Στο επεισόδιο ακούστηκε το μουσικό κομμάτι Θάλασσα – Σκιαδαρέσες.
Το επεισόδιο πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την People Behind.
Εγώ έχω γεννηθεί το 1951 και παντρεύτηκα το 1977 κάνοντας μια πορεία σχολική, φοιτητική κλπ. Κατά τη διάρκεια του γάμου διαπίστωσα τις δυσκολίες που υπάρχουν στη συνεννόηση, διότι οι άνθρωποι είναι ξεχωριστοί και δεν μπορούσαμε να βρούμε την κοινή γραμμή πλεύσης που να προσπαθούμε να ενωθούμε, να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον και να προχωρήσουμε. Αυτό με οδήγησε μεγαλώνοντας τα παιδιά μου και φέρνοντας 19 ετών το ένα και 17,5 το άλλο να αποφασίσω να χωρίσω. Χώρισα το 1997.
Τα πρώτα χρόνια του γάμου περάσανε καλά. Μετά που άρχισαν οι δυσκολίες και υπήρχαν ήδη και τα δύο παιδιά, εγώ πάλευα να διορθώσω τις δυσκολίες με λάθος τρόπους, όπως συνήθως. Με λάθος τρόπους, με γκρίνιες, με απαιτήσεις, με προσπάθειες τελοσπάντων λάθος. Κάπου στην ηλικία των 40 βρέθηκα, σημαντικό και αυτό, βρέθηκα σε ψυχολόγο όπου με κατηύθυνε η κόρη μου. Δηλαδή η κόρη μου στον ομοιοπαθητικό παιδίατρο είπε «Η μαμά δεν είναι καλά. Είναι μονίμως θυμωμένη». Και μου έκλεισε ραντεβού μόνοι μας, χωρίς το παιδί μπροστά. Και αφού κουβεντιάσαμε μου λέει πρέπει να πας σε ψυχολόγο. Μέσω του ψυχολόγου αρχίζω να βλέπω κάποια λάθη και να βρίσκω τρόπους λίγο καλύτερα, λίγο καλύτερα. Πέρασα πέντε χρόνια με ψυχολόγο και μέσα σε αυτή την προσπάθεια, πάλι δεν απέδωσε, αλλά ήμουν ήδη δυνατή και ήξερα περισσότερο τον εαυτό μου και τι θέλω για να μπορέσω να φύγω, διότι διαφορετικά δεν μπορούσα να φύγω. Διότι ήταν ένας γάμος με οικονομικές δυνατότητες, με σεβασμό. Δεν ήταν ένας γάμος που με απατούσε, που έτρεχε, κακός γάμος. Η κακία βρισκόταν στην προσπάθεια να βρούμε τη χρυσή τομή μεταξύ μας. Δηλαδή σέβομαι την ιδιωτικότητά σου, σεβάσου κι εσύ τη δική μου για να μπορέσουμε συμπλεύσουμε. Εκείνος σεβόταν μόνο τη δική του. Αδιαφορούσε για τη δική μου και απαιτούσε εγώ να συμπλεύσω σε εκείνον. Το λέω πολύ περιληπτικά για να γίνει κατανοητό ότι μέσα στο γάμο δεν είναι μόνο «Με απάτησε». Είναι κι άλλα πολλά σημαντικότερα πράγματα. Όπως δε σέβεται τον κόπο μου, δε σέβεται την προσπάθεια που έκανα για τα παιδιά να παρακολουθήσουν σωστά, τα μαθήματά τους να προχωρήσουν. Και προχώρησαν και οι δύο πολύ καλά.
Παράδειγμα, μου ήρθε τώρα. Του ζητούσα να πάμε στην Αίγυπτο. Κι μου ‘λεγε «Ναι, θα πάμε, να βοηθηθώ με τη δουλειά μου, να έχω χρόνο δέκα μέρες και θα πάμε». Αυτό κράτησε κάποια χρόνια. Και κάποια στιγμή, φτάνοντας κι εγώ στο αμήν του λέω «Θα πάμε ή δεν θα πάμε;». Και μου λέει «Δε θα πάμε γιατί μου έχουν πει ότι είναι βρώμικη χώρα. «Και γιατί δεν το λες τόσα χρόνια να πάω εγώ που δεν με ενοχλεί η βρωμιά;» Και τελικά πήγα μόνη μου. Έκλεισα μόνη μου γκρουπ, σε ομάδα και πήγα και ευχαριστήθηκα πάρα πολύ και ένιωσα δεν τους έλειψα και ιδιαίτερα. Βέβαια τα παιδιά ήταν άνω των 15 τότε. Δεν τα άφησα 5 χρονών και έφυγα 10 μέρες. Ήταν άνω των 15, οπότε πέρασα και πάρα πολύ ωραία και ήμουνα ευχαριστημένη. Διότι είχα πάρει ενέργεια, είχα δει αυτό που ήθελα. Είχα κάνει μια κίνηση που δεν τη φανταζόμουν. Άρχισα να το φαντάζομαι όταν μπήκα στη διαδικασία του ψυχολόγου και μου έδειχνε ότι κι εγώ έχω ικανότητες, κι εγώ μπορώ. Και σιγά-σιγά «μπορώ», «μπορώ», «μπορώ» μπόρεσα!
Η ιδέα του να φύγω και να μείνω μόνη μου πριν την ψυχολόγο ήταν τραγική και αδύνατη, τραγική και αδύνατη. Ένιωθα ότι δεν έχω και τις δυνάμεις να τα βγάλω πέρα. Με τη βοήθεια του ψυχολόγου κατάλαβα ότι έχω κι εγώ δυνάμεις και μπορώ να τα βγάλω πέρα και ότι αν δε μπορούμε να βρούμε τη σωστή οδό έτσι ώστε να μπορώ κι εγώ να είμαι ευχαριστημένη, αν όχι πλήρως, γιατί δεν τα έχουμε ποτέ όλα, τουλάχιστον να πηγαίνει προς τα εκεί. Αυτό που αναζητούσα ήταν να είναι ο δικός μου άνθρωπος και δεν ήταν. Ο δικός μου άνθρωπος που το πρόβλημά μου θα το πω πρώτα σε εκείνον. Όχι, δεν ήταν. Το πρόβλημά μου το έλεγα στη φίλη μου πρώτα και αν χρειαζόταν θα το έλεγα σε εκείνον, αν νόμιζα ότι μπορεί κάπου να βοηθήσει. Τις περισσότερες φορές δεν βοήθησε. Τις περισσότερες φορές δεν βοήθησε, κάποιες βοήθησε. Δεν ήταν ο κακός ο άνθρωπος. Μη φανταστούμε ότι ήταν το τέρας της φύσης. Ήταν ένας ωραιότατος άνθρωπος. Απλά, δεν ήταν στις δικές μου ανάγκες, στις δικές μου μελλοντικές προοπτικές. Και εκεί με δυσκόλευε.
Το Πάσχα του ‘97 έρχεται η κόρη μου για διακοπές, ήταν φοιτήτρια τότε στο Παρίσι, και τους ζητώ να μου πουν τη γνώμη τους πάνω στην απόφασή μου ότι θέλω να χωρίσω. Οι τέσσερις μας. Ο άντρας μου απεσύρθη, δεν μίλησε. Η κόρη μου και ο γιος μου συμφώνησαν μαζί μου. Δεν μου πήγαν καθόλου κόντρα. Ο γιος μου, μου είπε: «Εγώ θα είμαι δίπλα σου. Συμφωνώ με τη γνώμη σου και θα είμαι δίπλα σου». Η κόρη μου μού είπε ότι «Συμφωνώ μαζί σου αλλά πρέπει τώρα να αναλάβεις τον εαυτό σου χωρίς να περιμένεις τίποτα». Αυτό. Ακούστηκε σκληρό. Ίσως κατά βάθος περίμενα να με κρατήσουν, δηλαδή να μου πουν, «μείνε, σε θέλουμε» κλπ. Δεν το είπαν, με πίκρανε. Για αρκετές μέρες ήμουν πικραμένη μετά από αυτό. Τώρα αντιλαμβάνομαι ότι πολλοί καλά φέρθηκαν διότι έτσι μου έδωσαν τις ευθύνες μου σεβόμενοι την απόφασή μου. Κι εγώ γνώρισα μέσω αυτών των ευθυνών πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για μένα, για την κοινωνία, για το πώς ζεις μόνος, πώς ζεις πραγματικά χωρίς βοήθεια.
Οι δυσκολίες, λοιπόν, ξεκινώντας το διαζύγιο ήταν διάφορες και ποικίλες και πολλές. Η πρώτη ήταν η επαγγελματική, διότι κατά τη διάρκεια του γάμου, από το 1980 που γεννήθηκε ο γιος μου μέχρι το ‘97 που χώρισα, δεν δούλευα. Μεγάλωνα τα δύο μου παιδιά. Έπρεπε λοιπόν να βρω δουλειά την οποία δεν είχα φροντίσει να βρω πριν το διαζύγιο. Ταλαιπωρήθηκα έξι μήνες για να βρω δουλειά, στη συνέχεια όμως, παράλληλα όμως, ήταν η δυσκολία των φίλων οι οποίοι, εμμέσως πλην σαφώς ,μου δείχνανε ότι δε μπορούν να με αποδεχτούν όπως πριν ως χωρισμένη. Προφανώς με κινδύνους της αποπλάνησης για ένα καινούργιο διαζύγιο ή για μία η ερωτική επαφή με τον σύζυγο και όλα αυτά. Κι εγώ αποσύρθηκαν και έψαχνα να βρω καινούργιους φίλους τους οποίους απέκτησα αφότου έπιασα δουλειά. Δουλειά έπιασα τον Δεκέμβριο του ‘97 άρχισα να δουλεύω και μέσα από εκεί δημιουργούσα καινούργιες φιλίες. Οπότε με τους άλλους άρχισα σιγά-σιγά-σιγά να χάνομαι. Άλλες δυσκολίες, και πολύ σημαντική δυσκολία ήταν το να μάθεις να μένεις και μόνος σου και όχι με ανθρώπους που έρχονται, όπως είναι ο σύζυγος, τα παιδιά και κοινοί φίλοι κτλ.
Σημείο χαρακτηριστικό της πρώτης βραδιάς που έμεινα μόνη μου ήταν ότι δύο φίλες μου, προσωπικές μου φίλες και πολύ αγαπητές μου είπαν: «Ό,τι ώρα θέλεις. τη νύχτα θα χτυπήσεις το κουδούνι» και μέναν και κοντά μου. Πραγματικά, γύρω στις δύο με τρεις τη νύχτα δεν άντεχα και πλησιάζω την εξώπορτα να ξεκλειδώσω και να πάω στη μία εκ των δύο. Όταν άκουσα όμως το «κλικ» που κάνει να ξεκλειδώσει η κλειδαριά, συνειδητοποίησα ότι αυτό που κάνω δεν είναι σωστό, γιατί το τίμημα της ελευθερίας μου είναι το να μένω μόνη μου. Ξανακλείδωσα και πήγα για να μην κοιμηθώ, αλλά τελικά κοιμήθηκα και πέρασα αυτή τη δυσκολία η οποία ήταν ανυπέρβλητη, αλλά πέρασε. Και μετά σιγά-σιγά που προσαρμοζόμουνα στην καινούργια δυσκολία του «θα μείνεις μόνη σου και θα είσαι και υπεύθυνη για τον εαυτό σου. Θα βρεις δουλειά, θα βρεις τον τρόπο να τρως, να συντηρείς τον εαυτό σου, να πληρώνεις τους λογαριασμούς σου και όλα αυτά». Αυτά πέρασαν χρόνια, δηλαδή να το πάρουμε χρονικά. Εγώ χώρισα το φθινόπωρο του ‘97 και τη χρονιά του 2003 προς 2004 πάτησα στα πόδια μου όταν πια είχα και δουλειά και είχα αγοράσει ένα μικρό σπίτι για να μην έχω το βάρος του ενοικίου. Τότε ήταν μια χρονιά πολύ σημαντική για μένα. Ένιωσα πραγματικά ότι «Πέτυχες, τα ‘βγαλες πέρα και τώρα μπορείς να επιζήσεις!».
Όταν ξεκίνησα να μένω μόνη μου, με δυσκόλεψε πάρα πολύ το οικονομικό και το κοινωνικό. Δηλαδή δεν είχα φίλους. Αργότερα το ισοφάρισα. Αυτό που με ευχαρίστησε γρήγορα δηλαδή, εννοώ δεκαπέντε μέρες,είκοσι μετά, ήτανε αυτή η αίσθηση της ελευθερίας, που δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν και δεν χρειάζομαι τη γνώμη κανενός για να κάνω κάτι. Αυτό ήταν… αμέσως φάνηκε. Το ότι πάω σινεμά και μπορεί να αργήσω το βράδυ να γυρίσω που δεν με περιμένει κανείς αλλά και δεν ζητώ την άδεια κανενός και δεν πρέπει να απολογηθώ σε κανέναν, αυτό τελείως πρωτόγνωρο. Γιατί υποσημειώνοντας την ηλικία μου, θα καταλαβαίνετε ότι μεγάλωσα μέσα στην πατρική οικογένεια και πήγα αμέσως στη συζυγική. Το διάστημα της ελευθερίας, κάνω ότι θέλω μόνη μου, που μπορεί να κρατήσει λίγο, πολύ, δεν ξέρω. Αυτό το διάστημα δεν το βίωσα… το βίωσα ως χωρισμένη. Το βίωσα ως χωρισμένη.
Ένα avantage του δικού μου διαζυγίου ήταν το ότι ο άντρας μου ανέλαβε τις υποχρεώσεις των παιδιών τις οικονομικές, διότι εγώ δεν μπορούσα να αναλάβω και τότε που βρήκα δουλειά. Δεν μπορούσα να αναλάβω. Τις είχε όμως αναλάβει και τις εκπλήρωσε στο ακέραιο. Τις εκπλήρωσε. Μπράβο του, που σημαίνει ότι είναι και καλός πατέρας. Κι εμένα μου ήταν εύκολο αυτά που βγάζω να τα διαθέτω και να τα κουμαντάρω για τον εαυτό μου χωρίς να έχω το βάρος. Είχα το βάρος, το ηθικό του χωρισμού και των δύο παιδιών.
Στον κύκλο μου, επειδή δούλεψα στην στατιστική έρευνα αγοράς που είναι μία δουλειά που αφορά τους φοιτητές, εγώ ήμουν 45 και ήτανε 20, 22, 23. Ήταν πραγματικά μεγάλη διαφορά ηλικίας όπου εγώ έπαιρνα ενέργεια από αυτό. Με σεβόντουσαν πάρα πολύ λόγω ηλικίας. Μου ζητούσαν πληροφορίες ζωής, μου λέγανε τα βάσανά τους, τι να κάνουν, συμβουλές τέλοσπάντων. Αλλά έβγαινα. Δηλαδή αυτό του βγαίνω και πάω στο μπαρ. Ρε παιδιά, δεν το ήξερα. Υπάρχουν μπαρ, «ναι, τι είναι τα μπαρ;». Το είδα, το είδα. Μετά, βέβαια, γίνανε κάποιες φιλίες βαθύτερες και βέβαια μέσα στο, αρχίζεις και κυκλοφορείς, συναντάς και μεγάλους ανθρώπους στην ηλικία σου και συνδέεσαι και τα λοιπά. Δεν δυσκολεύτηκα, δε δυσκολεύτηκα. Αφέθηκα. «Ό,τι δώσει η ζωή θα το πάρω». Μου ‘δινε εικοσιτριάρη; Εικοσιτριάρη, βρε παιδιά, τι να κάνουμε τώρα; Να ευχαριστηθούμε. Γενικά κυκλοφορείς, δηλαδή, βγαίνεις και βλέπεις πράματα και βλέπεις και πόσο έχει αλλάξει η κοινωνία από τότε που ήσουν εσύ εικοσιτριών, ας πούμε, πώς έχει γίνει τώρα. Ήταν μια πολύπλευρη γνώση.
Και μετά περνάμε τη φάση της σύνταξης. Εγώ βγήκα το 2010 στη σύνταξη. Από κει κι έπειτα πάλι χωρίς τις υποχρεώσεις της δουλειάς, που ήταν πολύ βαριές, δηλαδή δούλευα πολλές ώρες, εννοώ. Μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω αυτό που μου αρέσει μόνο. Όπως το «Πανεπιστήμιο της Τρίτης Ηλικίας», παράλληλα διαβάσματα, θέατρο, κινηματογράφο. Όλα αυτά είναι πράγματα που δε μπορούσα, δεν τα έκανα όταν ήμουνα παντρεμένη. Δεν μπορούσα τα πρώτα χρόνια λόγω πολλής δουλειάς. Και τώρα, ξεκαθαρίζω και προχωράω τι μου αρέσει. Και βγαίνει και ένα συμπέρασμα ότι για να είσαι ευτυχής πρέπει να καλύπτεις τις ανάγκες που έχεις, πνευματικές και ψυχικές. Διαφορετικά, πώς να είσαι ευτυχής; Λιγότερο ή περισσότερο. Βεβαίως, δεν είναι, το απόλυτο δεν υπάρχει. Κάθε μέρα δεν είσαι χαρούμενος, αλλά αυτό δεν έχει σημασία γιατί όταν είσαι και λίγο αυτάρκης θα πεις: «Αύριο θα είναι αλλιώς». Και το λες και το πιστεύεις γιατί είναι από σένα εξαρτάται. Δεν υπάρχει κάτι που να στο καθορίζει.
Όλες μου οι ερωτικές σχέσεις ως χωρισμένη, ήταν περιστασιακές και γρήγορες, αφορούσαν μόνο το Σαββατοκύριακο γιατί όλη την εβδομάδα δούλευα, και δεν ήθελα να με ενοχλεί κανείς, και το κριτήριο του φίλου που θα είχα ήταν μόνο το σεξουαλικό και μια καλή παρέα, δηλαδή να πάμε σε μια ταβέρνα, να πάμε, άντε, μια εκδρομή το καλοκαίρι, ένα μπάνιο κλπ. Για να καλύψω κι εγώ το κομμάτι της ψυχαγωγίας και ψυχικής ανατροφοδότησης που είχα όλη την εβδομάδα δουλεύοντας, έχανα όλη την εβδομάδα δουλεύοντας. Γιατί θεωρώ πολύ δύσκολο και πολύ μεγάλο στον εαυτό μας, να φροντίζουμε τον εαυτό μας να είναι καλά, να περνάει καλά. Δεν κοίταγα, λοιπόν τους ανθρώπους αυτούς αν μου κάνουν για σύντροφοι, αν έχουν τα «χ», «ψ» προτερήματα. Δεν με ενδιέφεραν γιατί δεν ήθελα ούτε να παντρευτώ ούτε να κάνω μια βαθιά σχέση. Ήθελα να περάσω καλά. Και καταλήγω ότι «Ναι, πρέπει, οφείλουμε όλοι οι άνθρωποι να φροντίζουμε να περνάμε όσο καλύτερα γίνεται διότι το τέλειο δεν υπάρχει και πάντα θα υπάρχουν κενά και όλες οι μέρες δεν είναι ίδιες. Είναι μέρες που ξυπνάω είμαι χαρούμενη είναι μέρες που ξυπνάω και είμαι λυπημένη. Όλο αυτό όμως ξέρω ότι εξαρτάται από μένα κι εγώ θα το διορθώσω και εγώ θα το κάνω να γίνει καλύτερο. Και το καλύτερο, όσο καλύτερο γίνεται, κι όσο καλύτερο γίνεται κι αν δε γίνεται, δεν πειράζει, θα διορθωθεί αργότερα.
Συλλογή Ιστορίας: Κάθε Μία Ιστορία
Φωτογραφία / Βίντεο: Δάφνη Ανέστη
Μιξάζ: Ιάσων Βογιατζής