονειρεύτηκα τον εαυτό μου τραγουδίστρια σε μπουάτ. Αυτά ήταν όνειρα θερινής νυκτός, όχι για να τα πραγματοποιήσω. Έτσι, για να τα ονειρεύομαι.
Και πέρασαν τα χρόνια. Κάποια στιγμή, μετά από δυο τρία χρόνια, βρέθηκα σε μια παρέα, σε ένα γραφείο. Ο διευθυντής μας έπαιζε κιθάρα και τρεις φορές το χρόνο, τουλάχιστον, κάναμε γιορτή. Αναγεννήθηκε δηλαδή πάλι το θέμα τραγούδι και κιθάρα. Ο περίφημος διευθυντής μου ο Αντώνης, ήταν αρκετά μεγαλύτερος από μας και βιωματικά πήγαινε στον Θοδωράκη. Δηλαδή γι’ αυτόν ο Θεοδωράκης δεν αποτελούσε ανάμνηση, ήτανε ταυτότητα. Εγώ βιωματικά πήγαινα στον Θεοδωράκη και στον Χατζιδάκι, γιατί ο Χατζιδάκις ήταν αυτό που κυρίως έπαιζε το ραδιόφωνο και οι δίσκοι του πατέρα μου όταν ήμουνα μικρή. Ήταν σα να λέμε ο πνευματικός μου πατέρας. Λέγαμε και κάποια ρεμπέτικα. Ξεκινάγαμε με τη γιορτή το μεσημέρι, πέρναγε από κει άπειρος κόσμος από τον οργανισμό και η γιορτή μας τελείωνε γύρω στα μεσάνυχτα. Στο τέλος, δηλαδή, τραγουδάγαμε με τους θυρωρούς. Περιμένανε να κλείσουνε, αλλά δεν τους ένοιαζε κιόλας. Χαίρονταν γιατί τραγουδούσαν κι αυτοί.
Κάποια χρόνια μετά, πηγαίνοντας σε μια ταβέρνα στη Δραπετσώνα, που ήξερε ο Αντώνης, πήγαμε να πάρουμε το αυτοκίνητο από το γκαράζ. Μας νοικιάζανε κάποιες θέσεις γκαράζ που εκεί βέβαια δεν ήταν για όλους, αλλά εγώ επειδή δεν είχα ταλέντο στην οδήγηση και το παρκάρισμα δεν το κατάφερνα και ειδικά στα δύσκολα σημεία, εκεί στα Ιλίσια, είχα γίνει προστατευόμενη του γκαράζ. Πάμε και με την κιθάρα να πάρουμε το αυτοκίνητο. Με βλέπουν, δε με είχαν ξαναδεί με κιθάρα, μου λένε «Τι γίνεται, Ειρηνάκι, παίζεις κιθάρα;» «Ε,» λέω «ναι», λένε: «θα μας πεις κανένα τραγουδάκι;» λέω: «να σας πω, ποιο θέλετε;» λένε: «την Αννούλα του χιονιά». Ήτανε χειμώνας. Λέω: «Εντάξει». Είπα εκεί την «Αννούλα του χιονιά» και φύγαμε για την ταβέρνα. Και μετά την άλλη μέρα που πάω λέει: «για πες μας πού τραγουδάς με την παρέα σου να έρθουμε να σε ακούσουμε;» Λέω: «πουθενά». Λέει «πουθενά;. Εγώ ξέρω σαν και σένα που τρεις φορές την εβδομάδα σε μια ταβέρνα στην Άνω Χαραυγή τραγουδάει και πάω και την ακούω». Αυτό μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι. Λέω: «δηλαδή εγώ που αναλύω ας πούμε τα συναισθήματά μου, σκέφτομαι κάνω ράνω, δεν κάνω τίποτα και η άλλη τρεις φορές την εβδομάδα στην Άνω Χαραυγή τραγουδάει;»
Ήταν μια αποκάλυψη ότι όλα τα πράγματα μπορούν να φύγουν και από το όνειρο και να έρθουν και στην πραγματικότητα. Εκεί είπα «Μήπως μπορούμε να κάνουμε κάτι;», του είπα, «γιατί χαίρομαι πάρα πολύ με τις πρόβες». Λέει: «κάτι μπορούμε να κάνουμε. Εγώ ξέρω ένα μαγαζί στα Εξάρχεια. Μπορούμε να ρωτήσουμε». Τον βρήκα τελικά μετά από κάποια δυσκολία αυτόν που είχε το μαγαζί. Τότε είχε το περίφημο «Καφέ Παράσταση». Πήγα λοιπόν, δώσαμε τελικά ένα ραντεβού και πήγα με το Γιάννη τον πιανίστα. Αρχές φθινοπώρου. Το μαγαζί ήταν με κομμένο φως, νερό, τηλέφωνο. Εγώ είχα μεγάλη ταραχή. Ήτανε μεγάλη στιγμή. Μου λέει: «Θες ένα κονιάκ, έτσι λίγο να συνέλθεις;» Με κατάλαβε. Λέω: «ναι, ναι». Ήπια δύο και μετά μου λέει: «Θες να μας πεις ένα τραγούδι;». Και είπα ένα τραγούδι. Το οποίο δεν το άκουσα, εγώ δεν το άκουσα, το είπα τόσο σιγά. Εκείνος τ’ άκουσε και μου λέει: «έλα, έλα, πες και άλλο». Και άρχισε να τραγουδάει μαζί μου για να μου δώσει θάρρος. Τραγουδήσαμε μερικά τραγούδια και λέει: «Εντάξει, ετοιμάστε 45 τραγούδια και ελάτε!»
Εγώ τρελάθηκα! Όταν βγήκαμε έξω, λέω του Γιάννη: «δηλαδή Γιάννη, έγινε;» «Ναι. Νομίζω πως ναι.» Εγώ τρελάθηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω αυτή τη συγκίνηση. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγαινα πάνω κάτω στους δρόμους. Ήθελα να το πω. Δεν είχα ούτε κινητά, δεν είχα να το πω, και ήθελα. Το γνωστοποιούσα στους δρόμους.
Και μετά ξεκίνησε η φοβερή προετοιμασία, η οποία είχε έτσι μοναστηριακό χαρακτήρα. Δηλαδή κλεινόμουνα μόνη μου μέσα στο σπίτι με ένα κασετόφωνο και τραγουδάγα, τραγουδάγα, τραγουδάγα, ακούγοντας δίσκους.
Μετά προχωρήσαμε για την ημέρα που τελικά θα παρουσιάζαμε τα 45 τραγούδια. Ετοιμάστηκα, έφτιαξα τα μαλλιά μου, όλα, τα πάντα και πήγα. Βγήκα από αυτή τη «μοναστηριακή» που λέω μοναξιά, μέσα στην οποία τυλίχτηκαν για να ετοιμαστώ ενάμιση μήνα και πήγα εκεί να τραγουδήσω. Το είχα κάπως οραματιστεί ότι θα παίζει ο Γιάννης το βαλς των χαμένων ονείρων και μετά θα αρχίσω να τραγουδάω. Και τραγούδησα. Κόντεψε να σπάσει η καρδιά μου. Δηλαδή δεν ήξερα αν θα βγω ζωντανή από αυτή την εμπειρία. Σηκώθηκα. Η καρδιά μου χτύπαγε να σπάσει. Είπα ένα τραγούδι. Μου φώναξε κάποιος «μπράβο!» από κάτω. Δεν έσπασε τελικά η καρδιά και ήταν το βάπτισμα του πυρός. Ήταν μια υπέροχη και συγκινητική βραδιά, η οποία τελικά οδήγησε στο ότι αρχίσαμε να τραγουδάμε Παρασκευή και Σάββατο στο «Καφέ Παράσταση» για όλο το χειμώνα για δύο χρόνια.
Όταν ξεκίνησα τελικά να τραγουδάω, ήμουνα μόνη μου δεν είχα σύντροφο. Είχα το παιδάκι μου, αλλά δεν είχα σύντροφο για ένα χρονικό διάστημα, πάνω από χρόνο νομίζω. Είχα περάσει πολλά Σαββατοκύριακα ολομόναχη, ειδικά όταν έπαιρνε την Αλίκη ο μπαμπάς της για Σαββατοκύριακο, κάθε δεύτερο, τύχαινε πολλά Σαββατοκύριακα να κλειδώνω την Παρασκευή το βράδυ την πόρτα που έφευγε Αλίκη και να την ξεκλείδωνε την Κυριακή το απόγευμα όταν γυρνούσε η Αλίκη. Δεν είχα πάει πουθενά, Γιατί πολλές φορές όλοι είχαν κάτι άλλο να κάνουν. Κι όταν έφτασε η ώρα του τραγουδιού είπα: «και τώρα δε με νοιάζει, ας έχουν όλοι οι άλλοι κάτι άλλο να κάνουν κι εγώ θα τραγουδήσω, δεν με νοιάζει πια». Το τραγούδι ήταν η διαδικασία μέσα από την οποία μεγάλωσα, έγινα γυναίκα ενώ ήμουν ήδη μητέρα. Ήταν μια μαγική εποχή. Μου άνοιξε άλλους ορίζοντες. Δεν έγινα τραγουδίστρια, αλλά έζησα αυτή τη φοβερή εμπειρία, η οποία είχε στοιχεία αυτοπραγμάτωσης. Μέχρι που κουράστηκα και δεν μου χρειαζόταν άλλο πια. Πριν από αυτή την εμπειρία, η οποία όπως λέω με έκανε γυναίκα, δεν μπορούσα να πω τη λέξη «γυναίκα» για μένα. Δεν μπορούσα να την πω.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Ξένια Τσιλοχρήστου
Μιξάζ: Ιάσων Βογιατζής